«Το καλοκαίρι θα παίξω τον Ρωμαίο…»



Είκοσι πέντε χρόνια στο θέατρο κλείνει εφέτος ο Παύλος Χαϊκάλης και το γιορτάζει με μία από τις καλύτερες ερμηνείες του. Είναι ο Μαξ Μπιάλιστοκ, ο ένας εκ τω «Δύο τρελών τρελών παραγωγών» του Μελ Μπρουκς στην παράσταση του Αλίκη, την οποία σκηνοθετεί ο Σταμάτης Φασουλής. Κάθε βράδυ παίζει, χορεύει και τραγουδά, εκπλήσσοντας το κοινό που δεν τον έχει ξαναδεί έτσι, και ας τον ξέρει, και ας τον αγαπάει. Ισως γιατί ο Μαξ Μπιάλιστοκ του επέτρεψε να ξεδιπλώσει όλες τις πτυχές του ταλέντου του. Και ο ίδιος το ξέρει και το απολαμβάνει: «Πιστεύω ότι είναι ένας από τους πιο δύσκολους ρόλους σε μιούζικαλ, κυρίως γιατί έχει να αντιμετωπίσει τη σκηνή όπου είναι μόνος μέσα στο κελί της φυλακής». Εκεί ο Μαξ βλέπει όλη τη ζωή να περνά από μπροστά του σαν κινηματογραφική ταινία και ο ηθοποιός δίνει ένα υποκριτικό ρεσιτάλ.


«Οταν μου προτάθηκε ο ρόλος, ένιωσα ότι για μένα ήταν και ένα προσωπικό στοίχημα – με έπιασε ένα πείσμα να τα καταφέρω. Είχα όμως τη μεγάλη ασφάλεια του Φασουλή και της εταιρείας παραγωγής, της Ελληνικής Θεαμάτων. Θυμάμαι ότι όταν είδα στην πρώτη ανάγνωση τη Βίκυ Καγιά να παίζει, κατάλαβα ότι θα κάνουμε επιτυχία. Αυτό το κορίτσι ήταν μια έκπληξη για όλους μας. Λάμπει εξωτερικά και εσωτερικά».


Ο ρόλος στους «Παραγωγούς» ήρθε ύστερα από μια άλλη επιτυχία: για τρεις σεζόν μοιράστηκε με τον Πέτρο Φιλιππίδη τη σκηνή του Μουσούρη στο «Ψέμα στο ψέμα», ενώ παράλληλα στη μικρή οθόνη το «Πενήντα πενήντα» και η «Βέρα στο δεξί» συνέβαλαν στο… ακόμη παραπάνω. Ο Παύλος Χαϊκάλης ξέρει ότι ο κόσμος τον αγαπάει, αλλά πιστεύει πως για μια επιτυχημένη δουλειά κάτι τέτοιο δεν αρκεί αυτό. «Το θέατρο είναι το εμείς, όχι το εγώ» λέει.


Χαρακτηρισμένος ως κωμικός ηθοποιός, ο ίδιος προτιμά να εκπλήσσει το κοινό: «Δεν θέλω να ξέρουν τι θα δουν σε μένα. Θέλω να έρχονται και να βλέπουν πράγματα που δεν θα τους κουράσουν, αλλά αντιθέτως θα ανανεώσουν το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη τους σε μένα. Δεν βολεύομαι. Ευχαρίστως θα πήγαινα να παίξω δράμα, ευχαρίστως θα πήγαινα τρέχοντας σε έναν ρόλο που θα είχε υποκριτικό ενδιαφέρον. Ζούμε όμως στην εποχή όπου υπάρχει το υποτιθέμενο εμπορικό και το υποτιθέμενο ποιοτικό θέατρο. Διαφωνώ. Το θέατρο είναι ένα – καλό ή κακό» συμπληρώνει, ενώ εκφράζει τον προβληματισμό του για το Εθνικό Θέατρο κυρίως σε ό,τι αφορά τους χαμηλούς μισθούς. «Δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά δεν μου αρέσει αυτή η άποψη…». Ούτε όμως και η άποψη που τον θέλει όμηρο του φυσίκ του: «Το φυσίκ στον ηθοποιό είναι κατάρα και στην Ελλάδα γίνεται διπλή κατάρα γιατί δεν μπορείς να ξεφύγεις. Γιατί να μην μπορώ να παίξω τον Αμλετ;», αναρωτιέται καθώς ξεδιπλώνει τις σκέψεις του: «Δεν θα ήμουν ο ψηλόλιγνος όμορφος πρίγκιπας, βέβαια, αλλά δεν είναι και όλοι οι πρίγκιπες ωραίοι…». Γι’ αυτό το καλοκαίρι θα ερμηνεύσει τον Ρωμαίο, αλλά στην κατά Μποστ εκδοχή, ενώ ονειρεύεται τον Κρέοντα για την απολυτότητα της εξουσίας και της κυριαρχίας του. «Πιστεύω ότι θα μπορούσα να τον κάνω να βγάλει παροξυσμούς γέλιου, να αγγίξει το γελοίο, κόντρα μάλιστα σε μια Αντιγόνη που δεν θα ήταν ούτε υστερική ούτε φοβισμένη». Και συμπληρώνει: «Ζητούμενο παραμένει πάντως όχι το τι θα παίξεις, αλλά το πώς και με ποιον…».


Με δύσκολα παιδικά χρόνια, ο Παύλος Χαϊκάλης που γεννήθηκε στο Κατάκωλο της Ηλείας και μεγάλωσε στην Πάτρα, στράφηκε στο θέατρο ύστερα από παρότρυνση των συμμαθητών του: «Νομίζω ότι βγήκα στο θέατρο για να κάνω τους άλλους να γελάνε, γιατί εγώ δεν γέλασα σαν παιδί. Αυτή ήταν και είναι η ιδεολογία μου. Δεν ήμουν γνώστης του αντικειμένου. Εχω όμως ένα ταλέντο: την αυτογνωσία και την αυτοκριτική. Αναλύω πολύ τον εαυτό μου και το παίξιμό μου και νομίζω ότι αντιλαμβάνομαι αν είμαι καλός, κακός ή απλώς εντός ορίων». Θυμάται πάντα τους ανθρώπους που τον στήριξαν, όπως τον Ηλία Λογοθέτη που τον κράτησε στο θέατρο όταν θέλησε να τα παρατήσει. «Με βοήθησε να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Θεοδοσιάδη. Και ήταν εκείνος που πήγε κι έπιασε τότε τον Νίκο Βασταρδή, που ήταν στην επιτροπή, και του ‘πε δυο καλά λόγια για μένα. Οπότε μπορώ να πω ότι μπήκα στο θέατρο με μέσο….». Ο Βαγγέλης Λιβαδάς, στην αρχή, ο Γιώργος Λεμπέσης στη συνέχεια, ο Σταμάτης Φασουλής που τον αγκάλιασε στην Ελεύθερη Σκηνή, η συνεργασία του με τον Γιάννη Βούρο (στο δραματικό «Εγκλημα και τιμωρία») και με τον Γιάννη Μπέζο, το βραβείο Κουν, η επιθεώρηση και πάνω απ’ όλα η κωμωδία: «Ο πρώτος μου μισθός ήταν 1.280 δραχμές. Θυμάμαι ότι έκανα μπάνιο με κρύο νερό… Εβγαλα τη φήμη του τσιγκούνη γιατί δεν είχα λεφτά να ακολουθήσω την παρέα. Μέσα σε αυτά τα 25 χρόνια τα πράγματα εξελίχθηκαν, έβγαλα λεφτά από τη δουλειά μου και δεν με λένε πλέον τσιγκούνη…».


Χωρίς να μετανιώνει για τίποτε από όσα έχει κάνει, βαθιά μέσα του ξέρει ότι κάποιες φορές σπατάλησε το ταλέντο του. Γιατί αυτή είναι η δουλειά του, και οι λάθος επιλογές είναι και αυτές μέσα στο παιχνίδι. Πληγώνεται όμως όταν τον χαρακτηρίζουν «τηλεοπτικό ηθοποιό» και προσπαθεί να κατανοήσει πολλά από αυτά που συμβαίνουν στον χώρο του. Για τις επιλογές του Εθνικού και του Ελληνικού Φεστιβάλ, για το παρεΐστικο σύστημα που λειτουργεί, για τις ταμπέλες και τις εξαιρέσεις συναδέλφων του από ευκαιρίες, για τον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν, για τις χαμένες ευκαιρίες…


«Πάντα πίστευα και πιστεύω ότι πρέπει να περιμένεις τη σειρά σου, να περιμένεις τα πράγματα να έρθουν. Δεν βιάζομαι. Θέλω να έχω μια συνέχεια και μια συνέπεια σε ό,τι κάνω. Ψάχνομαι. Δεν αφήνομαι στις ευκολίες μου. Θέλω να τις ξεπεράσω, να πάω κόντρα… Στο κάτω κάτω θέλω να πάρω το κοινό και να το φέρω στις δικές μου επιλογές, να το εκπλήσσω». Τα καλύτερα φαίνεται να είναι μπροστά του.