Το Τρίκομο, το χωριό του, ήταν ένα φτωχό χωριό που σήμερα βρίσκεται στα Κατεχόμενα, και η οικογένεια του Βάσου Καραγιώργη δεν ήταν πλουσιότερη από τις άλλες. Οπως και τα άλλα παιδιά, παπούτσια φορούσε μόνον όταν έβρεχε και τις Κυριακές στην εκκλησία. Από την άλλη μεριά, ήταν τόση η λαχτάρα του για μάθηση που ξυπνούσε νωρίς το πρωί και πήγαινε στο σχολείο μία ώρα προτού αρχίσουν τα μαθήματα και συνέχισε να κάνει το ίδιο και αργότερα, όταν άρχισε να δουλεύει. Εκεί έβγαλε το Δημοτικό. Τα μαθήματα του άρεσαν, όπως αργότερα του άρεσε η έρευνα στην αρχαιολογία. Ηταν πρώτος μαθητής στο Τρίκομο και το ίδιο και στη Λευκωσία, όπου τέλειωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο και μαζί και τα μαθητικά του χρόνια στην Κύπρο.


Εφθασε στο μεταπολεμικό Λονδίνο του τέλους της δεκαετίας του ’40 με μια υποτροφία για το St. Andrews College. Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα, ολόκληρες γειτονιές στο κέντρο ήταν βομβαρδισμένες και η στέρηση μεγάλη. Υπήρχε δελτίο για τα ρούχα και δελτίο για το φαγητό και γενικά η ζωή ήταν δύσκολη και πολύ διαφορετική απ’ ό,τι στην Κύπρο, όπως άλλωστε και η… αγγλική κουζίνα. Τις Κυριακές πήγαινε στα μουσεία, όπου έμπαινες χωρίς είσοδο. Περνούσε πολλές ώρες στις βιβλιοθήκες και αγαπούσε την ιδιαίτερη μυρωδιά των παλιών βιβλίων. Γενικά το Λονδίνο εκείνης της εποχής ήταν τόπος που ευνοούσε τη δουλειά και το διάβασμα και ο Βάσος Καραγιώργης επωφελήθηκε και από τα δύο.


Την ίδια εποχή γνώρισε τη Jacqueline Grenier και το 1953 παντρεύτηκαν και γύρισαν για να φτιάξουν το σπιτικό τους στην Κύπρο. Αργότερα, προς το τέλος της δεκαετίας του ’50, άρχισε να σκάβει στη Σαλαμίνα. Ενα πρωί βρέθηκε στο δάσος της Σαλαμίνας σε ένα σημείο που ήξερε ότι έβγαιναν μανιτάρια και καθώς είδε το κοίλον που σχημάτιζε η πλαγιά σκέφτηκε τι ωραία που θα ήταν αν ήταν θέατρο. Σκάλισε λιγάκι το χώμα και φανερώθηκαν οι πρώτες σειρές καθισμάτων και άρχισε να κάνει σχέδια με τους συνεργάτες του για τις παραστάσεις αρχαίου δράματος που θα ανέβαζαν τα ερχόμενα χρόνια. Τα λεφτά όμως της ανασκαφής τελείωσαν και πάνω στην απελπισία του αποφάσισε να απευθυνθεί στο ελληνικό προξενείο. Πρόξενος τότε ήταν ένας γνωστός διπλωμάτης, ο κ. Αρίστος Φρυδάς, και σε δύο ημέρες είχαν βρεθεί 2.000 λίρες για να συνεχιστεί η αρχαιολογική έρευνα. Μια άλλη φορά στο λεωφορείο, πηγαίνοντας στην ανασκαφή, ένας ιταλός αρχαιολόγος είπε τι καλά που ήταν που οι Ελληνες έγιναν φίλοι με τους Ιταλούς ύστερα απ’ όσα πέρασαν στον πόλεμο. Ενα νέο κορίτσι, η αξέχαστη Μαρία Αναγνωστοπούλου, η αρχαιολόγος που μετά τον «Αττίλα» αφοσιώθηκε στην αναζήτηση και στον επαναπατρισμό των χαμένων αρχαιοτήτων της Κύπρου, του απάντησε ότι οι Ελληνες δεν έχουν ακόμη συγχωρήσει τους Πέρσες και ο Ιταλός δεν ξαναμίλησε σε όλη τη διαδρομή. Μετά την Ανεξαρτησία το 1960 έγινε διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κύπρου στην ηλικία των 31 ετών και το βράδυ προτού αναλάβει τη νέα θέση κρυμμένος πίσω από κάτι θάμνους είδε τον βρετανό διευθυντή Megaw να υποστέλλει την αγγλική σημαία από το μουσείο. Υστερα από 82 χρόνια η Κύπρος είχε πάψει να είναι βρετανική αποικία.


Συνταξιοδοτήθηκε στα 60 του και δεν θέλησε να μείνει ούτε μία ημέρα παραπάνω στη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων. Δεν εγκατέλειψε την αρχαιολογία. Είχε όμως έρθει ο καιρός για διαλέξεις, ταξίδια και πάλι διαλέξεις, διεθνή αναγνώριση, προσκλήσεις σε ξένα πανεπιστήμια και διεθνή συνέδρια, και συγγραφή. Και… όπως είναι γνωστό ο Βάσος Καραγιώργης είναι ένας πολυγραφότατος αρχαιολόγος. Ετσι τώρα έχουμε το τελευταίο του βιβλίο με περιγραφές από πρώτο χέρι για τη ζωή στη Μεγαλόνησο όταν ήταν ακόμη βρετανική αποικία και τις αναμνήσεις ενός αρχαιολόγου που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη του μακρινού παρελθόντος της Κύπρου και των πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου. Πρόκειται για αυτοβιογραφία; Για απομνημονεύματα; Το βέβαιο είναι ότι μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου βλέπει κανείς πώς εξελίχθηκε η αρχαιολογία στην Κύπρο και πώς κατά τη μακρά θητεία του συγγραφέα ως διευθυντή Αρχαιοτήτων της Μεγαλονήσου άνοιξαν οι πύλες της Κύπρου στη διεθνή αρχαιολογική έρευνα και τελικά και στη διεθνή αναγνώριση του αρχαίου της πολιτισμού.