Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο 20ός υπήρξε ο πιο ταραχώδης αιώνας της παγκόσμιας ιστορίας. Στη διάρκειά του πολιτικοί ηγέτες του διαμετρήματος του Ρούζβελτ, του Τσόρτσιλ και πρόσφατα του Μαντέλα συμβόλισαν τις θετικές αξίες του πολιτισμού μας, την πίστη στην ανθρωπότητα και την ελπίδα για το μέλλον. Από την άλλη, δικτάτορες όπως ο Στάλιν, ο Μουσολίνι και ο Μάο άφησαν κι αυτοί ανεξίτηλο το στίγμα τους με την απανθρωπιά των μέσων που χρησιμοποίησαν για να επεκτείνουν και να εδραιώσουν την εξουσία τους. Στον «αιώνα των άκρων», ωστόσο, κανένας άλλος δεν άφησε μια τόσο βαθιά σφραγίδα όσο ο Χίτλερ. Χωρίς αυτόν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι η πορεία της Ιστορίας θα ήταν διαφορετική. Δεν θα είχε αιματοκυλισθεί η ανθρωπότητα, δεν θα είχε μεσολαβήσει ο Ψυχρός Πόλεμος ούτε θα είχε διαιρεθεί στα δύο η Γερμανία και η Ευρώπη ολόκληρη με το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Και μπορεί σήμερα η αναγεννημένη από τα ερείπιά της ήπειρος να έχει διαφύγει τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου στο έδαφός της, το ηθικό πλήγμα της όμως δεν έχει ακόμη επουλωθεί. Το Ολοκαύτωμα ή αλλιώς ο αποκαλυψιακός πόλεμος μιας γενοκτονίας που εφήρμοσε ο Χίτλερ δεν ήταν ένα ιστορικό ατύχημα. Ούτε όμως και η εκτόξευσή του στη γερμανική καγκελαρία, όπου παρέμεινε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, από το 1933 ως το 1945. Ο 20ός ήταν, λοιπόν, χωρίς αμφιβολία, ο αιώνας του Χίτλερ!


Αν κάτι μπορεί να βαραίνει τις συνειδήσεις των Ευρωπαίων της εποχής του ήταν ότι καθησύχαζαν περίεργα όταν επί οκτώ ολόκληρα χρόνια προτού ο Χίτλερ γίνει καγκελάριος του Ράιχ διαφήμιζε δημόσια τις φιλοσοφικές θεωρίες του για το αφάνταστης απανθρωπιάς μοντέλο με το οποίο σχεδίαζε τη διακυβέρνησή του. Δεν στάθηκε γι’ αυτό αποκλειστικός υπαίτιος της συμφοράς που ακολούθησε. Μια προσωποποιημένη άλλωστε ερμηνεία της Ιστορίας θα ήταν επικίνδυνη. Στην περίπτωσή του ταιριάζει απόλυτα η θεωρία του Καρλ Μαρξ στη γνωστή «18η Μπρυμαίρ» ότι «πράγματι οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους αλλά κάτω από δεδομένες και επιβεβλημένες συνθήκες». Δεν αρκούσαν λοιπόν η ευφυΐα και το πείσμα ενός διεστραμμένου δικτάτορα, του Χίτλερ, ούτε η εξαιρετική μνήμη και η ικανότητά του να εντυπωσιάζει, παρ’ όλη την πνευματική ρηχότητα που τον χαρακτήριζε, με τη ρητορεία που αναμφισβήτητα διέθετε, οπαδούς και αντιπάλους του, έμπειρους πολιτικούς και ξένους διπλωμάτες. Αυτήν ακριβώς την πλευρά είναι που θα επιχειρήσει να φωτίσει το παρόν άρθρο μέσα από τα ελληνικά διπλωματικά έγγραφα. Πώς είδαν τον Χίτλερ οι έλληνες πρέσβεις Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής από το Βερολίνο, Δημήτρης Κακλαμάνος από το Λονδίνο, ο διευθύνων την πρεσβεία Βιέννης Δημήτρης Τζιρακόπουλος, ο Λέων Μελάς από το Βελιγράδι, ο Νικόλαος Πολίτης από το Παρίσι, αλλά και οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που έδειξαν να αφυπνίζονται μετά κυρίως την αποχώρηση της Γερμανίας από τη Διάσκεψη της Γενεύης για τον Αφοπλισμό και εν τέλει την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ).


Η ιστορία του προβληματικού νέου που γεννήθηκε – νόθος γιος του τελωνειακού υπαλλήλου Αλόις Χίτλερ – και μεγάλωσε στην Αυστρία είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Μαθητής με χαμηλή επίδοση, εμφάνισε καλλιτεχνικές τάσεις, που γρήγορα όμως υποχώρησαν μπροστά στη θέλησή του να ακολουθήσει εν τέλει στρατιωτική θητεία. Αν και κρίθηκε ακατάλληλος, κατετάγη εθελοντής στον γερμανικό στρατό όταν ξέσπασε ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος. Παρασημοφορεθείς για την ανδρεία που επέδειξε, δεν μπόρεσε ποτέ να παραδεχθεί την ήττα της Γερμανίας και την ταπεινωτική γι’ αυτήν υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Εκτοτε η ανατροπή της και το μίσος του για τους Εβραίους θα γίνουν οι κατευθυντήριες οδοί της πολιτικής του που θα υπηρετήσει μεθοδικά και με πείσμα ξεπερνώντας κάθε είδος δυσκολίας ως την απόλυτη κατίσχυσή του στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και την κατάληψη της καγκελαρίας στις 30 Ιανουαρίου 1933. Ο διαβόητος συγγραφέας τού «Mein Kempf» («Ο Αγών μου»), που είχε εκδοθεί προ δεκαετίας (1923), ήταν έτοιμος τώρα να προχωρήσει στο αποτρόπαιο έργο του. Στο εσωτερικό της χώρας κύριος στόχος του ο παγγερμανισμός, η εξύψωση του ηθικού των Γερμανών, η οργάνωση και η εκπαίδευση της νεολαίας με στρατιωτικά πρότυπα, ο έλεγχος του Τύπου, η κατάργηση των κομμάτων και φυσικά ο διωγμός των εβραίων, που κατά τη γνώμη του αποτελούσαν την τέλεια ενσάρκωση του Κακού.


Η καθυπόταξη των σλαβικών λαών στην αρία φυλή, η πάταξη του μαρξισμού και η συνένωση (anchluss) με την Αυστρία ήταν μέρος μόνο της εξωτερικής του πολιτικής. Και ενώ όλα αυτά έδειχναν να παίρνουν σάρκα και οστά, πλην της Γαλλίας, που είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι θα έπεφτε πρώτη θύμα της χιτλερικής λαίλαπας, και ίσως της επίμονης κριτικής του βρετανικού Τύπου της εποχής, οι λοιπές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αλλά και οι ΗΠΑ έδειχναν να αφυπνίζονται μόνο όταν η Γερμανία ανακοίνωσε «εξ απροόπτου περί αποχωρήσεώς της από την του αφοπλισμού Διάσκεψιν της Γενεύης» (Α. Ρίζος Ραγκαβής, πρεσβευτής στο Βερολίνο, ΑΠ 3264, 3 Νοεμβρίου 1933). Κατά τον διευθύνοντα την Α´ Πολιτική Διεύθυνση στο ΥΠΕΞ Ρ. Β. Ρωσσέτη, «η τελική απόφασις περί αποχωρήσεως της Γερμανίας εκ Γενεύης ελήφθη το Σάββατον, 14ην Οκτωβρίου, μετά την αγόρευσιν του Sir John Simon εν Γενεύη, είχεν δ’ αύτη παρασκευασθή εν τω Υπουργικώ Συμβουλίω την προτεραίαν» (ΑΠ 9982 Α/11, 2 Νοεμβρίου 1933). Σύμφωνα με τον Ραγκαβή, η σκληρή τοποθέτηση του βρετανού ΥΠΕΞ και του Φόρεϊν Οφις στο θέμα του αφοπλισμού, που παρουσία του αμερικανού αντιπροσώπου Norman Davies είχε επικριθεί από τον γερμανό αντιπρόσωπο Nadolny, είχε κάνει «το ποτήριον των πικριών και απογοητεύσεων να πληρωθή μέχρι στεφάνης διά την Γερμανίαν. Ετι μία σταγών και εξεχείλιζεν…» (όπ.π.). Εν τω μεταξύ «χαρακτηριστικόν του πόσον αι ξέναι Κυβερνήσεις κατελήφθησαν εξ απροόπτου» ενημέρωνε ο Ρωσσέτης τον έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Δ. Κακλαμάνο «είναι το εξής επεισόδιον, όπερ γνωρίζω εκ της ενταύθα αγγλικής πρεσβείας: Το μεταμεσημβρινόν του Σαββάτου το αγγλικόν Υπουργείον των Εξωτερικών διεπυνθάνετο τηλεφωνικώς περί της γερμανικής αποφάσεως από την εν λόγω Πρεσβείαν. Αύτη, ουδέν σχετικόν γνωρίζουσα, απετάθη τηλεφωνικώς εις το γερμανικόν Υπουργείον των Εξωτερικών. Σαββάτου όντος και των γραφείων αργούντων, παρευρεθείς υπάλληλος εδήλωσεν άγνοιαν της ειδήσεως, ην εθεώρει απίθανον!» (όπ.π.).


Και αν το ποτήρι για τη Γερμανία είχε ξεχειλίσει, όπως ενημέρωνε ο Ρίζος Ραγκαβής από το Βερολίνο, ο οποίος, σημειωτέον, από τα πρώτα έγγραφά του προτού καν δώσει τα διαπιστευτήριά του, 30 Αυγούστου 1933, δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για την «αγνότητα των προθέσεων και την ειλικρινή και θαρραλέα στάση του Χίτλερ» (ΑΠ 3148, Βερολίνο, 24 Οκτωβρίου 1933, ΑΠ 3264, 3 Νοεμβρίου 1933 κ.ά.), το ίδιο ίσχυε και για τους αντιπάλους του. Η αδιάλειπτη ροή εμπιστευτικών πληροφοριών που μετέφεραν βρετανοί μυστικοί πράκτορες στο Λονδίνο και μέρος των οποίων τεχνηέντως διέρρεε στον Τύπο για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της Γερμανίας υποχρέωνε τη Γαλλία (η οποία, κατά τον Κακλαμάνο, «κατείχε ογκώδη φάκελλον πληροφοριών» από πράκτορές της που είχαν διεισδύσει στο γερμανικό έδαφος, ΑΠ 3222 ΣΤ/33/15.12.1933) σε διαρκή θέση ετοιμότητας και χαλύβδωνε την απόφαση της Αυστρίας και του δημοκρατικού της καγκελαρίου Ντόλφους, που δεν θα αργούσε να πέσει θύμα μιας ναζιστικής συνωμοσίας της γερμανικής πρεσβείας στη Βιέννη, να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Η Γαλλία μάλιστα είχε καταλήξει στο σχέδιο εισβολής που θα επιχειρούσε εναντίον της ο Χίτλερ μέσω Ελβετίας. Ωστόσο, ενώ ο Χίτλερ δεν επιθυμούσε να έχει αντίπαλο τη Βρετανία, τώρα το μένος του στρεφόταν κυρίως κατά της βρετανικής πολιτικής που είχε καταφέρει να ξεσηκώσει τη βρετανική κοινή γνώμη εναντίον του, με κορύφωση τα επεισόδια που έλαβαν χώρα κατά την επίσκεψη στο Λονδίνο του δόκτορα Ρόζενμπεργκ, διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου των Εξωτερικών Υποθέσεων των ναζιστών. Για «κωμικοτραγικό φιάσκο» μιλούσε ο εμπειρότατος πρέσβης Κακλαμάνος από το Λονδίνο, του οποίου τα τηλεγραφήματα από τη βρετανική πρωτεύουσα, όπως και του Τζιρακόπουλου από τη Βιέννη, ήσαν τα μόνα που ενημέρωναν την ελληνική κυβέρνηση για την πραγματική, άκρως επικίνδυνη, κατάσταση που διαμορφωνόταν για την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο.


Ο Ρόζενμπεργκ γίνεται περίγελως


Ο Ρόζενμπεργκ, ο οποίος επισκέφθηκε το Λονδίνο με σκοπό να διαγνώσει και κατ’ ακολουθίαν να μετατρέψει θετικά υπέρ της χώρας του τη βρετανική κοινή γνώμη, έγινε περίγελως και αναγκάστηκε να τραπεί άρον άρον εις φυγήν. Μη γενόμενος δεκτός από τον βρετανό πρωθυπουργό Μακ Ντόναλντ, είχε μια αρχικά προγραμματισμένη συνάντηση με τον βρετανό ΥΦΥΠΕΞ και μια δεύτερη που δεν ανακοινώθηκε και έγινε μυστικά σε ένα μικρό δωμάτιο του βρετανικού κοινοβουλίου με τους υπουργούς Εξωτερικών και Στρατιωτικών σερ John Simon και λόρδο Hailsham, όπως και τον παραμένοντα στο Λονδίνο ως απεσταλμένο του Ρούζβελτ στη Διάσκεψη της Γενεύης «υπερπρεσβευτή» Αμερικανό Norman Davies. Και οι τρεις καθήλωσαν τον Ρόζενμπεργκ με καταιγιστικές αυστηρές προειδοποιήσεις τους ότι η πολιτική του Χίτλερ κατά των εβραίων και η προσπάθεια επανεξοπλισμού της Γερμανίας δεν πρόκειται να αφήσουν άλλα περιθώρια υπομονής στον Ρούζβελτ και στη βρετανική κυβέρνηση.


Στο επόμενο: Τα πρώτα βήματα του Χίτλερ στην καγκελαρία. Οι εκλογές του Μαρτίου και η επανάληψή τους με δημοψήφισμα τον Νοέμβριο του ιδίου έτους. Ο ρόλος της Krupp και της Siemens.


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.