Στον ποιητή που πολέμησε με την πένα του και έψαλε με τις περίφημες «Ωδές» του τον παιάνα της νίκης κατά του οθωμανικού ζυγού της χώρας μας είναι αφιερωμένο το άρθρο αυτό. Ο Ανδρέας Ιωαννίδης από τη Ζάκυνθο, γνωστός μας ως Κάλβος, έζησε τα τελευταία 17 έτη της ζωής του στην Αγγλία, στη μικρή κωμόπολη Λάουθ του Λινκονσάιρ, 230 χλμ. βορειοανατολικά του Λονδίνου. Εκεί, στο μικρό αγροτικό νεκροταφείο της περιοχής, ετάφη μαζί με την τελευταία του σύζυγο Charlotte Augusta Waddams που πέθανε 19 χρόνια μετά τον ίδιον. Η μετακομιδή των οστών τους στη Ζάκυνθο, 100 χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, στάθηκε μέγα γεγονός που απασχόλησε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, περισσότερο όμως όπως φαίνεται στην Αγγλία. Αφιερώματα στον έλληνα ποιητή περιέλαβαν γνωστές εφημερίδες, μεταξύ αυτών οι «Times» του Λονδίνου, και το BBC. Κορυφαία σύμπτωση: την επιχείρηση «επιστροφής» του Κάλβου στην πατρίδα του και την ανάρτηση αναμνηστικής πλάκας στο Λάουθ όπου απεβίωσε συντόνισε ένας άλλος μεγάλος έλληνας ποιητής, τότε πρεσβευτής της χώρας μας στο Λονδίνο και βραβευθείς τρία χρόνια αργότερα με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, Γεώργιος Σεφεριάδης, γνωστός μας ως Γιώργος Σεφέρης.


Από τις συνήθεις εκπλήξεις κατά τη διαδικασία διεξαγωγής υπηρεσιακής έρευνας ήταν και ο πολύτιμος για τις πληροφορίες του φάκελος του αρχείου της πρεσβείας του Λονδίνου, έτους 1960, που περιέχει αρκετές δεκάδες έγγραφα για τη συγκινητική προσπάθεια «επαναπατρισμού» του κορυφαίου εκπροσώπου της επτανησιακής λογοτεχνίας Ανδρέα Κάλβου.


Ο Ανδρέας Κάλβος, όπως ανέφερε στην ομιλία του κατά την επίσημη τελετή στο Λάουθ, την οποία παρακολούθησαν αρκετοί βρετανοί προσκεκλημένοι των τοπικών αρχών, χοροστατούντος στην επιμνημόσυνη δέηση του αιδεσιμότατου Canon F. Α. Holt ο έλληνας πρέσβης Γ. Σεφεριάδης, ήταν ένα παιδί με δύσκολα παιδικά χρόνια. Γεννημένος το 1792 στη Ζάκυνθο από έναν πλούσιο κερκυραίο έμπορο, ανθυπολοχαγό του ενετικού μισθοφορικού στρατού, αποχωρίστηκε βίαια από τη ζακυνθινή μητέρα του Αδριανή Ρουκάνη, όταν απήχθη από τον πατέρα του σε ηλικία 10 ετών αρχικά στο Λιβόρνο και στη συνέχεια στη Φλωρεντία. Τη μητέρα του, στην οποία υπήρξε βαθιά αφοσιωμένος, δεν συνάντησε ποτέ ξανά. Οταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση ήταν μόλις 29 ετών, είχε γνωρισθεί ήδη με τον μεγάλο ποιητή Ούγκο Φώσκολο και είχε επηρεασθεί από αυτόν από τα πρώτα κιόλας βήματά του στην ποίηση. Το 1824 είχε ολοκληρώσει ήδη τις πρώτες δέκα Ωδές του, είχε έλθει σε επαφή με τους φιλελληνικούς κύκλους της Γενεύης και το 1826 ευρισκόμενος στο Παρίσι έγραφε στον στρατηγό Λαφαγέτ για την απόφασή του να κατεβεί να προσφέρει τη ζωή του στην πατρίδα του ( pour exposer un coeur de plus au fer de musulmans). Απογοητευμένος από τις εσωτερικές διαμάχες θα αφήσει το Ναύπλιο και θα μεταβεί αρχικά στην Κέρκυρα, όπου δίδαξε στην Ιόνιο Ακαδημία, και οριστικά το 1852 στην Αγγλία, όπου ήταν γνωστός ήδη από προηγούμενη σύντομη διαμονή του στην περιοχή του Σόχο το 1818, όταν είχε δώσει δύο διαλέξεις για το αδιάσπαστο του ελληνικού γένους στις οποίες οι «Times» του Λονδίνου (φύλλα 10ης Ιουνίου 1818 και 15ης Ιουλίου 1819) αφιέρωναν εκτενή άρθρα για το ήθος, την ποιότητα λόγου και την άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας του ποιητή.


Οπως έγραφε σ’ εκείνη την ομιλία του, τον Αύγουστο του 1960 στο Λάουθ, ο Γ. Σεφέρης, «οι λίγες πληροφορίες που διαθέτομε για τον σπουδαίο έλληνα ποιητή και το πόσο κλειστός είχε γίνει ο χαρακτήρας του κατά τη σύντομη επιστροφή του στην πατρίδα του, διαθέτοντας πολύ λίγους φίλους και έχοντας γίνει πολύ εριστικός, είναι πολύτιμες προκειμένου να κατανοήσομε τον ίδιο και το έργο του, αφού τα κενά στη ζωή του παραμένουν πολλά». Επειτα από έναν ατυχή γάμο στο Λονδίνο και τον θάνατο την ίδια χρονιά της βρετανίδας πρώτης συζύγου του, ο Κάλβος θα παντρευτεί για δεύτερη φορά στην εκκλησία St Pancras του Λονδίνου τη χαριτωμένη και μικροσκοπική παιδαγωγό Charlotte με την οποία θα εγκατασταθεί στο Λάουθ, όπου και θα ιδρύσει μια εσωτερική σχολή θηλέων στην οδό Σάδερλαντ Γκάρντενς 7.


Στον οικείο φάκελο περιλαμβάνονται ιστορικές μαρτυρίες ηλικιωμένων ήδη κυριών κατά τη δεκαετία του 1960 που είχαν θητεύσει στη σχολή και διατηρούσαν αμυδρή μνήμη για τον ρόλο του ποιητή, «που καθισμένος στο γραφείο του, μόλις διακρινόταν η σκιά του από το χοντρό κρύσταλλο της πόρτας, πάντοτε σκυμμένος στα βιβλία του, αλλά πάντοτε πρόθυμος να συνδράμει στο παιδαγωγικό έργο της γυναίκας του στη σχολή» (σημείωμα Α. Ξύδη, 31 Μαρτίου 1960). Μάλιστα στο ίδιο σημείωμα υπάρχει η πληροφορία ότι, όταν μετά τον θάνατό του το ωραίο βικτωριανό κτίριο πουλήθηκε από τη γυναίκα του, το βαρύ έπιπλο της βιβλιοθήκης του το αγόρασε ένας έμπορος, ο Mansfield Wilkinson, για να κοσμεί το εδωδιμοπωλείο του γιου του στη μικρή κωμόπολη του Λάουθ.


Οι πρώτες προσπάθειες για τη μετακομιδή των οστών του Κάλβου έγιναν με πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας το 1938 και την «Εταιρείαν προς ενίσχυσιν των Επτανησιακών Σπουδών» (πρεσβευτής Ι. Σιμόπουλος, από πρεσβεία Λονδίνου ΑΠ 1644/Γ/39, 3 Μαΐου 1939). Μάλιστα είχε σταλεί στο Λάουθ με σκοπό τη συλλογή στοιχείων για τον Κάλβο, με δαπάνες του υπουργείου Παιδείας, ο κύπριος λόγιος Α. Ιντιάνος που είχε προλάβει αρκετούς εν ζωή μαθητές του ποιητή και της γυναίκας του. Μετά το πέρας δε της μελέτης του είχε παραδώσει τον φάκελο με τα στοιχεία που είχε περισυλλέξει στον γραμματέα της τοπικής Εταιρείας Φυσικής Ιστορίας και Αρχαιοτήτων γέροντα ιστοριοδίφη, J. W. White, ο οποίος με τη σειρά του ενεχείρισε τα περιλαμβανόμενα σε αυτόν στον νεαρό τότε γραμματέα της πρεσβείας Αλέξανδρο Ξύδη. Ο ίδιος ήταν εκείνος που κατ’ εντολή του πρέσβη Γ. Σεφεριάδη θα αναλάμβανε στη συνέχεια «για λόγους εθνικού γοήτρου» (ΥΠΕΞ προς υπ. Παιδείας, ΑΠ 36866, 19 Αυγ. 1959) την τακτοποίηση όλων των γραφειοκρατικών προϋποθέσεων για τη μετακομιδή των οστών του ποιητή και της γυναίκας του. Και βεβαίως δεν ήσαν λίγες ούτε ασήμαντες οι δυσκολίες που ο Α. Ξύδης συνάντησε καθ’ οδόν.


Επρεπε πρώτα να εκδοθούν πιστοποιητικά ότι οι δύο θανόντες δεν έπασχαν από μολυσματική νόσο, και βεβαίως έπρεπε να συνηγορήσουν οι τοπικές αρχές που άρχισαν να ενδιαφέρονται για τους νεκρούς μόλις αποκαλύφθηκε πόσο σπουδαίοι ήσαν για την Ελλάδα. Με τίτλο «Η εκταφή-μυστήριο. Οι εκκλησιαστικές αρχές παραμένουν στο σκοτάδι» οι «Times» στις 8 Μαρτίου 1939 αναφέρονται στο γεγονός αφήνοντας πολλά αναπάντητα ερωτήματα για την υπόθεση. Στις 11 του ίδιου μήνα επανέρχονται με τίτλο «Ο μεγάλος μας άγνωστος» και υπότιτλο «Αίνιγμα» («Puzzle»). Εγραφε ανάμεσα σε άλλα: «Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στην εκταφή του Ανδρέα Ιωαννίδη. Εμείς όμως τον γνωρίζαμε ως Calvos. Ποιος μπορεί όμως να αποδείξει ότι Ιωαννίδης, Κάλβο και Calvos είναι το ίδιο πρόσωπο; Ή μήπως το υπουργείο των Εσωτερικών της χώρας μας είναι έτοιμο να αναφωνήσει: Αφήστε τους Ελληνες να ξεθάβουν Ελληνες και δώστε πίσω το σώμα του νεκρού αδιαφόρως τού σε ποιον ανήκει;..».


Τελικά, στις 8 το πρωί της 15ης Μαρτίου 1960 ο ιερέας Canon Holt, έπειτα από έρευνα για τον εντοπισμό του τάφου στο χορταριασμένο νεκροταφείο του Λάουθ που είχε κάνει ο Α. Ξύδης με τον επίσκοπο Vicar Hoar, θα διενεργήσει παρουσία των τοπικών αρχών εκταφή των δύο νεκρών. Επειτα από σύντομη παραμονή τους στο Λονδίνο και επιμνημόσυνη δέηση που παρακολούθησαν ελληνολάτρεις λόγιοι Βρετανοί, δημοσιογράφοι και μέλη της διπλωματικής μας αντιπροσωπείας, θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής με την πτήση ΟΑ / 410 το Σάββατο 19 Μαρτίου εσπευσμένα, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία μεταξύ Σεφεριάδη και κεντρικής υπηρεσίας, αφού τα οστά έπρεπε να βρίσκονται στην Ελλάδα «προκειμένου να οργανωθή επίσημος τελετή παραλαβής εν πλαισίω Εθνικής Εορτής 25ης Μαρτίου» (Σεφέρης προς πρεσβεία Λονδίνου, ΑΠ 11959, 16 Μαρτίου 1960). Τα οστά παρελήφθησαν με τιμές παρουσία εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης και παρέμειναν στο παρεκκλήσι Αγιος Ελευθέριος, για να μεταφερθούν στον ναό Αγίου Γεωργίου Ζακύνθου. Στις 17 Ιανουαρίου 1968 τοποθετήθηκαν σε ειδικό μαυσωλείο στη γενέτειρα του ποιητή. Στο μεταξύ το 1960 είχε ανακηρυχθεί επισήμως ως Ετος Κάλβου.


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.