Ενα άγνωστο σε πολλούς από εμάς θύμα της στρατιωτικής δικτατορίας, που στέρησε για μια ολόκληρη, κρίσιμη για τη χώρα μας, επταετία την ελευθερία της και γέμισε τις φυλακές και τα ξερονήσια με όσους αγωνίστηκαν για τα ιδανικά της δημοκρατίας, ήταν και ο προσφιλής σε κάθε Ελληνα μέσα από τα σχολικά ήδη εγχειρίδια λόρδος Βύρων. Η σύμπτωση εορτασμού της μνήμης του στην κωμόπολη Χάκναλ της κομητείας του Νότιγχαμ, όπου βρίσκεται το μαυσωλείο του ποιητή, με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου ενείχε στοιχεία τραγικότητας για τα δεινά που για μία ακόμη φορά περνούσε η χώρα. Ο ποιητής που ύμνησε την ελευθερία, που κατέστησε το όνομά του σύμβολο των πόθων για πολιτικό φιλελευθερισμό και που θυσίασε τη ζωή του για ν’ απελευθερωθεί η χώρα μας από τον οθωμανικό ζυγό, έπεφτε τη φορά αυτή θύμα του στρατού της ίδιας χώρας που άλλοτε σχημάτιζαν εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι, πλην όμως υπέροχοι και γενναίοι, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι της πόλης-συμβόλου του Αγώνα, του ηρωικού Μεσολογγίου…



Η πρώτη και η τέταρτη σελίδα με το πρόγραμμα του τριήμερου Φεστιβάλ Ανθέων, αφιερωμένου στον λόρδο Βύρωνα, στο Χάκναλ, Μάιος 1967. Κάτω, διακρίνεται η μαρμάρινη πλάκα που ο βασιλιάς Γεώργιος Α´ απέστειλε το 1881 στον τάφο του ποιητή με εγχαραγμένο δάφνινο στέφανο – «…αυτόν με τον οποίον οι Ελληνες βράβευαν τους ολυμπιονίκες τους» αναφέρεται σε τουριστικό οδηγό της περιοχής. Στην οπίσθια σελίδα δεξιά, η αδελφή του ποιητή, Αυγούστα Μαίρη Ληχ, αφιέρωσε αναθηματική πλάκα για τον αδελφό της που καταλήγει: «…Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788. Πέθανε στο Μεσολόγγι, στη Δ. Ελλάδα στις 19 Απριλίου 1824, αφιερωμένος στην ένδοξη προσπάθεια να αποκατασταθεί στη χώρα η αρχαία της δόξα και ελευθερία»Η είδηση προέρχεται από πολυσέλιδο φάκελο της πρεσβείας Λονδίνου με αλληλογραφία η οποία ξεκινά τον Οκτώβριο του 1966 και λήγει τον Φεβρουάριο του 1968. Στις 17 Οκτωβρίου 1966 ο εφημέριος του κοινοτικού ναού της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής του Χάκναλ απευθύνεται στον έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Δημήτρη Νικολαρεΐζη με επιστολή στην οποία υπογραμμίζονταν οι δεσμοί της χώρας μας με τη μικρή κωμόπολη της κομητείας του Νότιγχαμ, όπου και το μαυσωλείο της οικογένειας των Byron, ευγενών που η ιστορία τους πηγαίνει αρκετά πίσω στον χρόνο, αφού ο ίδιος ο ποιητής κληρονόμησε τον τίτλο από τον αδελφό του παππού του, δευτερότοκο γιο του τέταρτου ήδη λόρδου της οικογενείας των Byron. Το αίτημα του εφημέριου να ενδιαφερθεί η ελληνική πολιτεία για τις εργασίες αναστήλωσης του ναού που φιλοξενεί ακόμη σήμερα την κρύπτη με τα οστά του ποιητή και κινδύνευε να ερειπωθεί, αφού για τη συντήρησή του φρόντιζαν εθελοντικά μόνο οι ενορίτες της μικρής κωμόπολης, θα βρει άμεση ανταπόκριση από τον έλληνα πρεσβευτή. Σε έγγραφό του στις 14 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Νικολαρεΐζης έγραφε: «Εχω την τιμήν να γνωρίσω υμίν ότι η εκκλησία St Mary Magdalene του Hucknall της κομητείας Nottingham, χρονολογουμένη από του 12ου αιώνος, συνδέεται στενώτερον παντός άλλου μνημείου ή κτίσματος εις το Ηνωμένον Βασίλειον με τον Λόρδον Βύρωνα. Εις την κρύπτην της περικλείεται ο τάφος της οικογενείας του όπου εναπετέθη και η σορός του διαπρεπούς ποιητού, όταν διεκομίσθη ταριχευμένη εκ Μεσολογγίου. Εις μικράν απόστασιν από του Hucknall ευρίσκεται το κτήμα Newstead Abbey, το οποίον ο Λόρδος Βύρων όταν τω περιήλθεν εκ κληρονομίας, εξεποίησε διά να χρηματοδοτήση τον ελληνικόν αγώνα, ανταποκρινόμενος εις δραματικήν έκκλησιν του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, εις μίαν κρίσιμον στιγμήν καθ’ ην η Δυτική Ελλάς εκινδύνευε να καταθέση τα όπλα λόγω ελλείψεως χρηματικών μέσων…».


Στο ίδιο έγγραφο υπήρχε μνεία για τη χειρονομία του Γεωργίου Α’ να αποστείλει στον τόπο ταφής του ποιητή μαρμάρινη πλάκα περίπου 60 χρόνια μετά τον θάνατό του, ενώ αναφερόταν και το γεγονός ότι ανάμεσα στους πολλούς ξένους επισκέπτες συγκαταλέγονταν σε βιβλίο που είχε ανοίξει ο εφημέριος του ναού οι υπογραφές του Γεωργίου Β´ και του Ελευθερίου Βενιζέλου «ο οποίος επεσκέφθη την εκκλησίαν επισήμως το 1931, καταθέσας στέφανον εις τον τάφον του ποιητού» (ΑΠ 5120/Ψ). Ο πρεσβευτής δεν παρέλειπε βεβαίως να ταχθεί ενθέρμως υπέρ της αποστολής τουλάχιστον ενός συμβολικού ποσού 500 στερλινών Αγγλίας εκ των 5.000 συνολικώς που χρειάζονταν για τη συντήρηση του ναού, υποσχόμενος να φροντίσει να συγκεντρώσει με έρανο από τους έλληνες εφοπλιστές του Σίτι όσο περισσότερα χρήματα μπορούσε. «Η βρετανική κοινή γνώμη θα πρέπει να γνωρίζη ότι η Ελλάς δεν λησμονεί τους υπέρ αυτής θυσιαζομένους και ειδικώς δεν έπαυσε να τιμά την μνήμην ενός εξέχοντος και ηρωικού τέκνου της Αγγλίας, το όνομα του οποίου θα παραμείνη προσφιλές εσαεί εις το έθνος μας ως ανυπέρβλητον σύμβολον γνησίου και ανιδιοτελούς μέχρις αυτοθυσίας φιλελληνισμού». Ο ίδιος επίσης τασσόταν υπέρ του βρετανικού αιτήματος περί αδελφοποιήσεως των πόλεων Χάκναλ και Μεσολογγίου.


Τελικά, μεγάλο μέρος των χρημάτων θα συγκεντρωθεί, αλλά όχι αυτό που δυστυχώς αναμενόταν. Ο σύμβουλος της πρεσβείας Ι. Τζούνης ενημέρωνε ότι οι μεν εφοπλιστικές εισφορές ανήλθαν μόλις σε 735 στερλίνες (το μεγαλύτερο ποσό είχε δώσει η εταιρεία Κουλουκουντή), από δε τις προξενικές εισπράξεις με υπόλογο τον τότε νεαρό διπλωματικό υπάλληλο Κωνσταντίνο Τσαμαδό εδίδετο εντολή αναλήψεως μόνον 200 στερλινών, ήτοι συνολικά το ύψος της ελληνικής αρωγής μετά βίας έφτανε περίπου το ένα πέμπτο της δαπάνης. Οσον αφορά την «ευγενή σκέψιν περί αδελφοποιήσεως» των δύο πόλεων, το δημοτικό συμβούλιο της πόλεως του Μεσολογγίου και ο δήμαρχος Ν. Βούλγαρης ετάσσετο ενθέρμως υπέρ σε συνεδρίασή του τον Νοέμβριο του 1967, πλην όμως θα ανακοινωνόταν επισήμως από τον διαδεχθέντα τον Νικολαρεΐζη έλληνα πρεσβευτή Π. Βερύκιο μόλις στις 24 Ιανουαρίου 1968, επί δημαρχίας Χρ. Μπασαγιάννη, όταν καθ’ υπόδειξη της Νομαρχίας ετέθη για δεύτερη φορά το θέμα στο νέο δημοτικό συμβούλιο. Στο μεταξύ ο πρέσβης Δ. Νικολαρεΐζης λίγο προτού αποχωρήσει έστειλε στις 5 Μαΐου μια δραματική επιστολή στον εφημέριο του Χάκναλ σχετικά με τα τελευταία «δυσάρεστα νέα εξ Αθηνών» και εσώκλειε συνημμένο σύντομο μήνυμά του στο οποίο υπογράμμιζε ως εξής τις αρετές του ποιητή. «… Ευγενής εις το πνεύμα, γενναίος εις την ψυχήν, συνέδεσε το όνομά του με τα πιο υψηλά ιδανικά, τα ίδια ακριβώς που τον ενέπνευσαν ως ποιητήν αλλά και τον έκαναν να προσφέρη αυτοθυσιαζόμενος την ίδια του την ζωήν ως έσχατη απόδειξη της πίστεώς του εις μίαν υπόθεσιν εις την οποίαν αφιερώθηκε ολοψύχως. Η υπόθεσις αυτή δεν ήταν άλλη από την ελευθερίαν. Το όνομά του θα συνδέεται εσαεί με τον υπέρ ανεξαρτησίας της χώρας αγώνα…».


Στο μεταξύ σε μια άλλη περιπέτεια θα εισήρχετο έπειτα από λίγο ο ίδιος ο εφημέριος του ναού, στην προσπάθειά του να επισκεφθεί το Μεσολόγγι για να παραστεί στον καθιερωμένο εορτασμό της εξόδου την ημέρα του Αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου, που συνέπιπτε να είναι Κυριακή, δύο ημέρες μετά το πραξικόπημα.


Στις 4 Μαΐου ο Δ. Νικολαρεΐζης που εξακολουθεί προσωρινά να παραμένει στην πρεσβεία Λονδίνου διαβιβάζει μέσω ΥΠΕΞ στον δήμαρχο Μεσολογγίου επιστολή του ιερέα του ναού David Η. Williams «του οποίου η επίσκεψις εις Μεσολόγγιον εματαιώθη λόγω διακοπής των αεροπορικών συγκοινωνιών κατά την προγραμματισθείσαν ημέραν αναχωρήσεώς του εν συναφεία προς την εν Ελλάδι επελθούσαν κυβερνητικήν αλλαγήν…» (ΑΠ 2167/Ψ). Η επίσκεψη προγραμματιζόταν έπειτα από πρόσκληση του δημάρχου Μεσολογγίου μόλις στις 31 Μαρτίου. Παρά το εξαιρετικά σύντομο διάστημα προαγγελίας της προσκλήσεως ο αιδεσιμότατος D. Williams είχε αποδεχθεί με εξαιρετικό ενθουσιασμό την πρόσκληση και είχε αποταθεί, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία, στην ελληνική πρεσβεία ζητώντας να πληροφορηθεί τον τρόπο μεταβάσεώς του στο Μεσολόγγι από την Αθήνα, καθώς και τα φθηνότερα αεροπορικά εισιτήρια. Ας σημειωθεί δε ότι υπό τις κρατούσες τότε συνθήκες το ταξίδι με λεωφορείο Αθήνα – Μεσολόγγι έφθανε τις 14 ώρες!


Τελευταίο έγγραφο εντός του ειρημένου ιστορικού φακέλου είναι εκείνο της 5ης Φεβρουαρίου 1968 του ιερέα, με το οποίο ευχαριστεί τον πρέσβη Παναγιώτη Βερύκιο που με επιστολή του στις 24 Ιανουαρίου ευχόταν στον D. Williams να μπορέσει να πραγματοποιήσει μέσα στο 1968 το ταξίδι που τόσο ήθελε ο ίδιος και υποχρεώθηκε να ματαιώσει την τελευταία στιγμή. Ωστόσο καμία ένδειξη δεν υπάρχει εκείθεν για το αν πράγματι έγινε ποτέ το ταξίδι αυτό.


Εξαιρετικού ενδιαφέροντος όμως ήταν η εκπομπή του BBC του δημοσιογράφου Franklin Engelmann στις 19 Μαρτίου 1967 σε σχέση με το μέγα γεγονός του φεστιβάλ που διοργάνωνε η κομητεία του Νότιγχαμ για τον λόρδο Βύρωνα. Την εκπομπή με τίτλο «Down your way» ουσιαστικά κατελάμβανε μακρά συνέντευξη του δημοσιογράφου με τον ενοριακό ιερέα της εκκλησίας της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, το κείμενο της οποίας περιήλθε ολόκληρο στο Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ. Ανάγλυφα πηγάζουν από την ανάγνωση του κειμένου το δέος και ο σεβασμός με τον οποίο ο ιερέας εξετέλεσε την ιερά διαδικασία ανοίγματος του νεκρικού φερέτρου του ποιητή. Στις επίμονες ερωτήσεις του δημοσιογράφου για το αν πραγματικά επρόκειτο για το φέρετρο και τη σορό του λόρδου Βύρωνα που έκειτο ανάμεσα σε άλλα 26 φέρετρα της ιδίας οικογένειας, μεταξύ αυτών και της μοναδικής θυγατέρας του Augusta Ada, ο αιδεσιμότατος D. Williams αποφαίνεται περισσότερο από βέβαιος. «Το φέρετρο» φέρεται να είπε «ξεχώριζε ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα. Διατηρούσε υπολείμματα βελούδινης πορφύρας που το σκέπαζε και έδειχνε να έχει ανοιχθεί στο παρελθόν από ιερόσυλους που είχαν αφαιρέσει από το χρυσό διάδημα του στέμματος που στόλιζε τον νεκρό, ενδεικτικό της ευγενείας του, τα μαργαριτάρια, καρφωμένα στο τόξο της προμετωπίδας του ποιητή. Ο χρυσός θύσανος και η ερμίνα που βρίσκονταν επάνω στο βυσσινί βελούδινο ύφασμα, ένα είδος καπέλου που συγκρατούσε το χρυσό διάδημα, έδειχναν να έχουν υποστεί μεγάλη καταστροφή. Το νεκρικό σώμα, ωστόσο, με πρόδηλη την αναπηρία του δεξιού πόδα, διετηρείτο σε άριστη κατάσταση, στο δε πρόσωπο του ποιητή καθρεφτιζόταν μια άκρατη ηρεμία που άγγιζε τα όρια της ευτυχίας» (ελεύθερη μετάφραση της γράφουσας).


Οι επίμονες ερωτήσεις του δημοσιογράφου προφανώς δεν ήταν άσχετες με την πλημμυρίδα επισκεπτών που σημειωνόταν εκείνη την εποχή έχοντας καταστήσει τη μικρή κωμόπολη ελκυστικό τόπο για πολλούς ξένους τουρίστες, μεταξύ αυτών και πολλών σοβιετικών φοιτητών! Στην ερώτηση μάλιστα του Engelman τι έκανε την κοινωνία της ΕΣΣΔ να γοητεύεται σε τέτοιο βαθμό από την ποίηση του λόρδου Βύρωνα, ο ιερέας απάντησε: «Δεν γνωρίζω τι ακριβώς, ίσως η πίστη του στα ιδανικά της ελευθερίας. Εκείνο που γνωρίζω είναι η βαθιά απήχηση που έχουν για τη σοβιετική νεολαία οι στίχοι του με τους οποίους ξυπνούν έχοντάς τους στο προσκεφάλι τους…».


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.