Πριν από δύο χρόνια από το ίδιο βήμα περιγραφόταν πώς μοίρασαν στη Γιάλτα οι Σύμμαχοι και ο Στάλιν τη μεταπολεμική Ευρώπη σε ζώνες επιρροής ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, σε εκείνη που αργότερα ονομάστηκε Δυτική Ευρώπη και στην άλλη, τη λεγόμενη Ανατολική Ευρώπη. Η διηρημένη Ευρώπη αποτέλεσε για 60 ολόκληρα χρόνια, με επίκεντρο την πόλη του Βερολίνου και σύμβολο το ομώνυμο Τείχος, το πεδίο ενός νέου, ιδιάζοντος πολέμου, του γνωστού ως «Ψυχρού Πολέμου». Με την παρακμή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και την ήττα του φασισμού, δύο ήσαν οι κυρίαρχες δυνάμεις που δέσποσαν στη νέα, διεθνή τάξη της Ευρώπης: οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό και η αμερικανοσοβιετική ένταση ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της νέας περιόδου. Για τη χώρα μας, που βίωνε έναν αιματηρό εμφύλιο και γι’ αυτό δικαίως ονομάστηκε ως η πιο σκληρή μάχη του Ψυχρού Πολέμου, η Συμφωνία της Γιάλτας έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πριν από δύο χρόνια είδαμε την ίδια συμφωνία στα ελληνικά διπλωματικά έγγραφα της συγκεκριμένης περιόδου και την απήχηση που είχε για την υπόθεση των Στενών στη γείτονα Τουρκία. Σήμερα θα την αναγνώσουμε μέσα από τα μάτια μιας εκ των πρωταγωνιστριών δυνάμεων, των ΗΠΑ, και τα αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα.


Πολύ λίγοι γνωρίζουν, ίσως γιατί ελάχιστα έχουν γραφεί για τη συνάντηση των δύο – Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ – στη μεσογειακή Μάλτα, δύο ακριβώς ημέρες προτού αναχωρήσουν (ο πρώτος συνοδευόμενος μάλιστα από πέντε μαχητικά αεροσκάφη που απογειώθηκαν από την Αθήνα) για τη Διάσκεψη της Κριμαίας, αυτή που στην Ιστορία παρέμεινε γνωστή ως Συμφωνία της Γιάλτας.


Η συνάντηση της Μάλτας διήρκεσε πολύ λίγο και σκοπό είχε την προετοιμασία της ατζέντας των συνομιλιών στη συνάντηση της Γιάλτας. Παρ’ όλο που ο Μολότοφ δεν είχε ειδοποιηθεί να παρευρίσκεται, ο Τσόρτσιλ επέμενε να έχουν οι δύο υπουργοί Εξωτερικών, Στετίνιους και Ηντεν αντίστοιχα, μαζί με τους αρχηγούς των επιτελείων προκαταρκτικές συνομιλίες, αφού όπως ισχυριζόταν «μέσα σε πέντε ή έξι ημέρες δεν μπορείς να ελπίζεις ότι θα φτιάξεις τον χάρτη του κόσμου, ακόμα και ο Παντοδύναμος χρειάστηκε επτά!». Οι συνομιλίες και η διαμονή είχαν ορισθεί να λάβουν χώρα εν πλω, είτε στον «Αργοναύτη» του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, είτε στο «Quincy» με το οποίο κατέπλευσε στη Βαλέτα ο Ρούζβελτ, είτε στο κρουαζιερόπλοιο «Sirius» της Α.Μ. της βασίλισσας Ελισάβετ στο οποίο επέβαινε ο Τσόρτσιλ.


Η ιδέα για μία συνάντηση των τριών μεγάλων προκειμένου να συζητηθεί το μέλλον της μεταπολεμικής Ευρώπης, καθώς όσο συνεχίζονταν οι μάχες όλα έδειχναν ότι οι Σύμμαχοι κέρδιζαν τον πόλεμο, ρίχτηκε για πρώτη φορά με την υπ’ αριθμ. 27 άκρως απόρρητη επιστολή που απέστειλε ο αμερικανός πρόεδρος στον Στάλιν στη διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας του εν όψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου του ιδίου έτους, στις 17 Ιουλίου 1944.


Η επιστολή με άκρα μυστικότητα διεβιβάσθη διά του Πολεμικού Ναυτικού στην αμερικανική πρεσβεία της Μόσχας και όριζε χρόνο πιθανής συνάντησης το διάστημα 10-15 Σεπτεμβρίου και τόπο αορίστως κάπου στη Σκωτία, για να μοιρασθεί η απόσταση ανάμεσα στους δύο. Για τον Τσόρτσιλ δεν ετίθετο καν ζήτημα συζήτησης αφού το Λονδίνο ήταν πολύ κοντά, ο ίδιος δε κατά τον έλληνα πρεσβευτή στη βρετανική πρωτεύουσα Θ. Αγνίδη «φύσει ευκίνητος δεν φείδεται χρόνου και ευμάρειας (comfort) διά μακρυνά ταξίδια» (ΑΠ 333, 18 Ιαν. 1945).


Ο αμερικανός πρέσβης Αβερελ Χάριμαν θα κρατήσει για μία ημέρα την επιστολή περιμένοντας οδηγίες από την Ουάσιγκτον. Ο ίδιος με κρυπτοτηλεγράφημά του εισηγείτο να απαλειφθεί η Σκωτία από το κείμενο γιατί πίστευε ότι αποτελούσε ισχυρό άλλοθι στα επιχειρήματα στενών συμβούλων του Στάλιν οι οποίοι έβλεπαν με καχυποψία την αμερικανοσοβιετική προσέγγιση και γι’ αυτό προσπαθούσαν να την αποτρέψουν. Το να πετάξει το αεροπλάνο του Στάλιν πάνω από τη φλεγόμενη Ευρώπη έθετε ασυζητητί τη ζωή του σε κίνδυνο.


Στις 22 Ιουλίου ο Στάλιν θα απαντήσει στον Ρούζβελτ ότι συμφωνεί μεν να γίνει μία συνάντηση των τριών αλλά όχι τη στιγμή εκείνη κατά την οποία «ο σοβιετικός στρατός περιεπλέκετο σε ολοένα και νέα μέτωπα και ο ίδιος ήταν αδύνατο να λείπει μακράν της Μόσχας». Στις 27 Ιουλίου, με νέα άκρως απόρρητη επιστολή του (αρ. 32), ο Ρούζβελτ θα συμφωνήσει αναγκαστικά με τον Στάλιν συνεκτιμώντας την κρισιμότητα των περιστάσεων, αλλά θα τονίσει ότι ελπίζει πως θα συγκρατήσει ο Στάλιν «πολύ καλά στη σκέψη του ότι η συνάντηση αυτή πρέπει να γίνει κάποια στιγμή το συντομότερο δυνατό καθώς πλησίαζε ο χρόνος για περαιτέρω κρίσιμες στρατηγικές αποφάσεις».


Δύο μήνες μετά, στις 24 Σεπτεμβρίου 1944, ο Χάριμαν θα επαναφέρει το ζήτημα της συνάντησης με αφορμή την άφιξη στη Μόσχα του στρατηγού Χάρλεϊ ως ειδικού απεσταλμένου του αμερικανού προέδρου. Ο Στάλιν, κατάκοπος και φανερά εξαντλημένος («πρώτη φορά μου τον είδα σε τόσο άθλια κατάσταση» έγραφε ο αμερικανός πρεσβευτής στον Ρούζβελτ) από μια γρίπη που τον ταλαιπωρούσε για αρκετές εβδομάδες, θα αρνηθεί λέγοντας πως οι γιατροί τού απαγορεύουν κάθε μετακίνηση και ότι καταλαβαίνει τη σπουδή του Ρούζβελτ που θέλει να ενισχύσει την εικόνα του εν όψει εκλογών, αλλά πρακτικά τού ήταν αδύνατον να βοηθήσει. Επικαλέστηκε βαριά ωτίτιδα που του παρουσιάστηκε κατά την επιστροφή του αεροπορικώς από την Τεχεράνη και κρυολόγημα αμέσως μετά, κατά την περιοδεία του στο μέτωπο. Στην παρατήρηση του Χάριμαν ότι «ένα ωραίο ταξίδι στη ζεστή Μεσόγειο» θα του έκανε καλό (είχε ήδη αρχίσει να συζητιέται η περίπτωση της Βαλέτας, της Αλεξάνδρειας όπως και της Αθήνας και του Πειραιά), ο Στάλιν θα απαντήσει πως «δυστυχώς οι γιατροί μού το απαγορεύουν» και τότε ο Χάριμαν θα του πει αστειευόμενος «δεν πειράζει, θα σας βρούμε άλλους γιατρούς!». Ο Στάλιν θα χαμογελάσει και μπροστά στην επιμονή του αμερικανού πρεσβευτή θα προτείνει να πάρει τη θέση του ο Μολότοφ, για τον οποίο ο ίδιος έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση και εμπιστοσύνη. Συλληφθείς εξαπίνης ο Χάριμαν, ο οποίος γνώριζε πόσο λίγο συμπαθής ήταν στην Ουάσιγκτον ο σοβιετικός κομισάριος, υπεύθυνος για τις εξωτερικές υποθέσεις των Σοβιέτ, θα προσθέσει ότι «παρ’ όλο που ο Πρόεδρος θα χαιρόταν πολύ να συναντήσει τον κ. Μολότοφ, θα προτιμήσει να περιμένει ωσότου οι γιατροί του επιτρέψουν ένα ήπιο ταξίδι διά θαλάσσης στο εύκρατο κλίμα της Μεσογείου».


Εν τω μεταξύ ο Τσόρτσιλ αισθάνεται ότι, έστω και αν οι λόγοι που εμποδίζουν τον Στάλιν να μετακινηθεί ευσταθούν, χάνεται πολύτιμος χρόνος και θα προσφερθεί τον Οκτώβριο του 1944 να ταξιδέψει ο ίδιος στη Μόσχα, συνοδευόμενος από τον βρετανό υπουργό Εξωτερικών Α. Ηντεν προκειμένου να ανιχνεύσει τις πραγματικές διαθέσεις του Στάλιν. Για τον Ρούζβελτ, ένα μήνα πριν από τις προεδρικές εκλογές, πρακτικά ήταν αδύνατον ακόμη και να διανοηθεί να λείψει έστω για μία ημέρα από τις ΗΠΑ. Μπροστά όμως στην επιμονή του Τσόρτσιλ, θα απευθυνθεί με νέο του μήνυμα προς τον Στάλιν ζητώντας τη συναίνεσή του να παραστεί αντί του ιδίου ο αμερικανός πρεσβευτής Α. Χάριμαν ως απλός παρατηρητής στις συνομιλίες στη σοβιετική πρωτεύουσα.


Ο Στάλιν με τη σειρά του θα απαντήσει στις 8 Οκτωβρίου, ότι «το μήνυμα του αμερικανού Προέδρου τον ξαφνιάζει (Ι am puzzled) και τον βρίσκει απροετοίμαστο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο να απουσιάζει από τη συνάντηση αυτή αφού στο Κεμπέκ οι τρεις τους είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν ξανά». Παρ’ όλ’ αυτά, οι συνομιλίες της Μόσχας θα διεξαχθούν κανονικά και οι ίδιος ο Στάλιν σε ένδειξη αβρότητας θα ενημερώσει, στις 19 Οκτωβρίου, τον αμερικανό πρόεδρο ότι η πρωτοβουλία του Τσόρτσιλ «απεδείχθη πολύ χρήσιμη αφού συζητήθηκε σε προκαταρκτικό στάδιο η ατζέντα της συνάντησης των τριών που ασφαλώς δεν έπρεπε να καθυστερήσει πολύ, καθώς τα ζητήματα όπως το μέλλον της Γερμανίας, το Πολωνικό, η πολιτική ως προς τα βαλκανικά κράτη κ.ά. είχαν ήδη εμφανισθεί να συσσωρεύονται από τη διάσκεψη της Τεχεράνης». Στην ίδια επιστολή, ο Στάλιν ευχαριστούσε τον αμερικανό πρόεδρο για τη διευκόλυνση που παρείχε με μήνυμά του προς τον πρεσβευτή των Σοβιέτ στην Αμερική Αντρέι Γκρομίκο, να λάβει χώρα η συνάντηση των τριών «κάπου στη Μαύρη Θάλασσα».


Πώς η συμφωνία δεν κλείστηκε στον Πειραιά


Ο Τσόρτσιλ σύμφωνα με μαρτυρία του έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο,νοιαζόταν «διά τας ανέσεις του». Με επιστολή του προς τον Ρούζβελτ, στις 5 Νοεμβρίου, θα αποκλείσει τη Μαύρη Θάλασσα και θα αντιπροτείνει τα Ιεροσόλυμα, χάρη στα εξαιρετικά α´ κατηγορίας ξενοδοχεία της πόλης(!), τον Πειραιά, ή έστω το Πορτ Σάιντ ή την Αλεξάνδρεια. Σε όλο το διάστημα ώσπου να συναντηθούν ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ στη Μάλτα, η αλληλογραφία τους, αν και πάντοτε επί πολύ σοβαρών θεμάτων ως προς το περιεχόμενο των επικείμενων συνομιλιών που αφορούσαν την οργάνωση του παγκόσμιου χάρτη μετά τον πόλεμο, διανθίζεται από ευφυείς χαρακτηρισμούς, πειράγματα και σχόλια του τύπου «πρόσεχε μη γυρίσεις από το Παρίσι ντυμένος Παριζιάνος!» (Ρούζβελτ προς Τσόρτσιλ, αρ. 648, 14 Νοεμβρίου 1944), «θα φτάσω πρώτος στη Μάλτα και θα σε περιμένω στο λιμάνι!» (Τσόρτσιλ προς Ρούζβελτ, αρ. 688, 2 Ιαν. 1945), ενώ και οι δύο στη μυστική αλληλογραφία τους αναφέρονται στον Στάλιν περιπαικτικά ως ο «Θείος Τζο» ή συντομογραφικά U.J. (Uncle Joe). Ο Τσόρτσιλ, εν τω μεταξύ, δεν θα πάψει να γκρινιάζει για όλα: για το φαγητό, τις ανέσεις, τη ζέστη, ακόμη και για το κρύο! Ο Τσόρτσιλ παραπονιόταν ακόμη και για την έλλειψη βασικών κανόνων υγιεινής στη Γιάλτα και την επιδημία τύφου που μάστιζε τον πληθυσμό της. «Από τη Μάλτα λοιπόν στη Γιάλτα!» θα γράψει την 1η Ιανουαρίου 1945 σε άκρως απόρρητη επιστολή του (αρ. 871) προς τον Ρούζβελτ, «Αντε να δούμε!». Οσο για την ισοπεδωμένη από τους Γερμανούς Γιάλτα, το όνομα της οποίας διετηρείτο μυστικό μέχρι τέλους, έλεγε «δέκα χρόνια να το ψάχναμε, χειρότερο μέρος δεν θα βρίσκαμε!».


Στο επόμενο: Με αεροπλάνα και βαπόρια και την κινητοποίηση ολόκληρων στρατιωτικών μονάδων οι Σύμμαχοι υπό άκρα μυστικότητα διασφαλίζουν το ταξίδι Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ στην Κριμαία. Πώς ξεγέλασαν τους Τούρκους ώστε να ανοίξουν τα Στενά για τη δίοδο των πολεμικών πλοίων από τη Μεσόγειο στη Μαύρη Θάλασσα.


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.