ΠΟΙΟΣ θα είναι ο διάδοχος του Κώστα Πολυχρονίου στο τιμόνι της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ανδρών; Ελληνας, ελληνοποιημένος ή ξένος; Η διοίκηση της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) ίσως να αργήσει για την τελική απόφαση, δεδομένου ότι υπάρχει πολυγνωμία. Στα ονόματα που ακούγονται περιλαμβάνονται ο Σουηδός Τόμι Σβένσον, οι Ιταλοί Αρίγκο Σάκι και Μαρτσέλο Λίπι, ο Ρουμάνος Ανχελ Ιορντανέσκου. Σοβαρές υποψηφιότητες όμως είναι και προπονητές που έχουν δουλέψει ή εξακολουθούν να εργάζονται στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ο Βόσνιος Ιβιτσα Οσιμ και ο Ουκρανός Ολεγκ Μπλαχίν καθώς και ο (Ελληνο)πολωνός Γιάτσεκ Γκμοχ, προπονητής του Ιωνικού και ο Ολλανδός Εγκεν Γκέραρντ, προπονητής του ΟΦΗ.


Το θέμα του νέου προπονητή της Εθνικής απασχολεί την ποδοσφαιρική ομοσπονδία αλλά κανείς δεν μοιάζει να βιάζεται… Στην πραγματικότητα, κανένας δεν ξέρει τι θέλει. Τα μέλη της τεχνικής επιτροπής αλλά και του προεδρείου της ΕΠΟ, έχουν βρεθεί προ αδιεξόδου, καθώς στο παρασκήνιο υπάρχει έντονη διαμάχη για την εθνικότητα του τεχνικού αλλά και για τις προδιαγραφές του. Το ερώτημα που τους απασχολεί είναι το εξής: «Μας χρειάζεται ένας ξένος μεγάλο όνομα, που θα ζητήσει και θα πάρει αν έρθει 200 εκατομμύρια δραχμές ή μήπως ελληνοποιημένος ξένος, που θα έχει πιο λογικές απαιτήσεις αλλά δεν είναι σίγουρο πως θα βοηθήσει την Εθνική να ξεφύγει από τη σημερινή της μοίρα;».


Ο χρόνος πάντως πιέζει, και σήμερα στην κλήρωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 2000 που θα γίνει στη Γάνδη η Ελλάδα θα είναι ίσως η μοναδική χώρα που θα παραστεί δίχως προπονητή. Τα μέλη της τεχνικής επιτροπής της ΕΠΟ συμφωνούν ως προς την αξία και τις αποδεδειγμένες ικανότητες που πρέπει να έχει ο νέος ομοσπονδιακός προπονητής, ωστόσο διαφωνούν για τη χώρα προέλευσής του. Δηλαδή έχουν συμφωνήσει πως πρέπει να είναι αλλοδαπός (αν και ο πρόεδρος της ΕΠΟ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο και για έλληνα προπονητή…). Ο δρόμος ίσως να είναι ακόμη μακρύς. Ετσι, στο ερώτημα «Ελληνας, ελληνοποιημένος ή ξένος» επί του παρόντος η απάντηση «παίζεται» τριπλή παραλλαγή… «Επιμένουμε ελληνικά» Οι πρώην ομοσπονδιακοί τεχνικοί Χρήστος Αρχοντίδης, Μίλτος Παπαποστόλου και Ανδρέας Σταματιάδης είναι κατηγορηματικοί



ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ των ανθρώπων που διοικούν την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου είναι το «εδώ και τώρα», με συνέπεια να πατάμε συνεχώς στο… κενό, υποστηρίζει εξ ιδίας πείρας ο Χρήστος Αρχοντίδης. «Ετσι» διαπιστώνει ο πρώην ομοσπονδιακός προπονητής «παρακολουθούμε κατ’ εξακολούθησιν το σήμερα να είναι πιο φτωχό από χθες». Ο Χ. Αρχοντίδης επισημαίνει για το ενδεχόμενο της απόκτησης ξένου προπονητή στην εθνική ομάδα. «Η ΕΠΟ για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν στο πλευρό των ελλήνων προπονητών, σε μια περίοδο όπου οι προπονητές που δούλευαν σε ομάδες της Α’ Εθνικής ήταν μετρημένοι. Τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί τους αγνοεί. Ο ξένος προπονητής δεν θα βοηθήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο αλλά θα βοηθηθεί από αυτό. Ενδεχομένως το πρόσωπο που θα επιλεγεί να μην έχει να προσφέρει σε πρεστίζ στο ποδόσφαιρο. Εχουμε και δείγματα, από το παρελθόν, προπονητών που δούλεψαν στην εθνική ομάδα και απέτυχαν. Πρέπει να τονωθεί η φυσιογνωμία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι με τη μέθοδο «των συγκοινωνούντων δοχείων» στις εθνικές μας ομάδες. Δηλαδή να υπάρχει κοινή ποδοσφαιρική φιλοσοφία από την Εθνική Παίδων ως την Ανδρών. Η εθνική ομάδα πρέπει να είναι μοντέλο μίμησης για τις άλλες ομάδες. Πρέπει να βλέπουμε το ποδόσφαιρο μέσα από τις ομάδες και όχι τις ομάδες μέσα από το ποδόσφαιρο. Ενας ξένος ομοσπονδιακός προπονητής τι ποδοσφαιρική κουλτούρα θα φέρει μαζί του; Αν μάλιστα τον χρίσουν αρχιπροπονητή, όλοι οι ομοσπονδιακοί προπονητές των μικρότερων εθνικών ομάδων να πρέπει κάνουν φροντιστήριο. Δεν μπορεί η Εθνική Ανδρών να παίζει διαφορετικό ποδόσφαιρο».


Τα λεφτά που είναι διατεθειμένη να προσφέρει η ΕΠΟ στον νέο ομοσπονδιακό προπονητή ανέρχονται στα 200 εκατομμύρια τον χρόνο. Ο Χ. Αρχοντίδης υποστηρίζει ότι ένα τέτοιο ποσό αποτελεί πρόκληση σε μια περίοδο λιτότητας. «Στην ΕΠΟ διαχειρίζονται λεφτά του κράτους. Γιατί θέλουν να διαθέσουν 200 εκατομμύρια τον χρόνο σε έναν προπονητή; Δεν θα ήταν καλύτερα να τα διαθέσουν για την κατασκευή ενός προπονητικού κέντρου, όπου θα προπονούνται και θα διαμένουν όποτε χρειάζεται όλες οι εθνικές ομάδες; Εκτός αυτών, αν στην πορεία αποδειχθεί λανθασμένη η επιλογή του προσώπου, αναρωτιέμαι τι θα πουν. Οταν έρχεται η ώρα της κρίσης ξεχνούν με ποιο σκεπτικό έκαναν την πρόσληψη και αναλώνονται μόνο με το σκεπτικό της απόλυσης. Πότε κάνουν λάθος; Επιθυμώ ο ομοσπονδιακός προπονητής να είναι Ελληνας. Γιατί η Βραζιλία έχει τον Μάριο Ζαγκάλο, που είναι 70 χρονών; Γιατί Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Αργεντινή, Αγγλία έχουν πάντα δικό τους (ημεδαπό δηλαδή) εθνικό προπονητή; Δεν ξέρουν αυτοί από ποδόσφαιρο; Χωρίς να έχω κάτι εναντίον τους, γιατί ο Οσιμ και ο Μπλαχίν δεν δουλεύουν ως ομοσπονδιακοί προπονητές στην πατρίδα τους; Τόσο πολύ τους έχουμε εμείς ανάγκη;».


Ο πρώην ομοσπονδιακός προπονητής (της Εθνικής Ελπίδων) Ανδρέας Σταματιάδης ξεκινά από μια γενική εκτίμηση – διαπίστωση, ότι «οι περισσότεροι προπονητές στις εθνικές κατηγορίες είναι ξένοι και δεν τους ενδιαφέρει η ανάπτυξη και η υποδομή του ελληνικού ποδοσφαίρου» αλλά έχουν ένα και μόνο σκοπό, «με ευκαιριακές λύσεις να έχουν αποτελέσματα για να κρατήσουν τις καρέκλες τους…» και αναρωτιέται: «Γιατί ο ξένος προπονητής, που θα αναλάβει, να δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τους ήδη υπάρχοντες; Καλούνται ποδοσφαιριστές στην Εθνική και τοποθετούνται σε άλλες θέσεις από αυτές όπου παίζουν στις ομάδες τους. Στο εξωτερικό γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Στη Γερμανία, παραδείγματος χάριν, ο ομοσπονδιακός προπονητής κανονίζει σε ποια θέση θα παίζει ο διεθνής ποδοσφαιριστής και στην ομάδα από όπου προέρχεται. Καλεί δηλαδή τους προπονητές των ομάδων να δίνουν στον παίκτη τον ίδιο ρόλο με αυτόν που έχει στην εθνική ομάδα».


Ο Α. Σταματιάδης υποστηρίζει ότι όσο καλός και να είναι ο ξένος προπονητής δεν θα μπορέσει να «μπει στο πετσί» του έλληνα ποδοσφαιριστή. Και εξηγεί τους λόγους: «Οι Ελληνες έχουν διαφορετική νοοτροπία και ψυχοσύνθεση. Ακόμη και ο Αρίγκο Σάκι για παράδειγμα δεν μπορεί να προσφέρει. Δεν έχει γνώση του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο έλληνας ποδοσφαιριστής αμείβεται ως επαγγελματίας αλλά δεν έχει την επαγγελματική συνείδηση που έχουν οι ξένοι. Πώς θα συνεργαστεί ο Σάκι; Θα πρέπει να μπει στη διαδικασία να τους μάθει πράγματα που αυτός θεωρεί αυτονόητα. Θα χαθεί πολύτιμος χρόνος και εδώ δεν έχουμε την υπομονή να περιμένουμε».


Προσφάτως τέθηκε ένα ερώτημα προς διερεύνηση στην Εκτελεστική Επιτροπή της FIFA. Οι ομοσπονδιακοί προπονητές πρέπει να είναι γηγενείς ή ξένοι; Υστερα από έντονες διαβουλεύσεις η FIFA πρότεινε ο ομοσπονδιακός προπονητής κάθε χώρας να είναι αυτόχθων, για να προστατεύεται το εθνικό ποδόσφαιρό της. Σε αυτό το πνεύμα ο πρώην ομοσπονδιακός προπονητής Μίλτος Παπαποστόλου παρατηρεί: «Τα μεγάλα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα δεν έχουν ξένους προπονητές. Μόνο κάποια κράτη γύρω από τη Σαουδική Αραβία, που διαθέτουν πετροδολάρια και κάποιες χώρες της Αφρικής. Δηλαδή υποδεέστερες ποδοσφαιρικά χώρες. Σε αυτό το επίπεδο κατατάσσουμε το ποδόσφαιρό μας; Υπάρχουν πέντε – έξι έλληνες προπονητές που έχουν επιπλεύσει τα δύο – τρία τελευταία χρόνια, εργαζόμενοι σε ομάδες της Α’ Εθνικής. Γιατί η ΕΠΟ δεν αποφασίζει αυτά τα παιδιά να τα μετεκπαιδεύσει σε χώρες όπου το στυλ ποδοσφαίρου πλησιάζει το δικό μας; Και μιλώ πάντα για τις μεσογειακές χώρες. Κανείς δεν μπορεί να μεταφέρει τη νοοτροπία των Βορείων. Το ταμπεραμέντο των ελλήνων ποδοσφαιριστών πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη προτού προσλάβουν τον νέο ομοσπονδιακό προπονητή».


Ο Μ. Παπαποστόλου επιθυμεί έλληνα στη θέση του ομοσπονδιακού γιατί ο μεγάλος ξένος προπονητής ίσως δεν έρθει να δουλέψει στην Ελλάδα. Και αν παρά ταύτα έρθει; «Είναι τόσο κακό το όνομα του ελληνικού ποδοσφαίρου και της εθνικής ομάδας, που δύσκολα θα το αποφάσιζε κάποιος, όσα και αν ήταν τα λεφτά. Εκτός και αν έχει πάρει την απόφαση να μην δουλέψει ξανά σε μεγάλη ομάδα. Αλλά και αν έρθει κάποιος σοβαρός προπονητής, θα διαπιστώσει τα συμβαίνοντα στο ελληνικό ποδόσφαιρο και αν είναι κύριος, θα φύγει νύχτα. Εκτός αυτού η ΕΠΟ θα πρέπει να έχει πάρει απόφαση να περιμένει τουλάχιστον τρία χρόνια για να δει αποτελέσματα, ειδεμή να το ξεχάσουν. Οσον αφορά τα ονόματα που ακούστηκαν (Σάκι, Βαλντάνο, Σβένσον), αυτά έπεσαν στο τραπέζι για λόγους εντυπωσιασμού και μόνο. Αν αναλάβει κάποιος ξένος σίγουρα δεν θα είναι μεγάλο όνομα».


Με δεδομένη όλη αυτή την κατάσταση, ποια θα πρέπει να είναι τα κριτήρια για την επιλογή του προσώπου που θα αναλάβει το προπονητικό τιμόνι της εθνικής ομάδας; Ο Μ. Παπαποστόλου προτείνει: «Κατ’ αρχήν η δουλειά που έχει να επιδείξει τα τελευταία χρόνια. Να προέρχεται από τη νέα γενιά των ελλήνων προπονητών και να βοηθηθεί από τους έμπειρους προπονητές. Κανένας προπονητής σε καμία εθνική ομάδα στον κόσμο δεν εργάζεται μόνος του. Υπάρχει ολόκληρο τιμ προπονητών. Οι προπονητές προετοιμάζονται ανεβαίνοντας ένα ένα τα σκαλοπάτια για να φθάσουν στο ψηλότερο. Στην Ελλάδα οι προπονητές ανεβαίνουν με ασανσέρ… και με ασανσέρ κατεβαίνουν. Από τα σκαλοπάτια δεν πάει κανένας». «Μεγάλο (ξένο) όνομα»


ΕΝΑ ΜΟΝΤΕΛΟ ανάπτυξης που θα βοηθούσε την εθνική ομάδα και το ελληνικό ποδόσφαιρο πρέπει να στηριχθεί σε έναν ξένο προπονητή, υποστηρίζει ο πρόεδρος της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Σωτήρης Αλημίσης. Ο πρόεδρος της ΕΠΟ πιστεύει ότι ο αλλοδαπός προπονητής θα αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο το ανθρώπινο δυναμικό του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ιδού τι δηλώνει:


«Το θέμα του νέου προπονητή της εθνικής ομάδας απασχολεί έντονα την ΕΠΟ. Η Εθνική Ανδρών πρέπει να μπει σε έναν άλλο δρόμο και να προσεγγίσει τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Οποια κίνηση γίνει θα είναι για το καλό του ελληνικού ποδοσφαίρου. Στην παγκόσμια κατάταξη της FIFA βρισκόμαστε στην 42η θέση και αξίζουμε καλύτερη θέση, ανάλογη με αυτή της 8ης θέσης στην UEFA.


Ο προπονητής της εθνικής ομάδας πρέπει να είναι μεγάλο όνομα. Το χρειάζεται το προφίλ του ελληνικού ποδοσφαίρου, για να μπορεί να σταθεί επάξια απέναντι στις ανεπτυγμένες ποδοσφαιρικά χώρες. Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η απροθυμία των ξένων μεγάλων ονομάτων να έρθουν και να δουλέψουν στην Ελλάδα. Οσα έχουν γραφεί για ενδιαφέρον της ομοσπονδίας προς προπονητές όπως ο Σάκι, ο Λίπι, ο Σβένσον, ο Βαλντάνο στερούνται σοβαρότητος γιατί απλώς τέτοιας εμβέλειας προπονητές δεν έρχονται να δουλέψουν στην Ελλάδα. Πιστεύουμε όμως ότι θα κατορθώσουμε να βρούμε προπονητή καταξιωμένο, με διεθνείς περγαμηνές. Μας προβληματίζει βέβαια το πώς θα κατορθώσει να συμβιβαστεί με τις ανάγκες του ελληνικού ποδοσφαίρου και πότε θα μπορέσει να προσαρμοστεί. Στόχος της ομοσπονδίας είναι να βρει τον κατάλληλο προπονητή που θα οδηγήσει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα στα τελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 2000.


Δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο να προτιμηθεί ξένος προπονητής ο οποίος έχει εργαστεί στην Ελλάδα και γνωρίζει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το σημαντικό είναι το όνομά του να μετράει στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Και ο Μπλαχίν και ο Γκέραντ και ο Οσιμ και ο Γκμοχ είναι καλοί προπονητές, που μπορούν να προσφέρουν στην Εθνική Ομάδα. Επίσης, δεν αποκλείουμε και την ελληνική αγορά αλλά ο προπονητής πρέπει να είναι τουλάχιστον καλύτερος από τον Κώστα Πολυχρονίου. Διαθέτουμε καλούς ποδοσφαιριστές και τους αξίζει ένας εξίσου καλός προπονητής, που να εμπνέει τους παίκτες και να τον σέβονται. Πρέπει να μπορεί να σηκώσει το βάρος της ομάδας και να έχει γνώση της ευθύνης που αναλαμβάνει απέναντι των ελλήνων φιλάθλων. Τα λεφτά που θα διαθέσει η ομοσπονδία θα είναι ανάλογα με την οικονομική δυνατότητά της. Αν αυτός που θέλουμε κοστίζει γύρω στα 150 εκατομμύρια δραχμές ετησίως, ίσως και να τα διαθέσουμε». «Να είναι δικός μας και νέος»


Η ΕΘΝΙΚΗ ομάδα είναι η κορυφή της πυραμίδας του ποδοσφαιρικού οικοδομήματος κάθε χώρας, που χρειάζεται γερά θεμέλια για να στέκεται πάντα στο ύψος της. Το ερώτημα είναι ποιος προπονητής θα αναλάβει να θεμελιώσει αυτή τη στερεή βάση. Ο Μίμης Δομάζος, που έγραψε ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο αγωνιζόμενος με το «τριφύλλι» αλλά και δοξάζοντας τη φανέλα της Εθνικής ομάδας, σκιαγραφεί το προφίλ που πρέπει να έχει ο νέος ομοσπονδιακός προπονητής: «Οπωσδήποτε να είναι Ελληνας, νέος και φιλόδοξος. Να έχει προσωπικούς στόχους και να του δοθεί η δυνατότητα να τους υλοποιήσει. Να τον ενδιαφέρει η χαμένη ταυτότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η Εθνική ομάδα είναι ο καθρέφτης μας ­ γιατί ποιος ενδιαφέρεται στην Ευρώπη για τον πρωταθλητή στο ελληνικό πρωτάθλημα; Το επίπεδο όμως της Εθνικής ομάδας εξαρτάται και από τον ποιοτικό ανταγωνισμό που έχει το εγχώριο πρωτάθλημα αλλά και από τους ανθρώπους που αποφασίζουν για το ποδόσφαιρο. Χρειάζονται επιτέλους παράγοντες με όραμα γιατί η ανοργανωσιά του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι πλέον παροιμοιώδης στην Ευρώπη».


Η Εθνική ομάδα χρειάζεται ένα μοντέλο προς μίμηση και όχι ένα πρόσωπο που θα μας δώσει ποδοσφαιρικό στίγμα. Ο «στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου αναλύει τους λόγους για τους οποίους ο νέος ομοσπονδιακός προπονητής πρέπει να είναι Ελληνας και γιατί αποκλείει την περίπτωση κάποιου ξένου, έστω και αν αυτός (θα) γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα. «Οι έλληνες προπονητές διαθέτουν και το κύρος και την εξυπνάδα και τη φαντασία που απαιτείται να έχει ο ομοσπονδιακός προπονητής. Γνωρίζουν τη νοοτροπία των ελλήνων ποδοσφαιριστών, ξέρουν πού «πονάει» το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο ξένος προπονητής που ενδεχομένως θα επιλέξουν τι θα γνωρίζει για το ελληνικό ποδόσφαιρο και πόσο θα τον ενδιαφέρει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα; Οι επιτυχίες των ξένων προπονητών που έχουν περάσει από το ελληνικό ποδόσφαιρο μετριούνται στα δάκτυλα και είναι σαφώς λιγότερες από τις αντίστοιχες των Ελλήνων. Ο Παναγούλιας δεν ήταν αυτός που οδήγησε την Εθνική στο Μουντιάλ των ΗΠΑ; Και από τον Πολυχρονίου τι παράπονο έχουν; Από τους προπονητές που έχει γραφεί ότι ενδιαφέρουν την ομοσπονδία, ποιος είναι καλύτερος από τους Ελληνες; Και δεν αναφέρομαι στον Σάκι και στον Λίπι, γιατί αυτοί αποτελούν όνειρα θερινής νυκτός… Η ομάδα χρειάζεται και ένα μάνατζερ εκτός του προπονητή. Κάποιον με σημαντικό όνομα. Δύο άνθρωποι μαζί θα κάνουν καλύτερα τη δουλειά που χρειάζεται. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουν είναι να καθιερώσουν ένα ενιαίο στυλ παιχνιδιού από την Εθνική παίδων ως την Εθνική ανδρών». «Να τον αφήσουν απερίσπαστο»


ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ποδόσφαιρο πρέπει να αρχίσει να λειτουργεί με τη λογική της «αλυσίδας». Αλληλένδετοι κρίκοι για τη συνεχή αναβάθμισή του είναι τόσο η Εθνική ομάδα όσο και οι ομάδες που παίζουν στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής. Τίποτε δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά. Ο Θωμάς Μαύρος, που επίσης φόρεσε και δόξασε τη φανέλα της Εθνικής, παρατηρεί ότι οι στόχοι της ΕΠΟ για το ελληνικό ποδόσφαιρο πρέπει να καθορίσουν και την επιλογή του προσώπου του ομοσπονδιακού προπονητή. «Η επιλογή του προπονητή πρέπει να γίνει βάσει των απαιτήσεων και των στόχων που έχει η ομοσπονδία. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να είναι Ελληνας, χωρίς να αποκλείω την περίπτωση ξένου προπονητή ­ αρκεί αυτός να είναι γνωστός και καταξιωμένος. Πρέπει όμως να τον βοηθήσουν και οι ομάδες και η ομοσπονδία στο έργο του. Εχει μεγάλη σημασία για την Εθνική ομάδα η συνεργασία του ομοσπονδιακού προπονητή με τους προπονητές των ομάδων, ώστε να ενημερώνεται για την κατάσταση των διεθνών παικτών. Αλλωστε αναβαθμίζεται η εικόνα των ίδιων των ομάδων και των προπονητών όταν ποδοσφαιριστές τους παίζουν στην Εθνική. Με τον τρόπο όμως που ενεργούν οι υπεύθυνοι υποβαθμίζουν την Εθνική ομάδα και μεγαλώνουν την αναξιοπιστία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Πρέπει να αφήσουν απερίσπαστο τον νέο προπονητή της Εθνικής ανδρών, από τη στιγμή που θα αναλάβει, να κάνει το έργο του χωρίς να τον αμφισβητούν συνεχώς». «Ο Μπλαχίν ή κάποιος Γάλλος»


Ο παλαιός μεγάλος τερματοφύλακας του Ολυμπιακού και της Εθνικής Σάββας Θεοδωρίδης διατυπώνει μια διαφορετική άποψη: «Δεν καταλαβαίνω γιατί λέγεται ότι σώνει και καλά ο προπονητής της Εθνικής πρέπει να γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα. Ο νέος προπονητής θα επιλέξει τους ποδοσφαιριστές που του κάνουν και θα μοντάρει την ομάδα. Αλλωστε δεν πρόκειται να αγωνιστεί αυτή η ομάδα στο πρωτάθλημα, οπότε γιατί να οφείλει εκείνος να γνωρίζει τα πάντα γύρω από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Καλό θα ήταν και οι έλληνες ποδοσφαιριστές να διδαχθούν και μια διαφορετική ποδοσφαιρική φιλοσοφία από αυτές που έχουν συνηθίσει».


Για τα ονόματα που καθημερινά γράφονται στον Τύπο ότι είναι υποψήφια για το χρίσμα του ομοσπονδιακού προπονητή ο Σ. Θεοδωρίδης σημειώνει: «Ο Μπλαχίν από αυτούς που ακούγονται είναι ο πιο κατάλληλος. Υπήρξε μεγάλος ποδοσφαιριστής και το όνομά του μετράει. Τον θεωρώ πιο αξιόπιστη λύση από τον Γκέραρντ, τον Οσιμ και τον Γκμοχ. Η ομοσπονδία δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πάρει προπονητή όπως ο Σάκι ή ο Σβένσον γιατί έχουν μεγάλο κασέ. Το καλύτερο θα ήταν να πάρει κάποιον «επώνυμο». Δυστυχώς αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει έλληνας προπονητής ικανός να αναλάβει την Εθνική ανδρών. Διαφορετικά για ποιο λόγο να φύγει ο Πολυχρονίου, αφού δεν υπάρχει κάποιος καλύτερος; Το θέμα είναι να μην αλλάξουμε προπονητή μόνο και μόνο για να αποκτήσουμε κάποιον καινούργιο. Πάντως πιστεύω ότι αν επιθυμούν να επιλέξουν προπονητή από μεσογειακή χώρα καλό θα ήταν αυτός να είναι Γάλλος. Η Γαλλία παίζει εξαιρετικό ποδόσφαιρο και διαθέτει καλούς προπονητές. Για παράδειγμα, ο Αρσέν Βενγκέρ που κάνει καριέρα στην Αρσεναλ ή ο Γκυ Ρου της Οσέρ είναι εξαιρετικοί».