Ηταν στη δεκαετία του 1960· παραμονές Χριστουγέννων· τότε έπεσε στα χέρια μου ο Γιούγκερμαν του Μ. Καραγάτση. Η Αθήνα της εποχής διέφερε αισθητώς από την τωρινή· η κοινωνική κατάσταση, πράγματι, εμφανιζόταν αποκρυσταλλωμένη και εν πολλοίς στατική. Η ζωή της πόλης μας αναπτυσσόταν βασικά κατά μήκος της οδού Πατησίων, αλλά βέβαια ρόλο «παράθυρου» προς τον έξω κόσμο έπαιζαν οι δύο μεγάλες πλατείες, Σύνταγμα και Ομόνοια: Σε περιόδους ­ όποιας ­ αναστάτωσης μπορούσε κανείς να συναντήσει ανθρώπους από όλη την Ευρώπη στην πρώτη και από όλη την Ελλάδα στη δεύτερη.


Τα Χριστούγεννα πάντως τέτοια εποχή δεν ήταν: Σε σαφή αντίθεση με τα σημερινά, οι γιορτές της τελευταίας εβδομάδας του χρόνου αποτελούσαν μάλλον φάση οικογενειακής ­ ή και εθνικής ­ «ενδοσκόπησης» παρά «ανοίγματος», εορταστικού έστω. Και οπωσδήποτε η «ενδοσκόπηση» αυτή γινόταν σύμφωνα με το πνεύμα που απαιτούσε η περίσταση. Ο τόνος παρέμενε στην Πρωτοχρονιά, την ημέρα του Αγίου Βασιλείου, όπως ήθελε παράδοση διαμορφωμένη κατά την Τουρκοκρατία· τα Χριστούγεννα αντίθετα, αν και καθιερωμένα πια ως γιορτή πολύ σπουδαία, δεν έπαυαν να αναδίνουν πνεύμα ελαφρώς ξενικό. Ολα αυτά όμως έχουν σημασία απλώς αντικειμενική…


… Ενώ υποκειμενικώς πολύ ενδιαφέρον υπήρξε το γεγονός ότι εκείνη τη συγκεκριμένη χρονιά Χριστούγεννα ουσιαστικώς δεν κατάλαβα. Ο Γιούγκερμαν μου έφτασε παραμονή ­ και δεν τον άφησα από τα χέρια μου παρά μόνο αφού τον διάβασα ολόκληρο. Παραδόξως, η περιπετειώδης ζωή του αξιωματικού του αυτοκρατορικού ρωσικού στρατού ο οποίος κατέληξε τραπεζίτης στην Αθήνα δεν ξένιζε διόλου. Αποτελούσε πράγματι απόηχο ενός άλλου κόσμου, εποχής βίαιης και ταραγμένης που, κατά τα φαινόμενα, δεν έμελλε να εμφανιστεί ξανά: Η αισιοδοξία που, παρά τα προβλήματα και τα ζητήματα, τις αντιθέσεις και τις αντιπαρατάξεις, κυριαρχούσε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της επομένης, αγκάλιαζε και την Ελλάδα.


Αλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι


Ο Γιούγκερμαν απλώς θύμιζε με τι είχαν να συγκρουστούν παλιότερα οι άνθρωποι, που όμως, παρά την κατά καιρούς βιαιότητα και σκληρότητά τους, παρέμεναν καλοί. Το τέλος με άλλα λόγια, αν και αναποφεύκτως έφερε, όπως πάντοτε, το προσωπείο του θανάτου, παρέμενε γενικώς happy και έτσι πλήρως εναρμονιζόταν με τα αλησμόνητα ιταλικά κυρίως τραγούδια τα οποία συνέθεταν τη μουσική υπόκρουση των τότε καιρών. Συνεπώς, καλό ήταν να διαβάζει κανείς τον Γιούγκερμαν και Καραγάτση γενικώς.


Ο τελευταίος, μάλλον λησμονημένος σήμερα, θα μπορούσε να θεωρηθεί συγγραφέας των νέων ή μάλλον των «εφήβων» ­ μα και ακριβώς το αντίθετο. Στο έργο του κυριαρχεί ερωτισμός ασυγκράτητος που είτε απωθεί ή, αντίθετα, έλκει. Η αντιπάθεια ή συμπάθεια την οποία όμως νιώθει κανείς για τα πρόσωπα των βιβλίων του έχει να κάνει περισσότερο με τον χαρακτήρα παρά με την ηλικία. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό αυτό που γράφει ο Τάσος Χριστοφιλόπουλος σε αυτοβιογραφικό του έργο που εκδόθηκε μεταθανατίως: Πηγαίνοντας το 1938 στο Μόναχο πέρασε από τη Βουδαπέστη και εκεί μπόρεσε να δει το μπαρ «Αριζόνα», το οποίο αναφέρεται στον Γιούγκερμαν, αγαπημένο του μυθιστόρημα.


Ποιος πραγματικά ήταν όμως ο Γιούγκερμαν; Ο Μ. Καραγάτσης τον παρουσιάζει ως εκρωσισμένο Φινλανδό, που μετά τα γεγονότα του 1917 ήλθε στην Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης και έγινε στέλεχος τράπεζας, εργοστασιάρχης πολύ πλούσιος ­ πιο Ελληνας από τους Ελληνες. Από τις περιγραφές που συχνά δίνουν τον τόνο στο έργο είναι σαφές ότι ο συγγραφέας ήξερε και αγαπούσε τον Πειραιά κατά βάση και την Κεντρική Ευρώπη. Μήπως όμως, από την άλλη πλευρά, είχε ως πρότυπο πρόσωπο υπαρκτό;


Μάλλον ναι. Το κύριο χαρακτηριστικό του συγγραφέα είναι η παρατηρητικότητα· έτσι ο Μ. Καραγάτσης κοίταζε γύρω του και, κατά πάσα πιθανότητα, βρήκε το πρότυπο του βιβλίου του στον Δημήτριο Ερσελμαν, ρώσο αξιωματικό που κατέληξε στέλεχος της Τραπέζης Αθηνών.


Στην υπηρεσία των τσάρων


Οι Ερσελμαν ήταν Γερμανοί της Θουριγγίας, οι οποίοι στις αρχές του 18ου αιώνα μετανάστευσαν στο Ρεβάλ της Εσθονίας. Στη συνέχεια τρεις από αυτούς μπήκαν στην υπηρεσία των τσάρων και έτσι η οικογένεια διακλαδώθηκε σε τρία σημεία της αυτοκρατορικής επικράτειας, στην Αγία Πετρούπολη συγκεκριμένα, στον Καύκασο και στη Βαρσοβία. Αυτός που υπήρξε ο «αληθινός Γιούγκερμαν» προερχόταν από τον πρώτο κλάδο.


Λεγόταν Δημήτριος και είχε γεννηθεί το 1889. Μπήκε στη Σχολή των Ακολούθων (του τσάρου) και μετά το τέλος της εκεί εκπαίδευσής του ονομάστηκε αξιωματικός. Σύζυγός του ήταν η εγγονή του Νικολάου Ιβάνοβιτς Πιρογκόφ, μεγάλου χειρουργού, από τους θεμελιωτές της ιατρικής παράδοσης της παλαιάς Ρωσίας, ο οποίος με τη σειρά του φαίνεται πως ενέπνευσε τον συγγραφέα άλλου μυθιστορήματος, γνωστού σήμερα σε όλη την Ευρώπη στη γαλλική του κυρίως εκδοχή (Une Saga Moscovite).


Οπως και να είναι, ο Δημήτριος Ερσελμαν έκανε ως το 1914 στην Πετρούπολη τη ζωή της ρωσικής αριστοκρατίας, έστω και χωρίς τα «χαριτωμένα» στιγμιότυπα που εμπεριέχονται στον Γιούγκερμαν. Οταν άρχισε πάντως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πήρε αμέσως μέρος στις μάχες. Πολέμησε στην Ανατολική Πρωσία, τραυματίστηκε, παρασημοφορήθηκε και στη συνέχεια αποσύρθηκε ως εκπαιδευτής στα έμπεδα. Το 1917 όμως καταλύθηκε ως γνωστόν η μοναρχία. Ο Δ. Ερσελμαν δεν ήταν διατεθειμένος να υπηρετήσει το νέο καθεστώς· αποστρατεύθηκε λοιπόν εκουσίως και μαζί με την οικογένειά του πήγε στον Καύκασο. Φρονούσε πως εκεί μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς χάρη σε εισοδήματα από την περιουσία της γυναίκας του. Εκανε λάθος ­ και έτσι άρχισε η οδύσσεια η δική του και των δικών του.


Πράγματι, όταν οι οργανωμένες από το Κομμουνιστικό Κόμμα δυνάμεις άρχισαν να επικρατούν, ο πρώην αξιωματικός βρέθηκε στην ανάγκη να φύγει από την πατρίδα του. Μέσα από καταστάσεις πραγματικώς μυθιστορηματικές βρέθηκε στο Νοβοροσίσκ· εκεί, μαζί με την οικογένειά του, μπήκε σε πλοίο που κατευθυνόταν προς τον Νότο.


Το πλοίο παλιότερα ανήκε στο αυστριακό Λόιντ, αλλά σαν λάφυρο πολέμου ήταν πια αγγλικό. Στο αμπάρι του, καθώς διέσχιζε τη Μαύρη Θάλασσα, ήταν φύρδην μίγδην στοιβαγμένοι ρώσοι αριστοκράτες. Ορισμένοι δεν άντεξαν· έτσι, μόλις το καράβι πέρασε τα Στενά και μπήκε σε ελληνικά νερά, ξεψύχησε η κόμισσα Κουτούζοβα, απόγονος του μεγάλου Κουτούζοφ, νικητή του Ναπολέοντα. Τότε περίπου αποφάσισε να ξεμπαρκάρει σε ελληνικά χώματα και ο δικός μας ήρωας, ο Δ. Ερσελμαν.


Τραπεζικός στην Ελλάδα


Στη Λήμνο υπήρχε υποκατάστημα της Τραπέζης Αθηνών, η οποία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε συνδεθεί με τις Δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης. Με συστάσεις βρετανών γνωστών του ο Ερσελμαν διορίστηκε εκεί. Η πείρα, την οποία είχε ήδη αποκτήσει ως διαχειριστής της περιουσίας της γυναίκας του, ραγδαία μεταβαλλόταν σε πόρο βιοποριστικό.


Ετσι ο παλιός αξιωματικός του τσάρου έγινε τραπεζικός υπάλληλος στην Ελλάδα. Από τη Λήμνο πράγματι μετατέθηκε στην Πελοπόννησο ­ αρχικά στην Καλαμάτα και μετά στην Πύλο και στον Πύργο, όπου έγινε και διευθυντής. Το προζύμι του Γιούγκερμαν ήταν πια έτοιμο και το μόνο το οποίο χρειαζόταν ήταν η στενά συνδεδεμένη με την παρατηρητικότητα φαντασία συγγραφέα όπως ο Μ. Καραγάτσης.


Αν αυτός ήταν όμως ο κεντρικός ήρωας του επικής πνοής μυθιστορήματος, με ποιους ταυτίζονται τα άλλα πρόσωπα αυτού του έργου;


Να ερώτημα, που δυνατόν να αποτελέσει πυρήνα μιας άλλης ιστορίας.


Το άρθρο έχει βασιστεί σε αφήγηση του γιου τού Δ. Ερσελμαν, ο οποίος επίσης ονομάζεται Δημήτριος και έχει σταδιοδρομήσει σε τράπεζα.


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.