«Μνημείο της δυτικής λογοτεχνίας», «μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων», «το σημαντικότερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ», ο Δον Κιχώτης του Μιγκέλ ντε Θερβάντες χαρακτηρίζεται, ήδη από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, ως το αρχέτυπο της λογοτεχνικής γραφής. Ο κονταροκτυπούμενος με τους ανεμόμυλους κωμικός πρωταγωνιστής του έγινε σύμβολο του εκτός πραγματικότητας ανθρώπου, ωστόσο στην ευγένεια των προθέσεών του οι διάφορες εποχές διέκριναν διαστάσεις που υπερβαίνουν την ανεδαφικότητα των πράξεών του. Στις διαστάσεις αυτές αναφέρεται, κυρίως, το σημερινό αφιέρωμα των «Νέων Εποχών».



Σήμερα, όπως και χθες και όπως ανέκαθεν, ο Δον Κιχώτης θέτει ενώπιόν μας το ακανθώδες ερώτημα του πώς να «διαχειριστούμε» το μείζον αυτό κληροδότημα του Θερβάντες· ερώτημα που, εν πολλοίς, αφορά την ερμηνευτική αξιολόγηση του μυθιστορήματος. Οπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα βιβλία της ανθρωπότητας, η εγκυρότερη ερμηνεία βρίσκεται στις ίδιες τις σελίδες του και, θεωρητικά τουλάχιστον, ταυτίζεται με τις προθέσεις του συγγραφέα. Οι προθέσεις όμως αυτές έχουν πάψει προ πολλού να είναι – αν ποτέ υπήρξαν – διαφανείς· κατά συνέπεια, το ερμηνευτικό πρόβλημα εστιάζεται σήμερα στις αλλεπάλληλες αναγνώσεις του έργου. Με τη σειρά τους, οι τελευταίες καλούνται να απαντήσουν σε άλλα δύο ερωτήματα: 1ον. Το ύστατο μήνυμα ή νόημα του μυθιστορήματος είναι κωμικό ή τραγικό; · και 2ον: Οντως ο Θερβάντες ασκεί εδώ πολεμική κατά της ιπποτικής φιλολογίας;


* Μυθιστόρημα κωμικό


Για δύο αιώνες, ο Δον Κιχώτης εθεωρείτο έργο ακραιφνώς κωμικό. Λέγεται, π.χ., ότι ένας εκ των Αψβούργων τις Ισπανίας, ακούγοντας τρανταχτά χάχανα να φτάνουν στην αίθουσα του θρόνου από τους κήπους του Escorial, είχε κάνει το εξής σχόλιο: «Τούτος εδώ, ή εκτός εαυτού του είναι ή διαβάζει Δον Κιχώτη». Τι ακριβώς διασκέδαζε τόσο πολύ τους πρώτους αναγνώστες του βιβλίου; Ο συγγραφέας θα ήθελε μάλλον την ιλαρότητά τους να προκαλεί η κατανόηση του «φιλολογικού συνδρόμου» από το οποίο πάσχει ο ξερακιανός ήρωάς του, που «από το πολύ διάβασμα και τον λίγον ύπνο, του ξεράθηκε το τσερβέλο». Συγκεκριμένα, ο ιππότης έχει χάσει τον έλεγχο του «ορίζοντα προσδοκίας»: οι μεν πράξεις του αγνοούν την απόσταση «ανάμεσα στον κόσμο του φανταστικού και της καθημερινότητας», τα δε λόγια του, την αντίθεση «μεταξύ ποιητικής και πρακτικής γλώσσας» (Η. R. Jauss).


Πολύ αμφιβάλλω όμως αν το κοινό του 17ου και 18ου αιώνα έβρισκε χιουμοριστική μια τόσο λόγια πρόταση. Απεναντίας, οσάκις ο Θερβάντες «μετέφραζε» τη διάθεσή του για πρακτική κριτική σε πρακτικό αστείο (όταν, για παράδειγμα, οι ανεμόμυλοι διέψευδαν βάναυσα αυτόν που τους είχε μπερδέψει με γίγαντες, ή όταν μια άξεστη πλην ετοιμόλογη χωριατοπούλα τού «πέταγε στα μούτρα» τις ρητορικές φιοριτούρες με τις οποίες την είχε προσφωνήσει ως Δουλθινέα), ο αντίκτυπος στον αναγνώστη της εποχής και άμεσος πρέπει να ήταν και ξεκαρδιστικός.


* H ρομαντική ανάγνωση


Το παραπάνω μοντέλο ανάγνωσης αλλάζει άρδην τον 19ον αιώνα, με τη νέα ερμηνευτική διάσταση που εισάγει ο Ρομαντισμός. Οι ρομαντικοί διαπιστώνουν ότι οι τραγ-ελαφικές περιπέτειες του Ιππότη της Ελεεινής Μορφής αφήνουν πίσω τους ένα αν-εξάντλητο κατάλοιπο ανθρωπιάς και ευγενείας, που υπερβαίνει ευρέως το κωμικό στοιχείο. Για να δώσουν λογαριασμό για το συγκεκριμένο στοιχείο, εγκαταλείπουν ή και αντιστρέφουν τη σκοπιά του συγγραφέως και διαχωρίζουν τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα από τα μυθιστορηματικά συμφραζόμενα. Συνεπεία της ερμηνευτικής αυτής ρήξεως, ο ισπανός ιππότης αποκτά ηρωικό και τραγικό ανάστημα. Εφεξής, λοιπόν, ο λιπόσαρκος αλλά μεγαλόκαρδος Δον Κιχώτης θα συμβολίζει τον αδιάλλακτο ιδεολόγο, που οι αλλεπάλληλες οδυνηρές συντριβές ποσώς δεν τον πτοούν στον αγώνα του υπέρ του ιδανικού και εναντίον της πεζής και μίζερης καθημερινότητας.


H ιστορία της ανωτέρω εκδοχής σημαδεύεται από ευδιάκριτα ορόσημα. Προτού όμως τα εξετάσουμε εν μέρει και εν τάχει, ας αναφέρουμε τουλάχιστον τη λαμπρή εξαίρεση του Gustave Flaubert, ο οποίος, εν μέσω της ρομαντικής παραζάλης, επιστρατεύει την οπτική του Θερβάντες, αλλά με μια ματιά πολύ σκληρότερη, αφού παρουσιάζει το δράμα της Emma Bovary (1857), μοιχαλίδας από δονκιχωτική «φιλολογίτιδα», ως πεμπτουσία του κιτς.


Αντιθέτως, το δοκίμιο του Ιβάν Τουργκένιεφ Δον Κιχώτης και Αμλετ, γραμμένο σχεδόν την ίδια εποχή (1860), είναι χαρακτηριστικά ρομαντικό. Ο συγγραφέας αντιπαραθέτει τον ιδαλγό της Λα Μάντσα προς τον πρίγκιπα της Δανιμαρκίας, ως να επρόκειτο για δύο ηθικές στάσεις και φιλοσοφίες ζωής με οικουμενική και διαχρονική ακτινοβολία, συγκεκριμένα για τον ενθουσιώδη αλτρουισμό (Δον Κιχώτης) έναντι της σκεπτικιστικής εσωστρέφειας, αντιστοίχως (Αμλετ). Το πόνημα είχε μεγάλον απόηχο στα ρωσικά γράμματα, όπου και, διόλου τυχαία, γεννήθηκε ο πιο πειστικός δονκιχωτικός χαρακτήρας της μετα-θερβαντινής εποχής: ο πρίγκιψ Μίσκιν του Ντοστογέφσκι.


Το μη περαιτέρω των ρομαντικών αναγνώσεων του ήρωα θεωρείται όμως η Ζωή του Δον Κιχώτη και του Σάντσο (1905), του Miguel de Unamuno, που αποσπά τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα από το μυθιστορηματικό «σενάριο» για να τον φέρει αντιμέτωπο με τον συγγραφέα του μυθιστορήματος. Ο Δον Κιχώτης είναι ένας Σωτήρας και ένας Μεσσίας, που όμως τη διδαχή του έχουν σφετερισθεί φαύλοι «γραμματιζούμενοι, παπάδες και μπαρμπέρηδες», συμπεριλαμβανομένου αυτού ακόμη του Θερβάντες· εναντίον τους, ο Unamuno καλεί σε σταυροφορία, για την απελευθέρωση του τάφου του «Ισπανού Χριστού» [el Cristo espan~ol].


Τέλος, στο ίδιο ρομαντικό «παράδειγμα» ανήκει και η φιλόδοξη φιλοσοφική εποπτεία του Δον Κιχώτη, που μας προτείνει ο Georg Lukαcs στη Θεωρία του μυθιστορήματος (1920), μείζον έργο της προμαρξιστικής περιόδου του. Για τον Lukαcs, το μυθιστόρημα συνιστά το έπος της αστικής εποχής, όπου η ζωή έπαψε να αποτελεί «ολότητα», ενώ το δικό της «υπαρκτό και βιωμένο νόημα» εκλαμβάνεται ως «προβληματικό». Ως εκ τούτου, «προβληματική» θα φαντάζει επίσης η ανθρώπινη υπόσταση του μυθιστορηματικού ήρωα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την «καθαρή αρνητικότητα του ιδανικού» του. Σε αυτήν την τυπολογία, ο Δον Κιχώτης εκπροσωπεί τον «αφηρημένο ιδεαλισμό», δηλαδή την τραγική αντίληψη μιας «δαιμονισμένης» οικουμένης, όπου υποχθόνιες δυνάμεις ματαιώνουν μονίμως τη συμμόρφωσή της προς τις a priori αξιώσεις της ιδέας.


* H ειρωνική οπτική


Σήμερα, ενώ ακόμη η ρομαντική vulgata καλά κρατεί, στο επίπεδο της ερμηνείας τίθεται, επιτακτικά πλέον, θέμα επανόδου από την «ανάγνωση» του ήρωα στην ανάγνωση του έργου. Σε αυτήν την κατεύθυνση στοχεύει, λ.χ., το περίφημο Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια (1961) του Reni Girard, που ανιχνεύει στις σελίδες του Δον Κιχώτη τη θεμελιώδη μυθιστορηματική δομή της «κατά τρίτον επιθυμίας»: «Για χάρη του Αμαντίς, ο Δον Κιχώτης παραιτήθηκε από το βασικό δικαίωμα του ατόμου: δεν επιλέγει πλέον τα αντικείμενα της επιθυμίας του, επιλέγει ο Αμαντίς για λογαριασμό του».


Στην ίδια κατεύθυνση, ευχής έργον θα ήταν να ξαναβρεί το κοινό την ανάλαφρη εκείνη διάθεση χάρη στην οποία ο Δον Κιχώτης (κατά τον βρετανό ισπανιστή Anthony Close) διαβαζόταν κάποτε ως a funny book. Βεβαίως, για εμάς, σήμερα, οι κωλοτούμπες και η βροχή ροπάλων στις πλάτες των ηρώων δεν είναι ό,τι πιο διασκεδαστικό θα αξιώναμε από ένα μυθιστόρημα. Το χοντροκομμένο εκείνο χιούμορ ναι μεν είχε την ηθική σημασία του: ο αγνοών την πραγματικότητα τιμωρείται από την πραγματικότητα την ίδια – πλην όμως δεν μας ικανοποιεί πια. Εφεξής, το ζητούμενο είναι να αντλεί ο αναγνώστης την ποιοτική απόλαυσή του από τη δεξαμενή της θερβαντινής ειρωνείας.


Κάτι τέτοιο εμπλέκει στις διεργασίες πρόσληψης το ερμηνευτικό ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη πολεμικής προθέσεως του Θερβάντες έναντι του ιπποτικού μύθου. H θετική απάντηση – όρος εκ των ων ουκ άνευ για την αισθητική πραγμάτωση του έργου (Ortega y Gasset) – μας οδηγεί στη θεώρηση της ειρωνικής διαστάσεως ως δομικού συστατικού του Δον Κιχώτη, αφού η κριτική των ιπποτικών μυθιστοριών «στήνεται» εδώ ως παρωδία. Εξάλλου, όμως, το δραστικότατο αυτό είδος της ειρωνείας προϋποθέτει μια στενή διακειμενική σχέση ανάμεσα σε δύο λογοτεχνήματα, εκ των οποίων το ένα αποδομεί αλλά και «σώζει» το άλλο. Αλήθεια, τι θα έμενε από τις περιπέτειες των Amadis de Gaula, Palmerin de Inglaterra και τόσο άλλων περιπλανώμενων ιπποτών, αν ο Θερβάντες δεν τις ενσωμάτωνε, έστω και πλαγίως, στο αριστούργημά του;


Ετσι, λοιπόν, στο μέτρο που ο σημερινός αναγνώστης αποδειχθεί ικανός να προσεγγίσει τον Δον Κιχώτη με ένα ειρωνικό μειδίαμα στα χείλη, η ανακτηθείσα χαρά της ανάγνωσης θα τον οδηγήσει στην εποπτεία του βασικού παραδόξου επί του οποίου στηρίζεται το όλο έργο. H παρωδία είναι το κύριο εργαλείο της κριτικής, αλλά και την αμβλύνει αισθητά: ο Θερβάντες, λ.χ., δεν πλησιάζει το ιπποτικό παραμύθι με την αγέλαστη επιθετικότητα της Ιεράς Εξέτασης αλλά με διάθεση ιλαρή και στοργική. Για να το πούμε με τα λόγια του Μπόρχες: «Ο Δον Κιχώτης δεν είναι τόσο το αντίδοτο εκείνων των μύθων όσο ένας απόκρυφος, νοσταλγικός αποχωρισμός».


Ο κ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς διδάσκει ισπανόφωνη λογοτεχνία στο Τμήμα Ισπανικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.