1. Τί θα γίνει επιτέλους μ’ αυτήν τη βλαχοπροοδευτική επιδημία του «bού», «dέ» και του «gά»; Ξέρετε, εκείνη την αυτιστική μόδα να λένε Σύdαγμα (κι όχι Σύνdαγμα), εκποbή κι όχι εκπομbή – και κάθε λογής bομbή!


Μέχρι και ο άγιος Aνdόνιος έγινε Adόνιος, κι όλοι οι άνgελοι του ουρανού εξέπεσαν σε αgέλους. Ποιός διάβολος έβαλλε το ποδάρι-του, δέν πήραμε είδηση: Ανεπαισθήτως αλλά σταθερώς, γέμισαν τα ραδιόφωνα με τα «πέdε» κακά της μοίρας μας. Κοροϊδεύουμε τους καϋμένους τους τσιγκάνους (τσιngάνους) για το «Συbέτερε συbάτα με», και τα λουστήκαμε εμείς οι ίδιοι τώρα!


Τί συμβαίνει άραγε μ’ αυτά τα ηχηρά ρινικά στιγμιαία σύμφωνα «μπ», «ντ», «γγ»;


2. Ας είχαμε (σου λέει) το θάρρος προ δύο αιώνων να έχομε εισαγάγει στο αλφάβητό-μας τα αντίστοιχα (λατινικά αλλά σαφή) ηχηρά b, d, g. Αλλα, δέν χάθηκε κι ο κόσμος: Ακόμη και σε μερικές λατινογενείς γλώσσες, αυτά τα στιγμιαία σύμφωνα προφέρονται πλησιέστερα προς τα αντίστοιχα εξακολουθητικά-τους β, γ, δ – χωρίς ωστόσο να έχουν εισαχθεί στο ισπανικό αλφάβητο τα εκφραστικά αυτά ελληνικά σύμβολα. Σύμβαση είναι κι η γραφή, κι ας κόψουμε το σβέρκο-μας να μάθουμε τις κατα περίπτωση αρθρώσεις.


Ετσι λοιπόν, στα ρινικά συμπλέγματα μπ, ντ (μας λέει ο Τριανταφυλλίδης) προφέρεται χωριστά το ρινικό μ, ν, ενώ τα ακόλουθα π, τ, προφέρονται σάν το δίψηφο μπ(b) και ντ(d). Πράγματι, εμένα το αγροτικό-μου σόι επήγαινε στ’ αμbέλι φορώντας αμbέχονα, κι έσκαβε την αμbολή. Ανάλογα (ο Τριανταφυλλίδης πάντα) συμβαίνουν και στα γκ, γγ, όπου το πρώτο γράμμα προφέρεται σαν «ν» ενώ το δεύτερο προφέρεται σαν το δίψηφο γκ(g). Αναγνωρίζω, βέβαια, την κάποια λεπτότητα του πράγματος. Πρώτον είναι αληθές οτι κατα το παρελθόν σε μερικές τοπολαλιές, τα ρινικά αυτά συμπλέγματα προφέρονταν χωρίς το ρινικό στην αρχή – είχαμε όμως συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε μια κοινή Ελληνική, για να μήν ξαναπέσομε στη Βαβυλωνία. Δεύτερον, τα δίψηφα αυτά στην αρχή των λέξεων προφέρονται όντως χωρίς το ρινικό (μπάλα, ντόρος, γκάιντα).


Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, ο ψυχραιμότερος γλωσσολόγος θα διετύπωνε την άποψη «η γλώσσα απο μόνη της τείνει να γενικεύσει τον κανόνα – μήν γκρινιάζετε».


3. Εγώ λοιπόν διατηρώ πλήρες το δικαίωμα να γκρινιάζω. Πρώτον διότι με ενοχλεί βαρύτατα (ακουστικώς και αισθητικώς) αυτό το καλοκόριτσο στο μεγάφωνο του Μετρό που με τριβελίζει δέκα φορές την ημέρα με τους Abελόκηπους και με το Σύdαγμά-της. Πρίν να γίνει αξιόπιστη επιστημονική μέτρηση των γλωσσικών συνηθειών όλων των επιβατών του Μετρό, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μου επιβάλλει το γλωσσικό-του εbόρευμα.


Δεύτερον, ουδέποτε επίστεψα στον μεταφυσικό αυτοματισμό των γλωσσικών φαινομένων: Οπως σ’ όλα ανεξαιρέτως τα φαινόμενα, έτσι και στα γλωσσικά υπάρχουν μιά ή περισσότερες αιτίες – παλαιότερα, ήταν συνήθως ξενικοί βιασμοί (τα δε αποτελέσματα των βιασμών δέν νομιμοποιούνται). Τώρα όμως;


Το σαρδανάπαλο φαινόμενο το οποίο καταγγέλω σήμερα, δέν προέρχεται απο λαϊκούς ανθρώπους, αλλα απο μερικούς δήθεν μπροστάρηδες εκφωνητές ή δημοσιογράφους που «διορθώνουν» τη λαϊκή γλώσσα. Εχομε λοιπόν καθήκον να αναζητήσομεν την αιτία του νέου συρμού. Κι ομολογώ οτι δέν βρίσκω άλλην, απ’ την επιχωριάζουσα σύγχυση μεταξύ του λαϊκού και του λαϊκίστικου: «Το… απλουστεύω για να το καταλάβει ο λαός» (υποτιμώντας έτσι τον λαό επιδεικτικώς – αλλα και βάζοντάς τον να ζοριστεί για να προφέρει αbέλι, αντί αμbέλι). Κι ύστερα, μιλώντας έτσι με τα bού-bού και τα doύ-dού, φαίνομαι και πιό μάγκας ρε παιδί μου κι όχι «κυριλέ» (όπως εσημείωνε και το αλήστου μνήμης βοηθητικό βιβλίον για τον Δάσκαλο).


Εως ότου να ακούσω μια πειστικότερην αιτία του φαινομένου, έχω υποχρέωση να αντιδρώ ως ενεργός πολίτης και να επαναλαμβάνω την απαίτηση να αναμαγνητοφωνηθούν οι αναγγελίες των στάσεων του Μετρό, χρησιμοποιώντας την κοινή κι όχι την ιδιωματική εκφορά λόγου. Φτάνουν οι βιασμοί.


Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.