Εδώ και μερικά χρόνια στη ναυτομάνα Ανδρο λειτουργεί ένα ίδρυμα με πολυσχιδή δράση, που αποτελεί κόσμημα για το ίδιο το νησί και παράδειγμα προς μίμηση για άλλα μέρη του τόπου μας. Ο λόγος είναι για την Καΐρειο Βιβλιοθήκη, δημιούργημα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η οποία με την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Δ. Πολέμη και την πολύτιμη συμπαράσταση της Ειρ. Δάμπαση εργάζεται για τη «συλλογή, διαφύλαξη και ταξινόμηση υλικού σχετικού με την πνευματική κληρονομία των Ανδρίων και τη συστηματική έρευνα, μελέτη» και δημοσίευσή του.


Αυτό το καλοκαίρι το Ιδρυμα πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει μια έκθεση για τους χάρτες της Ανδρου και γενικότερα των Κυκλάδων, που συνοδεύτηκε και από την έκδοση ενός καλαίσθητου και κατατοπιστικού καταλόγου. Το σχετικό εκθεσιακό υλικό, προερχόμενο κυρίως από ιδιωτικές συλλογές, παρουσιάστηκε σε αίθουσες ενός προσφάτως ανακαινισμένου νεοκλασικού οικήματος της Χώρας. Αυτή η έκθεση, που είχε την τιμή να εγκαινιαστεί από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι η αφορμή για τα όσα θα εκθέσω στη συνέχεια.


Ως γνωστόν, οι χάρτες, ανάμεσα στα άλλα, βοηθούν στην καλύτερη επικοινωνία με το περιβάλλον και στην πληρέστερη κατανόηση του χώρου όπου δρα και κινείται ο άνθρωπος. Δεν εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι χάρτες συναντούμε ήδη από τους λεγόμενους προϊστορικούς χρόνους. Σε βραχογραφίες π.χ. σπηλαίων, που χρονολογούνται γύρω στο 30000 π.Χ., εικονίζονται «τοποπαραστάσεις», δηλαδή σκηνές συνήθως από το άμεσο περιβάλλον των δημιουργών τους, ενώ από τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο μας σώζονται οι παλιότερες κατόψεις πόλεων (3000-2000 π.Χ.). Από την ίδια την Αίγυπτο έχουμε και τα πρώτα σοβαρά δείγματα οργανωμένης κρατικής χαρτογράφησης (γύρω στο 1300 π.Χ.), που απέβλεπε κυρίως στην πιο συστηματική εκμετάλλευση των γαιών.


Ωστόσο, με βάση τις ως σήμερα γνώσεις μας, οι αρχαίοι Ελληνες, και μάλιστα οι Ιωνες, ήταν αυτοί που έδωσαν για πρώτη φορά επιστημονικό χαρακτήρα στη χαρτογραφία, συνδυάζοντας με θαυμαστό τρόπο τη γνώση με την τεχνολογία, τη θεωρία με την πράξη.


Ο πρώτος που αποπειράθηκε να φτιάξει ένα σχεδιάγραμμα της γης ήταν ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Ο κόσμος του Αναξιμάνδρου εκτεινόταν από τον Ατλαντικό Ωκεανό ως την Κασπία Θάλασσα και είχε ως κέντρο του το Αιγαίο. Πολύ γνωστός ήταν ο χάρτης που σχεδίασε γύρω στο 500 π.Χ. ένας άλλος Μιλήσιος, ο πολυταξιδευμένος Εκαταίος. Σ’ αυτόν θα είχε ενσωματώσει όλες τις πληροφορίες που είχαν αντληθεί από το θρυλικό ταξίδι που είχε κάνει στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, ερευνώντας τις πέρα από τις εκβολές του Ινδού ποταμού ασιατικές ακτές. Ακόμη θα είχε λάβει υπόψη του και την πληθώρα των νέων στοιχείων από την πρόσφατη εκστρατεία του Δαρείου Α’ στη Σκυθία, όπως και τις πληροφορίες που θα του είχαν δώσει οι μιλήσιοι ναυτικοί οι οποίοι, από τα τέλη του 8ου αι. π.Χ., όργωναν τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα τον Εύξεινο Πόντο.


Δεν αποκλείεται ο Εκαταίος να είναι και ο δημιουργός ενός περίφημου ορειχάλκινου χάρτη, που γύρω στο 500 π.Χ. τον έφερε μαζί του ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας όταν επισκέφθηκε τη Σπάρτη με σκοπό να πείσει τους Σπαρτιάτες να τον βοηθήσουν στον αγώνα του εναντίον των Περσών. Ο χάρτης αυτός είναι ο πρώτος γνωστός που χρησιμοποιήθηκε σε ευρωπαϊκό έδαφος.


Οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε συνδυασμό και με τη μεγάλη πρόοδο σχετικών επιστημών, συντελούν αποφασιστικά στη μεγάλη ανάπτυξη της χαρτογραφίας που παρατηρείται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Στον Δικαίαρχο, έναν μαθητή του Αριστοτέλη, αποδίδεται η πρώτη προσπάθεια καταμέτρησης των διαστάσεων της γης. Με μια οριζόντια γραμμή, γνωστή ως «διάφραγμα», που άρχιζε από τις Ηράκλειες Στήλες, το σημερινό Γιβραλτάρ, και τελείωνε στον Ινδικό Καύκασο (αυτά ήταν τα προς Δυσμάς και Ανατολάς όρια του τότε γνωστού κόσμου), διαίρεσε τη γη σε δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Ο ίδιος ο Δικαίαρχος, ή κάποιος μεταγενέστερος γεωγράφος, πρόσθεσε στο «διάφραγμα» και μια κάθετη γραμμή που ξεκινούσε από τη θρακική Λυσιμάχεια και κατέληγε στην αιγυπτιακή Συήνη, το σημερινό Ασσουάν. Στον 3ο αι. π.Χ. έζησε ο Κυρηναίος Ερατοσθένης, ο μεγαλύτερος ίσως γεωγράφος της αρχαιότητας. Είναι αυτός που πρώτος προσδιόρισε το ακριβές σχήμα της γης, όπως και τις διαστάσεις της. Στον χάρτη του, που προς Ανατολάς έφθανε ως τον Γάγγη ποταμό και προς Νότον ως τις πηγές του Νείλου, υπήρχαν επτά παράλληλοι και επτά μεσημβρινοί σε άνισα διαστήματα.


Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με την καλύτερη γνώση των κατοικημένων περιοχών και με τη διεύρυνση των ορίων του κόσμου, είχαμε χωρίς άλλο σημαντική πρόοδο και στον τομέα της χαρτογραφίας, με πολλούς πρωταγωνιστές, όπως π.χ. τον Μαρίνο από την Τύρα, που ως αφετηρία για τη μέτρηση των μηκών καθιέρωσε έναν μεσημβρινό που περνούσε από τα νησιά των Μακάρων, πιθανόν τα σημερινά Κανάρια νησιά. Ωστόσο όλους τους επισκιάζει ο Πτολεμαίος Κλαύδιος (85-165 μ.Χ.), που σχεδίασε τον πληρέστερο και ακριβέστερο χάρτη που είχε ως τότε δει ο κόσμος. Είναι όμως αξιοπερίεργο ότι ο χάρτης αυτός όχι μόνον δεν αξιοποιήθηκε από τους Ρωμαίους αλλά και αγνοήθηκε. Επισημαίνω ότι οι Ρωμαίοι ενδιαφέρθηκαν για τη χαρτογραφία στον βαθμό που εξυπηρετούνταν πρωτίστως τα στρατιωτικά τους σχέδια και δευτερευόντως ο εξωραϊσμός των μεγάλων πόλεων. Ετσι κατά τη ρωμαϊκή εποχή έχουμε εμφάνιση χαρτών που αποτυπώνουν κυρίως οδικά δίκτυα και ακτογραμμές ή κατόψεις πόλεων. Ο χάρτης όμως του Πτολεμαίου δεν επρόκειτο να μείνει στη λήθη. Τον ανακάλυψε η Ευρώπη του 15ου αι. και αμέσως παρατηρήθηκε μια έντονη κινητικότητα στον τομέα της χαρτογραφίας, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως προάγγελος της αλματώδους εξέλιξής της που παρατηρείται στους επόμενους αιώνες.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.