Η προετοιμασία για την είσοδο του ευρώ στην καθημερινότητα εκατομμυρίων Ευρωπαίων συνοδεύτηκε από τις διαβεβαιώσεις και τις προσδοκίες των εκπροσώπων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ αλλά και των πολιτών ότι η κυκλοφορία του δεν θα προκαλέσει αύξηση των τιμών. Οι προσδοκίες όμως αυτές διαψεύστηκαν στην πράξη παρά τα μέτρα, τις εκκλήσεις για αυτοπεριορισμό και τις συμφωνίες κυρίων που έγιναν σε όλη την ΕΕ. Δύο στους τρεις Ευρωπαίους, ύστερα από τέσσερις μήνες συναλλαγών μόνο σε ευρώ, εκτιμούν ότι το ενιαίο νόμισμα «ευθύνεται» για την ακρίβεια. Αυτό προκύπτει από την τελευταία έρευνα που διενήργησε το Ευρωβαρόμετρο για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αποτύπωσε εκτός των άλλων και την γκρίνια των ευρωπαίων καταναλωτών για τις τσιμπημένες τιμές. Ο ευρωπαϊκός Τύπος κατέγραψε αυτή τη διαμαρτυρία, όπως ήταν αναμενόμενο, με ιδιαίτερα επικριτικό και σε ορισμένες περιπτώσεις καυστικό τρόπο σε εκτενή και πρωτοσέλιδα ρεπορτάζ του. Στην Ελλάδα το 77,6%, ποσοστό που είναι από τα μεγαλύτερα στην ευρωζώνη, εκτιμά ότι η μετατροπή των τιμών από τη δραχμή στο ευρώ έφερε και αυξήσεις. Πρόκειται για απλή αίσθηση των ελλήνων καταναλωτών; Κάθε άλλο. Στην έκθεση του πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και νυν αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Λ. Παπαδήμου υπάρχει σαφής αναφορά. Αρχικά η τράπεζα εκτιμούσε ότι η τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών σε ευρώ θα είχε μικρή επίδραση στην εξέλιξη των τιμών καταναλωτή, περίπου 0,2% στη χώρα μας και 0,6% στην ΕΕ. Η ανάλυση όμως των στοιχείων οδήγησε στην αναθεώρησή τους. Οι αυξήσεις στο πρώτο τρίμηνο του 2002, που δεν ήταν αναμενόμενες ή συνηθισμένες, συνέβαλαν στον πληθωρισμό κατά 0,5%. Δηλαδή, αν δεν είχαν γίνει οι αυξήσεις αυτές ο πληθωρισμός τον Μάρτιο του 2002 δεν θα ήταν 4% αλλά 3,5%. Μιλάμε δε για την περίοδο που ίσχυαν οι συμφωνίες κυρίων. Σήμερα, στο πεντάμηνο, υπολογίζεται ότι η επίπτωση είναι 0,7%-0,8%, όταν ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού στο τέλος Μαΐου ήταν 3,4%.



Το ζήτημα που εγείρεται, συγκρίνοντας κανείς τον επίσημο πληθωρισμό ο οποίος κινείται στο 2% στην ΕΕ και στο 3,4 % στην Ελλάδα και την εντύπωση των μεγάλων αυξήσεων που έχουν οι καταναλωτές, αποτυπώνεται στο εξής:


Δεν μας λένε την αλήθεια, που είναι λίγο ως πολύ η άποψη των καταναλωτών, ή η αλήθεια είναι αυτή που μας λένε οι οικονομολόγοι και πολύ περισσότερο οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων, ότι δηλαδή ο πληθωρισμός κρατήθηκε σε υποφερτά επίπεδα και οι καταναλωτές έχουν απλώς τέτοια αίσθηση λόγω και δυσκολίας κατανόησης του ευρώ; Το ερώτημα έχει διατυπωθεί σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Η απάντηση όμως δεν είναι αναγνωρίσιμη με την πρώτη ματιά. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τι κατέγραψε το Ευρωβαρόμετρο, σε έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον περασμένο Απρίλιο και δόθηκε στη δημοσιότητα λίγες μέρες πριν. Στο πλαίσιο της έρευνας ρωτήθηκαν 12.700 άτομα στις 12 χώρες της ευρωζώνης τα εξής:


* Αν σημειώθηκαν αυξήσεις και πού στις τιμές.


* Πώς αποδέχθηκαν τη μετατροπή από το εθνικό τους νόμισμα στο ευρώ.


* Αν κατανοούν με ευκολία ή δυσκολία τις τιμές που είναι εκφρασμένες πλέον σε ευρώ κτλ.


Ολλανδοί, Ισπανοί και Ελληνες φιγουράρουν στις τρεις πρώτες θέσεις του Ευρωβαρομέτρου, καθώς απαντώντας σε σχετική ερώτηση – στη συντριπτική τους πλειονότητα – εξέφρασαν την εκτίμηση ότι η μετατροπή των τιμών σε ευρώ είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές σε αγαθά και υπηρεσίες να στρογγυλοποιηθούν προς τα πάνω, δηλαδή να αυξηθούν. Τα ποσοστά μιλάνε από μόνα τους. Στην Ολλανδία το 90% των κατοίκων εκτιμά ότι οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών που απεικονίζονται πλέον σε ευρώ είναι πιο τσιμπημένες σε σχέση με αυτές που εκφράζονταν στο ολλανδικό φιορίνι. Ακολουθούν οι Ισπανοί με ποσοστό 80,3% και οι Ελληνες που σε ποσοστό 77,6% πιστεύουν ότι η κυκλοφορία του ευρώ συνοδεύτηκε με αυξήσεις στις τιμές. Στον αντίποδα βρίσκονται οι Αυστριακοί με μόλις το 41,2% να πιστεύει ότι αυξήθηκαν οι τιμές. Σε επίπεδο ευρωζώνης το ποσοστό


* Αμηχανία στην ΕΕ


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με φανερή αμηχανία, παρουσιάζει τα ερωτήματα με άλλη σειρά. Πρώτα τονίζει ότι οι περισσότεροι πολίτες της ευρωζώνης – σε ποσοστό 84,1 % – δεν είχαν δυσκολίες στη μετάβαση από το εθνικό τους νόμισμα στο ευρώ. Στη συνέχεια προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που δημιουργούνται από την έμμεση διαμαρτυρία και γκρίνια των ευρωπαίων καταναλωτών για την άνοδο στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που δήλωσε ο ιρλανδός επίτροπος David Byrne, αρμόδιος για θέματα υγείας και προστασίας του καταναλωτή: «Αυτή η σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης δείχνει ότι οι καταναλωτές τα κατάφεραν καλά με το νέο νόμισμα. Εν τούτοις ανησυχώ με τις αυξήσεις που υπερέβησαν τον μέσο όρο και οι οποίες σημειώθηκαν στις τιμές σε ορισμένους τομείς, όπως για παράδειγμα στα τρόφιμα, στα ξενοδοχεία και στα εστιατόρια που οι τιμές αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 4%. Οι αυξήσεις αποτυπώθηκαν πολύ έντονα στο μυαλό των καταναλωτών απ’ ό,τι οι αντισταθμιστικές μειώσεις που σημειώθηκαν, για παράδειγμα, στις τηλεπικοινωνίες ή στις μεταφορές και ήταν κατά μέσο όρο 1%». Γνωρίζοντας συγχρόνως ότι το μήνυμα είναι σοβαρό συνέχισε πιο επικριτικός: «Εξακολουθεί όμως να με ανησυχεί η πιθανότητα ότι ορισμένες αυξήσεις σε καθημερινά αγαθά και υπηρεσίες μπορεί να εξηγηθούν από το γεγονός ότι ορισμένοι στο λιανεμπόριο εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και αύξησαν τις τιμές. Καταδικάζω αυτές τις πρακτικές».


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδέχεται λοιπόν ότι έγιναν αυξήσεις σε ορισμένους τομείς, όπως φαίνεται και από τη δήλωση του επιτρόπου. Επιπλέον, εκτιμά ότι η αρνητική εικόνα που έχει η πλειονότητα των ευρωπαίων καταναλωτών οφείλεται σε ένα ποσοστό στη δυσκολία που έχουν στο να καταλάβουν τις τιμές και την αξία σε ευρώ των αγαθών και των υπηρεσιών. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του κ. Γερ. Θωμά, εκπροσώπου της Επιτροπής: «Αν κοιτάξετε πίσω υπήρξε ένα παρόμοιο φαινόμενο στο Ηνωμένο Βασίλειο την περίοδο εισαγωγής του δεκαδικού μετρικού συστήματος. Ολοι πίστευαν ότι οι τιμές είχαν αυξηθεί, αλλά στην πραγματικότητα οι αλλαγές ήταν ασήμαντες. Ο συνολικός πληθωρισμός στην ευρωζώνη κυμαίνεται στο 2%. Αυτό δεν είναι πολύ υψηλό».


Τέτοιου είδους δηλώσεις προκάλεσαν την αντίδραση των ενώσεων ευρωπαίων καταναλωτών. Η Caroline Hayat, που δουλεύει για την Ευρωπαϊκή Ενωση Καταναλωτών (BEUC European Consumers’ Organization), και η οποία διατηρεί γραφεία σε κάθε χώρα της ευρωζώνης, δηλώνει: «Δεν είναι απλώς η αίσθηση των καταναλωτών. Οι αυξήσεις είναι ένα πραγματικό γεγονός. Αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμη να μιλήσουμε για την επίδραση των αυξήσεων αυτών στο συνολικό κόστος της ζωής μας». Ωστόσο συμπληρώνει: «Αδίστακτοι έμποροι χρησιμοποίησαν τη μετάβαση στο ευρώ για να αυξήσουν τις τιμές. Σύμφωνα με τους ειδικούς δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία γι’ αυτές τις αυξήσεις.


Σε μικρό αριθμό επιτηδείων απέδωσε τις αυξήσεις η Renate Kunast, η γερμανίδα υπουργός Καταναλωτών, και όχι στο ευρώ. Σε συνάντηση με αντιπρόσωπο των εμπόρων απέκλεισε το ενδεχόμενο του καθορισμού των τιμών από την κυβέρνηση, αλλά τόνισε ότι οι καταναλωτές πρέπει να έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν τα προϊόντα που πιστεύουν ότι ανατιμήθηκαν εξαιτίας της νομισματικής αλλαγής.


* Πανευρωπαϊκή αύξηση τιμών


Στην προσπάθεια να εξηγήσει την ανακολουθία μεταξύ της κοινής γνώμης (αίσθησης) για γενική αύξηση των τιμών και των επίσημων στατιστικών στοιχείων για τον πληθωρισμό εκπρόσωπος της Επιτροπής είπε: «Οι καταναλωτές προσέχουν τις τιμές συγκεκριμένων προϊόντων – όπως το πόσο κοστίζει ένα φλιτζάνι καφέ – περισσότερο απ’ ό,τι παρακολουθούν την εξέλιξη των τιμών σε κάποια άλλα προϊόντα που έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον πληθωρισμό». Αυτό όμως είναι εν μέρει σωστό. Δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι σε ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως βασικά καταναλωτικά αγαθά αλλά και υπηρεσίες, οι αυξήσεις είναι υπερβολικά υψηλές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσαν στο «Βήμα της Κυριακής» η ΕΣΥΕ και ο ΣΕΣΜΕ, οι αυξήσεις είναι αισθητές, υψηλές, συχνά υπερβολικές. Για παράδειγμα, το ελαιόλαδο και το σπορέλαιο 8%-9,60%, τα έξοδα ξενοδοχείων 9,90%, η ασφάλιση μεταφορών 6,5%, γάλα – γιαούρτι 4,5%, αναψυκτικά 4,5%. Μιλάμε δε για ένα πεντάμηνο όπου η μέση αύξηση των τιμών ήταν 1,9%.


Ο γενικός γραμματέας της Στατιστικής κ. Ν. Καραβίτης στη συζήτηση που είχαμε μαζί του θα σημειώσει ότι δεν έχει την αίσθηση για κανένα κύμα ανατιμήσεων ή κάποιο περιστατικό που ανέτρεψε την πορεία του πληθωρισμού. «Οριακά υπήρξαν όντως επιπτώσεις, υπήρξαν αυξήσεις τιμών σε ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες. Δεν έχω όμως την αίσθηση ότι υπήρξε κάποιο κύμα ανατιμήσεων. Το πόσο ακριβώς είναι αυτές οι ανατιμήσεις δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Οσο για την εντύπωση του κόσμου ότι αυξήθηκαν οι τιμές στο διάστημα αυτό, να σημειώσουμε ότι αυτό αποτυπώνει το γεγονός κάθε αύξησης η οποία όμως δεν σημαίνει ότι οφείλεται αποκλειστικά στο ευρώ. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα οφέλη από το ευρώ είναι μακροπρόθεσμα. Το ότι μέσα σε ένα τρίμηνο παρατηρήθηκαν κάποιες ανατιμήσεις δεν είναι κάτι που το ανατρέπει αυτό».


Είναι κατανοητός ασφαλώς ο προσεκτικός σχολιασμός των εξελίξεων των τιμών, αλλά είναι δύσκολο να δεχθεί κανείς ότι οι αυξήσεις είναι οριακές, όταν η επίπτωση, όπως τη μετράει η Τράπεζα της Ελλάδος, είναι 0,5-0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε μια αύξηση για ολόκληρο το πεντάμηνο 3,5% περίπου. Οι αυξήσεις αυτές είναι σημαντικές με όποιον τρόπο και αν τις υπολογίσει κανείς και έχουν σοβαρή επίπτωση στην αγοραστική ικανότητα της νοικοκυράς όταν πηγαίνει με το καλάθι της στην αγορά. Ιδιαίτερα δε στην αγορά υπηρεσιών. Η μερική ιδιαιτερότητα των ανατιμήσεων στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης είναι ότι οι ανατιμήσεις ήταν υψηλότερες στις υπηρεσίες και ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις.


Η ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ Εύκολοι οι υπολογισμοί


Το Ευρωβαρόμετρο μέτρησε και την εξοικείωση των καταναλωτών με το ευρώ. Πράγματι, οι ευρωπαίοι καταναλωτές δεν έχουν εξοικειωθεί ακόμη με το ενιαίο νόμισμα καθώς αντιμετωπίζουν δυσκολία στις συναλλαγές τους. Τη δυσκολία την αποδίδουν στα εξής: Το 41,2%, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, θεωρεί δύσκολο να θυμάται τιμές και το 38,9% θεωρεί δύσκολο να συγκρίνει τιμές. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Τα ποσοστά αυτά είναι μικρότερα του 68,5% που πιστεύει ότι οι τιμές αυξήθηκαν. Επιπλέον ένα ποσοστό 60%-70% αυτών που ρωτήθηκαν έχουν μια επαρκή εικόνα για τις τιμές σε ευρώ των καθημερινών προϊόντων.


Οπωσδήποτε ένα ζήτημα κατανόησης (understanding) του ευρώ ανακύπτει, καθώς το 70% των κατοίκων της ευρωζώνης συνεχίζει, όταν συναλλάσσεται, να μετατρέπει συχνά ή πάντοτε τις τιμές από το ευρώ στο εθνικό τους νόμισμα. Γι’ αυτό το 72,1% πιστεύει ότι η διπλή αναγραφή των τιμών είναι ακόμη ουσιαστικά χρήσιμη. Ισως αυτή η δυσκολία στην πλήρη εξοικείωση με το νέο νόμισμα μπορεί μεν να οδηγεί εν μέρει και σε διογκούμενη εντύπωση για αυξήσεις αλλά σίγουρα αποτέλεσε και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για πραγματικές αυξήσεις – και όχι εντυπώσεις – στις τιμές. Αυτό εξάλλου το παραδέχθηκε και ο αρμόδιος επίτροπος. Τέλος, δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο το εμπορικό δαιμόνιο της ελληνικής φυλής. Στην έρευνα οι Ελληνες έχουν την πρωτιά όσον αφορά την κατανόηση των τιμών σε ευρώ. Το 69,1% των Ελλήνων δηλώνει ότι θυμάται με ευκολία τις τιμές σε ευρώ, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ευρωζώνη είναι 57,1%. Κατέχουμε επίσης την πρώτη θέση στη σύγκριση τιμών σε ευρώ στα διαφορετικά μαγαζιά, καθώς το 67,1% των Ελλήνων το θεωρεί εύκολη υπόθεση έναντι του 56,5% των κατοίκων της ευρωζώνης.


Στρογγυλοποιήσεις ΤΙ ΛΕΝΕ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ – ΕΜΠΟΡΟΙ


Μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ κ. Χ. Κουρής επισημαίνει ότι στην Ελλάδα οι καταναλωτές είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με τις απότομες και αισθητές ανατιμήσεις με αποτέλεσμα να αντιδρούν λιγότερο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις άλλες χώρες όπου οι αυξήσεις γίνονται πιο προσεκτικά. Ο κ. Κουρής σημείωσε ότι την περίοδο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου, προτού δεσμευτούν οι παραγωγοί από τις συμφωνίες κυρίων, είχαμε αυξήσεις σε τιμές χονδρικής που έφταναν το 7%-8%, αν και μέρος τους απορροφήθηκε τελικά από τις μεγάλες αλυσίδες το πρώτο τρίμηνο και οι επιχειρήσεις δεν προχώρησαν σε αυξήσεις. Απλώς έκαναν στρογγυλοποιήσεις που εκτιμά ότι προκάλεσαν αύξηση γύρω στο 0,8%. Οι αναμενόμενες αυξήσεις έγιναν μετά τη λήξη της περιόδου παγώματος σταδιακά τον Απρίλιο και τον Μάιο. Ως φαίνεται, σημειώνει ο κ. Κουρής, στις αυξήσεις αυτές προστέθηκε και μέρος των αυξήσεων που είχαν τους προηγούμενους μήνες απορροφηθεί. Και σε αυτές ακριβώς τις σωρευτικές αυξήσεις οφείλεται σύμφωνα με τον κ. Κουρή και η αρνητική αντίδραση των καταναλωτών: «Ουσιαστικά πιστεύω ότι οι τωρινές αντιδράσεις του καταναλωτικού κοινού σε μεγάλο βαθμό αποτελούν… παρενέργεια της πολιτικής προστασίας του προφίλ του ευρώ, που ακολούθησε τους πρώτους μήνες η κυβέρνηση. Προστασία που, κατά την άποψή μου, δεν χρειαζόταν το ευρώ, αφού το κλίμα δεν ήταν αρνητικό. Πάντως η πραγματική επίπτωση του ευρώ στις αυξήσεις των τιμών δεν θεωρώ ότι είναι μεγαλύτερη του 0,8% (στρογγυλοποιητικές διαδικασίες κτλ.). Σε ό,τι αφορά το γενικό κλίμα ανασφάλειας και αίσθησης πως με το ευρώ «ο μισθός τελειώνει πιο γρήγορα» νομίζω ότι οφείλεται στο ότι ακόμη δεν έχουμε εξοικειωθεί πλήρως με το νέο νόμισμα. Τέλος, θεωρώ ότι πρέπει να καταπολεμηθεί αυτή η απαξιωτική διάθεση που έχουμε για τα μικρά νομίσματα, γιατί η ισοτιμία έχει αλλάξει» κατέληξε ο κ. Κουρής.


Φουσκωμένες τιμές


Ο εκπρόσωπος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Σουπερμάρκετ Ελλάδος (ΣΕΣΜΕ) κ. Α. Παντελιάδης μετράει πολύ τα λόγια του και δεν θεωρεί ότι το ευρώ υπονόμευσε το πορτοφόλι του καταναλωτή. Αν και κάποιες φουσκωμένες τιμές βλέπει και αυτός. «Το θέμα είναι καθαρά ψυχολογικό. Δεν πιστεύω ότι το ευρώ έχει πραγματικά αρνητικές επιπτώσεις στο πορτοφόλι του καταναλωτή. Απλώς πιστεύω ότι το νέο νόμισμα έγινε η αιτία για να ξανασκεφτούμε και να κρίνουμε σχολαστικά τα έξοδά μας. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι υπάρχει μεγαλύτερη ακρίβεια και ότι τα χρήματά μας φεύγουν πιο γρήγορα κτλ.


Οι αυξήσεις που σημειώθηκαν και στον δικό μας κλάδο, αλλά και στους υπολοίπους, δεν είναι σημαντικές. Μην ξεχνάμε ότι για το πρώτο τρίμηνο οι τιμές ήταν παγωμένες. Οπότε με τη λήξη της περιόδου αυτής υπήρξαν αρκετές και ίσως πιο φουσκωμένες αυξήσεις, τις οποίες όμως για να τις συγκρίνει κανείς με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα πρέπει να τις διαιρέσει διά πέντε μήνες και τότε θα δει ότι κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα με πέρυσι. Αρνητικές εξαιρέσεις ίσως να αποτελούν κάποιες περιπτώσεις στον κλάδο των υπηρεσιών, όπου σημειώθηκαν αυξήσεις ως και 20%, αλλά ευτυχώς αυτά τα παραδείγματα είναι λίγα».