Μερικοί αδιόρθωτοι και ακραιφνείς πολέμιοι του star system ισχυρίζονται ότι η σχέση Χόλιγουντ – Πενταγώνου είναι παραπλήσια με εκείνη των συγκοινωνούντων δοχείων. Πώς αποδεικνύεται αυτό; Από τον «Ράμπο» και όλες τις χολιγουντιανές παραγωγές που αναφέρονται στις εστίες πολέμου. Από εδώ οι καλοί Αμερικανοί, από εκεί οι άθλιοι, σατανικοί Αραβες, Σέρβοι και άλλοι κομμουνιστικοί παρίες του πλανήτη. Ετησίως τουλάχιστον δέκα παραγωγές του Χόλιγουντ υποδύονται τον ρόλο του αείμνηστου Τζον Γουέιν να επελαύνει εναντίον των κανίβαλων Ερυθροδέρμων. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 Ερυθρόδερμοι ήταν οι Βιετναμέζοι, ύστερα οι Σοβιετικοί, αργότερα οι Αραβες, στη συνέχεια οι… τρομοκράτες και τώρα οι Σέρβοι. Η σύμπτωση πραγματικών πολιτικών γεγονότων και παραγόμενων κινηματογραφικών «προϊόντων» είναι παρόμοια με εκείνη των αεροπορικών βομβαρδισμών και των εφόδων του στρατού ξηράς. Μερικές φορές τα γεγονότα (δηλαδή οι βομβαρδισμοί) προηγούνται και οι ταινίες (ο στρατός ξηράς) έπονται. Οπως στην περίπτωση του πολέμου του Βιετνάμ. Αλλες φορές οι ταινίες ανοίγουν δρόμο, διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και στη συνέχεια ακολουθούν το χτύπημα στους δίδυμους πύργους και οι αληθινοί βομβαρδισμοί. Οπως στην περίπτωση του Αφγανιστάν. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις το συμπέρασμα είναι ένα: το Χόλιγουντ, εκτός από ψυχαγωγία, παραμύθια, οπτικά εφέ, γκάτζετς και ποπ κορν, προσφέρει ενίοτε και κατά περίσταση προπαγάνδα επιπέδου Γκέμπελς και Ζντάνοφ. Πες, πες, στο τέλος κάτι μένει. Απόδειξη;


Η πολεμική περιπέτεια του Ελι Σουράκι «Λουλούδια του πολέμου» («Harisson’s flowers») που προβάλλεται αυτό το επταήμερο αναφέρεται στην οδύσσεια ενός φωτορεπόρτερ του «Newsweek» με το όνομα Χάρισον Λόιντ. Αριστος επαγγελματίας, βραβευμένος με Πούλιτζερ, εξαιρετικός οικογενειάρχης και σπουδαίος συνάδελφος. Το όνομά του έγραψε ιστορία. Το φθινόπωρο του 1991 δέχεται – ως τελευταία πολεμική αποστολή της καριέρας του – να πετάξει ως το Βούκοβαρ για να αποτυπώσει σκηνές ενός… ασήμαντου (έτσι νόμιζαν) εμφυλιοπολεμικού αλληλοσπαραγμού. Το αποτέλεσμα αυτής της αποστολής είναι τραγικό. Ο Λόιντ – λένε οι Γιουγκοσλάβοι – είναι νεκρός. Ολοι τους το πίστεψαν. Ολοι, εκτός από τη μίσες Λόιντ. Για να αποδείξει την πίστη της στο ένστικτό της αποφασίζει να πάει στην κόλαση του Βούκοβαρ προκειμένου να φέρει ξανά τον άντρα της στη… ζωή. Ως εδώ η ιστορία θυμίζει οικογενειακό, ερωτικό δράμα. Στην καλύτερη περίπτωση «Η ζωή μου όλη για σένα», στη χειρότερη «Η Γιουγκοσλαβία καίγεται και η Αντι Μακ Ντάουελ χτενίζεται» (η πρωταγωνίστρια που υποδύεται τη μίσες Λόιντ).


Την ώρα που η γυναίκα ψάχνει να βρει κάποια ίχνη από τον άντρα της στα ερείπια του πολέμου τρεις άλλοι φωτορεπόρτερ (Αμερικής και Αγγλίας) αποτυπώνουν εικόνες που ούτε «Η λίστα του Σίντλερ» έχει δείξει. Η κατάσταση – εν ολίγοις – είναι τόσο μονοδιάστατη, τόσο κραυγαλέα, τόσο ρατσιστικά χοντροκομμένη που θα έφερνε σε δύσκολη θέση ακόμη και το δίδυμο Τζορτζ Μπους Ντόναλντ Ράμσφελντ. Αδελφέ, καλά τα λες, αλλά για τα μάτια του κόσμου βάλε και λίγο κροατικό αλατοπίπερο.


Τι δείχνει; Και τι δεν δείχνει να λέτε. Σέρβοι, κάθε ηλικίας και στρατιωτικής βαθμίδας, επιδίδονται στο μεγάλο – κανιβαλικό – φαγοπότι. Καταβροχθίζουν οτιδήποτε κροατικό ζωντανό κρέας πέσει μπροστά τους. Με νάρκες, βόμβες, σφαίρες, οβίδες, πυραύλους, αεροσκάφη, τανκς, οπλοπολυβόλα, μπαζούκας, πιστόλια, μαχαίρια, τσεκούρια, ακόμη και με τα δόντια. «Α» λέει κάποια στιγμή εις εκ των αμερικανών φωτορεπόρτερ «αυτοί είναι τόσο παρανοϊκοί που δεν το έχουν σε τίποτα να δαγκώσουν τον λαιμό ενός μωρού!». Και η παροιμιώδης αγγλοσαξονική, δημοσιογραφική, αντικειμενικότητα; Καλά τώρα, σάμπως πρώτη φορά είναι;


Δεύτερη επέλαση εναντίον των… ερυθρόδερμων Σέρβων επέρχεται στις 25 Ιανουαρίου με τον τίτλο «Σε εχθρικό έδαφος» («Behind enemy lines») και με σκηνοθέτη τον Τζον Μουρ. Αφού ο… Τζον Γουέιν πρώτα σκούπισε και καθάρισε την Κροατία, πιάνει τώρα Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το περιστατικό τοποθετείται εκεί γύρω στο 1995, πράγμα που σημαίνει ότι ώσπου να ολοκληρωθεί η τελική πράξη του γιουγκοσλαβικού δράματος έχουμε ακόμη πολύ καιρό να διανύσουμε και άφθονη προπαγάνδα να καταπιούμε. Δύο καλοσιδερωμένα λεβεντόπαιδα της αμερικανικής αεροπορίας καταρρίπτονται από σερβικό πύραυλο την ώρα που έκοβαν βόλτες πάνω από τη Νότια Βοσνία. Με το που γκρεμοτσακίζονται, ο ένας προλαβαίνει να λακίσει, ο άλλος όμως πέφτει στα χέρια μασκοφόρων. Ετσι με το «καλημέρα» τού φυτεύουν δύο σφαίρες στον κρόταφο.


Στο μεταξύ ένας αμερικανός ναύαρχος (Τζιν Χάκμαν) κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. «Ι must bring my boy back» («Πρέπει να φέρω τον λεβέντη μου πίσω») λέει. Ωστόσο ένας άθλιος ευρωπαίος ναύαρχος των νατοϊκών δυνάμεων συνιστά ψυχραιμία και ουδετερότητα για να μην καταστραφεί η εύθραυστη εκεχειρία. Ετσι ο πιλότος (Οουεν Γουίλσον) μόνος, έρημος και αβοήθητος σκαρφαλώνει σε όρη και βουνά, καταδιωκόμενος από λήσταρχους, αιμοδιψείς, αδίστακτους σέρβους δολοφόνους. Οι σφαίρες πέφτουν σαν χαλάζι, το μισό σερβικό στράτευμα αδειάζει ολόκληρο το οπλοστάσιό του αλλά την τελευταία στιγμή ο λεβέντης κάνει «πριτς» στις οβίδες, στις νάρκες και στα μπαζούκας. Και καθώς τρέχει σαν τον Βέγγο, τι νομίζετε ότι βλέπει; Εκατόμβες μουσουλμάνων. Τόσο, μα τόσο πολλές που ακόμη και ο Χίτλερ θα ανησυχούσε. Σλόμπονταν, το παράκανες!


Το μήνυμα και οι αποδέκτες


Γιατί τώρα και γιατί έτσι; Οι παραλήπτες του μηνύματος είναι πολλοί. Πρώτα οι ανυποψίαστοι, έπειτα οι δύσπιστοι και στο τέλος οι αμετανόητοι. Είπαμε, πες, πες, στο τέλος κάτι μένει. Σου λέει στο τέλος ο αριστερός: «Λες να είναι όλα αυτά αλήθεια και εμείς να υποστηρίζαμε κανιβάλους σαν τα κωθώνια;». Προφανώς λοιπόν το μήνυμα αποστέλλεται προς γνώση και συμμόρφωση. Και ακόμη προφανέστατα γιατί οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος και λαμπρότερος ναός του πολιτισμού ενώ οι παρίες είναι σκουπίδια. Το πιο ύπουλο, το πιο εξωφρενικό και το πιο κακουργηματικό ­ επιπέδου αντισημιτικής υστερίας ­ είναι η αντιδιαστολή ανάμεσα στους Αμερικανούς και στους Σέρβους. Ούτε καν «από εδώ οι δυνάμεις του φωτός και από εκεί οι δυνάμεις του σκότους» Τρισχειρότερα. Οι Αμερικανοί σιδερωμένοι, καλοξυρισμένοι, πεντακάθαροι, αντικαπνιστές και χορτοφάγοι (μέχρι αυτού του σημείου). Από την άλλη οι Σέρβοι είναι όλοι τους, μα όλοι τους κουκουλοφόροι συμμορίτες, αξύριστοι, μαυριδεροί, κρεατοφάγοι και καπνιστές. Οι Αμερικανοί αισθηματίες, οικογενειάρχες, με καρδιά μεγάλη και πατριωτική συνείδηση ως τα ουράνια. Οι Σέρβοι κρετίνοι, βάρβαροι, ψυχροί, αδυσώπητοι, αιμοδιψείς και βιαστές. Η αντίθεση είναι τόσο κολοσσιαία και το έγκλημα τόσο καλά και τόσο αδίστακτα προσχεδιασμένο που σε κάνει να φωνάξεις: «Ο Γκέμπελς ζει, αυτός τους οδηγεί!».