Στα μισά της επίσημης προβολής της χαριτωμένης μπαλαφάρας «Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο» του Θανάση Παπαθανασίου και του Μιχάλη Ρέππα γυρίζει ο Αντώνης Μανιάτης της Σπέντζος Φιλμ και αυθορμήτως εκφωνεί ­ χαμηλοφώνως ­ μια προφητεία, ταμειακής υφής: «Ξεκινάνε με ένα εκατομμύριο εισιτήρια». Αν η προφητεία μεταμορφωθεί σε πραγματικότητα, τότε το δύσμοιρο ελληνικό Χόλιγουντ της σφαλιάρας θα μετατραπεί σε… Repawood (ανάλογο στο ινδικό Bolywood). Το βέβαιο πάντως είναι ότι δύο παιδιά ­ τρόπος του λέγειν «παιδιά», διότι αμφότεροι διανύουν το 42ο έτος της ηλικίας τους ­, ο πρώτος από την Ορεστιάδα Εβρου και ο δεύτερος από το Λουτράκι Κορινθίας, άλλαξαν όλα τα δεδομένα της εγχώριας παραγωγής. Κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί από το όνειρο, αλλά (και για πολλούς) εφιάλτη, με την ονομασία «Safe sex». Ηταν η πρώτη φορά ­ ύστερα από έτη πολλά, μα πάρα πολλά ­ που μια ταινία made in Greece κατετρόπωσε ταμειακώς τον αμερικανό πλανητάρχη. Το δεύτερο ­ επίσης ­ βέβαιο είναι ότι αμφότεροι στα εγκαίνια των πανεπιστημιακών σπουδών τους διέκοψαν συντόμως την παράλληλη σχέση τους με τη θρυλική Σχολή Σταυράκου ύστερα από ένα πέρασμα 12, άντε 18 μηνών. Ούτε γαλλική IDHEC, μα ούτε NFS (National Film School του Λονδίνου). Απολύτως τίποτε. Το τρίτο ­ επίσης ­ βέβαιο είναι ότι από το 1989, που πρωτοεμφανίστηκαν τηλεοπτικώς με τις «Τρεις Χάριτες», ως το 1999, χρονιά που εφόρμησαν επί του «Safe sex», ουδέποτε άλλοτε είχαν τραβήξει μισό πόντο κινηματογραφικού σελιλόιντ. Μπας και η υπόθεση που λέγεται «ελληνικό κινηματογραφικό γέλιο» είναι τόσο σοβαρή για να την εγκαταλείψει κανείς στα χέρια των σπουδαγμένων και καθ’ ύλην αρμοδίων σκηνοθετών; Για να δούμε.


Η «χαρά» των ταμείων


Η παράδοση είναι εναντίον των αμιγώς κινηματογραφιστών. Το γέλιο (επί ελληνικής οθόνης) είναι περίπου ταυτόσημο με Καραγκιόζη, Κολλητήρι, Βεληγκέκα και επιθεώρηση. Πράγμα που σημαίνει ότι η σούπερ εμπορική επιτυχία δεν θα προκύψει (φέρ’ ειπείν) από τον Γκορίτσα ούτε από τη Μαλέα. Μόνο ένας (σημερινός) Σακελλάριος, ένας Τσιφόρος ή ένας Πρετεντέρης μπορεί να κατασκευάσει το απαραίτητο δόλωμα για να τσιμπήσουν τα στίφη των θεατών. Κάπως έτσι εξηγείται μια εξωφρενική αδιαφορία. Ουδείς ­ πλην ίσως του Ντίνου Μαυροειδή ­ έλλην σκηνοθέτης της νεότερης γενιάς μ.Φ. (μετά Φίνον) τόλμησε να ορμήσει σατιρικώς επί του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και να «αλέσει» Μάρθα Βούρτση, Χριστίνα Σύλβα, Νίκο Ξανθόπουλο, Νίκο Κούρκουλο και Θανάση Μυλωνά. Το «υλικό» που εξέθρεψε τα μικροαστικά όνειρα εκατομμυρίων ρακένδυτων νεοελλήνων του ’50 και του ’60 έμενε ανέπαφο. Ο,τι καλύτερο δηλαδή για το χρυσοφόρο δίδυμο του «Safe sex».


Με 1,5 εκατ. εισιτήρια και με 3 δισ. δρχ. εισπράξεις μπορείς να αλωνίζεις ακόμη και στα Village της Roadshow του Χόλιγουντ και των Αυστραλών. Οπερ εγένετο. Η παραγωγή του… κλάματος σκαρφάλωσε στο αλμυρό ποσό των 450 εκατ. δρχ., το διαφημιστικό «προμόσιον» θα προσεγγίσει το ήμισυ του ανωτέρω ποσού και το κόστος για τις δεκάδες κόπιες που θα αποσταλούν σε όλα τα πέρατα της ελληνικής οικουμένης θα πλησιάσει περίπου το ίδιο ποσό. Με την απλή μαθηματική πράξη της πρόσθεσης, το όλο εγχείρημα θα καταλήξει στα 800 εκατ. – 1 δισ. Ας είναι καλά τα ταμεία των Village. Οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να γεμίζουν μαύρες πλαστικές σακούλες.


Πάμε παρακάτω. Στο ψητό. Εξαιτίας του ανθόσπαρτου εμπορικού τους βίου, Ρέππας – Παπαθανασίου εξασφάλισαν τη συμμετοχή ­ έστω και φευγαλέα ­ των 2/3 του εγχώριου τηλε-θεατρικού πληθυσμού. Ετσι, προς γεύσιν αναφέρω: Μίρκα Παπακωνσταντίνου (ανωτέρα όλων και μακράν των άλλων) ως ευτραφής ρεπλίκα της Μαίρης Χρονοπούλου. Αννα Παπανγιωτοπούλου ως τραμπάλα μεταξύ Τζένης Καρέζη («Κοντσέρτο για πολυβόλα») και Μάρθας Βούρτση. Τάσος Χαλκιάς ως υπέρβαρη και στομφώδης χαλκομανία του Νίκου Κούρκουλου και του Κώστα Καζάκου. Μίνα Αδαμάκη ως Γκόλφω. Μαρία Καβογιάννη σαν τυφλό σκιάχτρο της Μάρθας Βούρτση (στα νιάτα της). Μιχάλης Ρέππας ως μακρινός τριτοξάδελφος του Νίκου Ξανθόπουλου και… και… και… (Χρήστος Ευθυμίου, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Δημήτρης Πιατάς, Χρήστος Βαλαβανίδης, Μίμης Χρυσομάλλης και… και… και…). Εν ολίγοις, τα πάντα και οι πάντες στα πόδια τους. Κάποιος όμως εκ των δύο ­ ίσως και οι δύο ­ ξέχασε να κλείσει την πόρτα.


Κινηματογραφική μπαλάφα


Η «πόρτα» εν προκειμένω έπρεπε να γράφει «παρωδία», «σάτιρα», «μαύρο χιούμορ» ή ό,τι άλλο θέλετε. Προς κωμωδία μεριά. Οι πνευματικοί πατέρες του «Safe sex» έγραψαν «κανιβαλισμός» και ακόνισαν τους κοπτήρες τους εφορμώντας εναντίον των πλέον αυτονόητων και εν τέλει ανυπεράσπιστων σημείων του ρακένδυτου ελληνικού μελοδράματος. Μα, για όνομα του Θεού. Είναι γελοίες από μόνες τους. Μέσα σε 110 λεπτά η «μηχανή» πηγαινοέρχεται και αλέθει από το «Αμάρτησα για το παιδί μου», την «Γκόλφω», το «Κοντσέρτο για πολυβόλα» ως το «Κοινωνία ώρα μηδέν». Ωραία, να τα διακωμωδήσουμε, αλλά πώς; Μα, φυσικά, συγκροτώντας μιαν «άλλη», αυτόνομη ταινία, από την οποία πλαγίως, υπογείως και «λαθραίως» θα υπονομεύεται ο αθεράπευτος μικροαστισμός μας. Επίσης στοιχειώδες. Το «κλάμα» όμως είναι μια πολύ ακριβή ιστορία για να ρισκάρει κανείς τα λεφτά του στην πρωτοτυπία. Επομένως, βουρ στο αυτονόητο. Ορισμένες στιγμές, τις περισσότερες, ήταν σαν να άκουγα τη φωνή των σκηνοθετών να μου λέει σπρώχνοντας «εδώ γελάμε, εδώ ξεκαρδιζόμαστε, εδώ κυλιόμαστε στο πάτωμα». Αποτέλεσμα; Ο οισοφάγος και η κοιλιά μου μπούκωσαν απ’ όλες τις κουζίνες της ελληνικής επικράτειας. Παιδιά, φτάνει, δεν αντέχω άλλο. Κρίμα.


Κρίμα για τρεις λόγους: α) Η σχέση του Ρέππα και του Παπαθανασίου με το χιούμορ είναι τόσο αυτοκόλλητη όσο είναι του Αϊνστάιν με τη Θεωρία της Σχετικότητας. β) Η κινηματογραφική τους ευρηματικότητα ­ όπου και όποτε εμφανίζεται ­ ουδεμία ανάγκη είχε από τις μασέλες της «κανιβαλικής μπαλαφάρας». γ) Ο σκηνογραφικός και ενδυματολογικός σχολιασμός του νεοελληνικού «κιτς» με τις υπογραφές του Αντώνη Χαλκιά και ιδιαίτερα της Εβελίνας Σιούπη άνοιγε δρόμους για την επέλαση ενός έλληνα Τζόνι Γουότερς ή ενός Μελ Μπρουκς. Ψιλά γράμματα. Εδώ τα γραμμάτια τρέχουν, κι εμείς θα ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχυρα; Να τους βάλουμε όλους μέσα από 7 ως 77 ετών και μετά τα λέμε. Τι να λέμε; Αν κρίνω από τα γέλια που αυθορμήτως μου προέκυψαν, τότε το «Safe sex» είναι τριπλάσια ανώτερο. Κοντός ψαλμός αλληλούια. Με απλά λόγια, στις 24 Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 2001 κρίνονται οι «μετοχές» της Village και του Repawood, όχι του κινηματογράφου. Ετσι το λέω, για να μην εκλαμβάνουμε την τρίχα ως τριχιά!