«Καλός ηθοποιός είναι αυτός που χάνει – ελεγχόμενα – τον έλεγχο»


«Χρειάζεται μεγάλη ενέργεια για να διαβάσεις ειδικά Ντοστογέφσκι… Ξυπνώ τους δαίμονές μου και μετά τους σκοτώνω». Ετσι κάπως βλέπει ο διάσημος γάλλος σκηνοθέτης Πατρίς Σερό τη δουλειά που παρουσίασε στις 19 και 20 Μαΐου στο ελληνικό κοινό. Ο βραβευμένος με τη Χρυσή Αρκτο του Βερολίνου, ο άνθρωπος πίσω από την επιτυχία της «Βασίλισσας Μαργκό», με την Ιζαμπέλ Ατζανί, της «Φαίδρας» και του «Ring», έχει γυρίσει αρκετές ταινίες αλλά αισθάνεται ότι βρίσκεται ακόμη στην αρχή της καριέρας του. Τον συνάντησα με αφορμή την επίσκεψή του στην Αθήνα. Μαγεύτηκα. Οχι μόνο όταν τον άκουσα να διαβάζει το «Υπόγειο» του Ντοστογέφσκι – ένα κείμενο-σταθμό στην παγκόσμια λογοτεχνία – στο θέατρο Ιλίσια-Ντενίση αλλά και όταν μιλήσαμε. Ο άνθρωπος αυτός μου είπε ότι προσπαθεί πάντα να πηγαίνει προς το άγνωστο, δεν παύει να αναζητεί και να σκέπτεται και αποφεύγει συστηματικά την επανάληψη. Αν για εκείνον καλός ηθοποιός είναι αυτός που «χάνει – ελεγχόμενα – τον έλεγχο», τότε εγώ συνάντησα σίγουρα όχι μόνο έναν καλό ηθοποιό αλλά και έναν καλό σκηνοθέτη που υπηρετεί πιστά τον ρόλο του: να μιλάει πάντα για όσα απασχολούν τους ανθρώπους. Κυρίες και κύριοι, απολαύστε έναν υπέροχο καλλιτέχνη, έναν υπέροχο άνθρωπο…





– Πώς νιώθετε που βρίσκεστε στην Ελλάδα;


«Μια χαρά».


– Αυτό που κάνετε στη ζωή σας είναι το ίδιο που από μικρός είχατε ως στόχο;


«Ναι. Εχω την εντύπωση ότι πάντα ήθελα να ασχοληθώ με το θέαμα. Δεν ξέρω γιατί. Ποτέ δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Από τη στιγμή όμως που σε ηλικία 12-13 ετών περίπου κατάλαβα ότι πίσω από κάθε θέαμα υπάρχει ένας άνθρωπος που οργανώνει τα πάντα, ήθελα να είμαι εγώ αυτός».


– Πώς ανακαλύπτει ένας άνθρωπος τι θέλει να κάνει στη ζωή του;


«Δεν ξέρω καθόλου. Πρέπει να ψάχνει. Και εγώ αυτό έκανα: έψαξα. Ξέρω ότι στην αρχή ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο και αργότερα μου ήρθε η διάθεση να κάνω κινηματογράφο. Ευτυχώς τα πράγματα πήγαν καλά. Διαφορετικά δεν ξέρω τι θα έκανα. Δεν ξέρω όμως να σας πω για ποιον λόγο έκανα αυτή την επιλογή».


– H οικογένειά σας είχε σχέση με την τέχνη;


«Ναι. Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος και η μητέρα μου, η οποία ζει ακόμη, είναι σχεδιάστρια. Σε ηλικία 7-8 ετών λοιπόν άρχισα και εγώ να σχεδιάζω. Αρχισα να μαθαίνω πώς χρησιμοποιούν το πινέλο, ενώ από πολύ νωρίς ο πατέρας μου με πήγαινε σε εκθέσεις, οπότε, ναι, μπορώ να πω ότι μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον απόλυτα καλλιτεχνικό. Από πολύ μικρός άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Πιστεύω ότι το θέατρο και ο κινηματογράφος ξεπήδησαν μέσα από αυτές».


– Τελικά είναι το περιβάλλον, λέτε, αυτό που καθορίζει το τι θα κάνουμε στη ζωή μας;


«Οι γονείς τουλάχιστον πάρα πολύ. H σύμπνοια ανάμεσα στους γονείς και στο παιδί. Ο πατέρας μου, π.χ., με πήγαινε στο Μουσείο του Λούβρου και δείχνοντάς μου τους πίνακες μου έλεγε: «Αυτή είναι καλή ζωγραφική, αυτή είναι κακή ζωγραφική». Εκανε, δηλαδή, αυτό που οφείλει να κάνει και σήμερα ένας γονιός: να κατευθύνει το παιδί».


– Τι είναι καλό στην τέχνη;


«Οταν ο πατέρας μου ήθελε να μου δείξει τι σημαίνει καλή ζωγραφική, μου έδειχνε τους ιμπρεσιονιστές, μου έδειχνε τον Ζερικό ή τον Ντελακρουά».


– Εσείς τι θα χαρακτηρίζατε καλό στην τέχνη; Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού έργου τέχνης;


«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ πλέον να μιλάω γενικά για την τέχνη. Μπορώ να μιλήσω μόνο για τη δουλειά μου. Μπορώ να μιλήσω μόνο για το τι απαιτείται προκειμένου να απευθυνθεί κάποιος στους άλλους και να τους αφηγηθεί μια ιστορία. Εμένα η δουλειά μου διαφέρει από τη ζωγραφική».


– Πιστεύετε ότι υπάρχει αυτό που λέμε ταλέντο; Πιστεύετε εσείς στο ταλέντο;


«Ναι, υπάρχει ταλέντο».


– Και τι είναι;


«Χα, δεν ξέρω. Δεν ξέρω, αλλά όλος ο κόσμος το βλέπει. Υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να φθάσει κανείς ως εκεί. Αλλοι φθάνουν σιγά σιγά. Εγώ, π.χ., πιστεύω ότι στην αρχή δεν ήξερα να κάνω ταινίες. Σήμερα κάτι έχω μάθει. Πιστεύω ότι το ταλέντο είναι κάτι το οποίο εξασκεί κανείς δουλεύοντας και προσπαθώντας να γίνει καλύτερος. Οπως πιστεύω ότι είναι κάτι που μπορεί να χαθεί εντελώς όταν κάποιος εφησυχάζει. Ασυζητητί πάντως υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν περισσότερο ταλέντο από άλλους».


– Από τι κινδυνεύει περισσότερο να χαθεί το ταλέντο;


«H επανάληψη είναι ένας κίνδυνος. Το να σταματήσει κάποιος να σκέπτεται, να ανανεώνεται ή να μην ψάχνει σε βάθος όσο χρειάζεται. Στη ζωή συμβαίνει μερικές φορές να νιώθουμε πολύ κουρασμένοι και σταματάμε να ψάχνουμε, παύουμε πια να «διπλωνόμαστε από τον πόνο». Διότι αυτή η δουλειά είναι κουραστική και επώδυνη. Και τότε, ενώ είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας, έρχεται η τιμωρία, την ίδια στιγμή!».


– Ποια είναι η διαφορά μεταξύ επιφάνειας και βάθους;


«H επιφάνεια είναι αυτό που πρέπει να ξεπεράσουμε και το βάθος αυτό στο οποίο πρέπει να ψάξουμε. Αυτό είναι όλο».


– Μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη ζωή έχουν τα όσα γνωρίζουμε ή αυτά που αγνοούμε;


«Και τα δύο. Αυτά που γνωρίζουμε είναι η βάση που μας έχει διαμορφώσει. Είμαστε άνθρωποι οι οποίοι κατακτούμε γνώσεις. Προσωπικά θέλω πάντα να πηγαίνω προς το άγνωστο. Μερικές φορές βέβαια αυτό φοβίζει. Πρέπει να πιέσουμε τον εαυτό μας να μην καταφύγει στην επανάληψη, είτε δουλειά μας είναι να γράφουμε είτε να ζωγραφίζουμε. Πρέπει πάντα να ψάχνουμε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Για μένα αυτή είναι η πραγματική ευχαρίστηση».


– Πώς κατευθυνθήκατε στον κινηματογράφο και όχι στη ζωγραφική, π.χ., στην οποία σας είχε ήδη μυήσει ο πατέρας σας;


«Στην αρχή τράβηξα τον δρόμο του θεάτρου. Θυμάμαι ότι όταν πήγαινα στο γυμνάσιο στα διαλείμματα συγκέντρωνα στην αυλή του σχολείου τους συμμαθητές μου και τους έβαζα να κάνουν πρόβες σε ένα έργο του Μολιέρου – αν θυμάμαι καλά. Πρέπει να ήμουν 11-12 χρόνων. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Από τότε όμως δεν σταμάτησα να το κάνω». (γέλια)


– Εμείς πάμε να συναντήσουμε την τύχη μας ή η τύχη έρχεται και μας βρίσκει;


«Και τα δύο συμβαίνουν. Πρέπει κανείς να προκαλεί την τύχη του. Ετσι γίνεται και συναντάμε τους κατάλληλους ανθρώπους. Από αυτούς μαθαίνουμε πράγματα ή γνωρίζουμε άλλους ανθρώπους οι οποίοι μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν».


– Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η διαφορά μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου; Πώς ένας δημιουργός αποφασίζει ότι αυτό θα πρέπει να το κάνει θέατρο και εκείνο κινηματογράφο;



«Είναι κάτι που προσωπικά έχει πάψει να με απασχολεί. Διότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η ζωή μου έχει πλέον να κάνει με τον κινηματογράφο. Παλαιότερα ασχολήθηκα με το θέατρο. Κάποια στιγμή όμως συνειδητοποίησα ότι δεν μ’ αρέσει να είμαι τόσο μακριά από τους ηθοποιούς, χωρίς να μπορώ να πω τις δικές μου ιστορίες. Σιγά σιγά λοιπόν άρχισα να στρέφομαι προς τον κινηματογράφο προσπαθώντας στην αρχή να τα κάνω ταυτόχρονα. Ο σεβασμός μου όμως για το θέατρο με έκανε να μη θέλω να φθάσω στο σημείο να νιώσω κούραση, φοβήθηκα μήπως σταματήσω να ανανεώνομαι. Τώρα πλέον ασχολούμαι κυρίως με τον κινηματογράφο. Κάνω κινηματογράφο. Δεν με κουράζει γιατί κάθε ημέρα κάνω κάτι καινούργιο. M’ αρέσει που μέσα από τον κινηματογράφο μπορώ να εξερευνώ συνεχώς καινούργιους δρόμους. Και επειδή έχω κάνει λίγες ταινίες, εννέα ταινίες συνολικά, είναι ευχάριστο στην ηλικία μου να σκέπτομαι ότι έχω όλον τον χρόνο μπροστά μου για να χτίσω μια καριέρα. Οτι η καριέρα μου δεν σταματάει εδώ αλλά ότι αρχίζει από ‘δώ. Αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά».


– Γιατί αρέσει στους ανθρώπους να τους λέμε ιστορίες;


«Δεν ξέρω γιατί, πάντως είναι γεγονός ότι σε όλον τον κόσμο αρέσει να του διηγούνται ιστορίες. Ανέκαθεν. Από τότε που εσείς οι Ελληνες επινοήσατε το θέατρο, εδώ, στην Αθήνα!».


– Πώς επιλέγετε τα θέματα με τα οποία ασχολείστε μια δεδομένη χρονική στιγμή; Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να υπάρχουν χιλιάδες πράγματα στο μυαλό σας, έτσι δεν είναι;


«Σίγουρα. Μπορεί καθημερινά να έχει κανείς χίλια σχέδια στο μυαλό του και διαρκώς να αναρωτιέται: «Εχω διάθεση να αφηγηθώ αυτή την ιστορία ή να διαβάσω αυτό το βιβλίο;». Πολλές φορές ακούμε μια ιστορία που μας διηγούνται ή διαβάζουμε ένα σενάριο που μας στέλνουν και τα πράγματα έρχονται από μόνα τους. Περνάνε ένας-δύο μήνες και συνειδητοποιούμε ότι το σενάριο ή η ιστορία είναι ακόμη μέσα στο μυαλό μας. Γίνεται λοιπόν μια επιλογή. Τα πάντα μπορούν να αποτελέσουν θέμα ταινίας. Κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορώ να σκεφθώ ένα σωρό πράγματα τα οποία με απασχολούν, μπορώ να φανταστώ πώς θα μετουσιωθούν σε σκηνές μιας ταινίας. Ολα αυτά όμως θέλουν τον χρόνο τους για να μπουν σε τάξη. Μπορεί μέσα σε ενάμιση χρόνο να διαβάσω τρία σενάρια και να μη με ενδιαφέρει κανένα ή το ένα από αυτά να με ενδιαφέρει και την επόμενη ημέρα να το έχω κιόλας ξεχάσει. Οπότε με αυτόν τον τρόπο αρχίζεις να απορρίπτεις».


– Μέσα σας υπάρχουν οι έννοιες της επιτυχίας και της αποτυχίας;


«Νομίζω ότι αυτό είναι πάντα το πρώτο πράγμα που αναρωτιέται κανείς. Το ότι κάτι με ενδιαφέρει μπορεί να μην είναι αρκετό για να συνεχίσω να προσπαθώ. Από την άλλη, να φτάνει και να περισσεύει. Αυτό είναι που κάνει τα πράγματα να μοιάζουν περίπλοκα. Πάντα αναρωτιόμαστε ποιον θα ενδιαφέρει αυτό που πάμε να κάνουμε. Είναι ένα ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να δώσουμε απάντηση. Ακόμη και λίγοι όμως να είναι αυτοί που μπορεί κάτι να τους ενδιαφέρει, από τη στιγμή που το δικό μου ενδιαφέρον παραμένει έντονο, εγώ θα πρέπει να το κάνω. Με απασχολεί πολύ καιρό προτού κάνω μια ταινία το αν θα «πάει» ή «δεν θα πάει»· αν θα ενδιαφέρει τον κόσμο ή όχι. Κάποια στιγμή αυτό θα πρέπει να σταματήσει να σε απασχολεί. Θα πρέπει να πάψεις να σκέπτεσαι το κοινό. Να κλειστείς στον εαυτό σου και να πεις: «Να τι πιστεύω εγώ, γι’ αυτό και θα προσπαθήσω να το κάνω»».


– Υπάρχουν στιγμές που νιώθετε ότι έχετε καταφέρει να πείτε αυτό που θέλατε και άλλες που δεν σας βγαίνει και παρ’ όλα αυτά εσείς συνεχίζετε;


«Ναι, βέβαια. Πρέπει κανείς να αναλύει συνεχώς τα πράγματα. Δεν γίνεται να είσαι αφελής. Αν εγώ βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι έκανα αυτό που πραγματικά ήθελα, ακόμη και αν το κοινό δεν το κατάλαβε, υπάρχει η πιθανότητα μια ημέρα να το καταλάβει».


– Το συνηθέστερο είναι να είναι κανείς είτε ηθοποιός είτε σκηνοθέτης. Εσείς πώς τα βολεύετε και τα δύο;


«Εγώ είμαι ένας σκηνοθέτης ο οποίος πού και πού παίζει κιόλας. Σπάνια όμως. Δεν παίζω συχνά».


– Για ποιον λόγο επιλέγει κανείς να μην είναι ηθοποιός;


«Μα εγώ δεν ήθελα ποτέ να γίνω ηθοποιός. Πάντα ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Απλώς στην αρχή, επειδή δεν υπήρχαν πολλά άτομα, έπρεπε να παίζω κιόλας στα έργα που σκηνοθετούσα. Στη συνέχεια χρειάστηκε να αντικαταστήσω ηθοποιούς οι οποίοι δεν μπορούσαν να παίξουν. Αυτό συνέβη δύο-τρεις φορές. Μετά μου ζήτησαν να παίξω σε ταινίες. Το έκανα επειδή ήταν ένας τρόπος να δω πώς δουλεύει ένας σκηνοθέτης στον κινηματογράφο. Δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος να δω πώς δουλεύουν οι άλλοι. Και ήμουν περίεργος. Ετσι έγινε. Κατά τα άλλα, δεν μου κάνει καμία αίσθηση το να συμμετάσχω σε μια ταινία ως ηθοποιός. Καμία απολύτως».


– Για σας τι σημαίνει καλός ηθοποιός; Ποιους ηθοποιούς θεωρείτε καλούς;


«Πολλούς. Για μένα ο καλός ηθοποιός πρέπει να έχει μια τρέλα, να έχει την ικανότητα από τη μία να εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο και από την άλλη να τον ελέγχει. Πέρα όμως από την τρέλα χρειάζεται και δουλειά έτσι ώστε να φθάσει σε ένα σημείο που θα μπορεί να την ελέγξει. Διότι τι σημαίνει τρέλα; Χάνω τον έλεγχο. E, καλός ηθοποιός είναι αυτός που σε τελική ανάλυση χάνει – ελεγχόμενα – τον έλεγχο». (γέλια)


– Υπάρχουν ηθοποιοί οι οποίοι σας ενδιαφέρουν;


«Πολλοί. Ολοι οι ηθοποιοί με τους οποίους έχω συνεργαστεί, όπως και εκείνοι με τους οποίους θέλω να συνεργαστώ. Π.χ., η Ιζαμπέλ Υπέρ είναι μια ηθοποιός εκπληκτική, με την οποία ετοίμασα μια νέα ταινία». (σ.σ. «Gabrielle»)


– Υπάρχουν φορές που αρχίζετε κάτι και ο ηθοποιός το πάει κάπου αλλού; Θέλω να πω, επεμβαίνει στο όνειρό σας ένας καλός ηθοποιός;


«Ναι, βέβαια. Αλλωστε ο ηθοποιός αυτό ακριβώς καλείται να κάνει. H ιδέα ενός σκηνοθέτη είναι καλή όταν ο ηθοποιός την κάνει δική του, όταν τη μεταμορφώνει, την αναπτύσσει, τη μετουσιώνει. Οταν μια ιδέα δεν μεταμορφώνεται, δεν έχει ενδιαφέρον. Οταν ένας ηθοποιός κάνει ακριβώς αυτό που του ζητάει ο σκηνοθέτης, δεν έχει ενδιαφέρον».


– Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο τέχνης να αντέχει στον χρόνο;


«Δεν ξέρω, όπως δεν ξέρετε και εσείς. Αυτό θα το ανακαλύψουμε μόνο τη στιγμή που θα επιτευχθεί! (γέλια) Σοβαρά πάντως δεν γίνεται να ξέρουμε».


– Γιατί όμως τα έργα του Σαίξπηρ συνεχίζουν να ζουν ως σήμερα; ή τα έργα των αρχαίων ελλήνων δραματουργών; Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα σε όλα όσα κατάφεραν να αντέξουν στον χρόνο;


«Σίγουρα. Υπάρχουν παραδείγματα τα οποία μας κάνουν να απορούμε ακόμη περισσότερο. Ο Ευριπίδης ή ο Σοφοκλής είναι ακόμη πιο κοντά μας. Περισσότερο απ’ ό,τι ο Σαίξπηρ, και ας είναι αρχαιότεροί του».


– Γιατί;


«Αυτό δεν το ξέρω».


– Πιστεύετε ότι μπορεί να οφείλεται στην αλήθεια που κρύβουν μέσα τους αυτά τα έργα;


«Ειλικρινά δεν ξέρω. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτά τα έργα μάς διαμόρφωσαν. Δεν τα ανακαλύπτουμε σήμερα λέγοντας: «Θεέ μου, πόσο σύγχρονα είναι!». Μέσα από αυτά τα έργα γεννηθήκαμε, όπως το θέατρο γεννήθηκε μέσα από το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Στη συνέχεια τα έργα του Σαίξπηρ αναγέννησαν το θέατρο. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν να έχουν «γεννήσει» όλους εμάς που κάνουμε θέατρο. Γεννηθήκαμε με αυτές τις πολιτιστικές αποσκευές. Οποιονδήποτε σύγχρονο μυθιστοριογράφο και αν πάρουμε, αναγκαστικά έχει διαβάσει Ντοστογέφσκι και Τολστόι. Οπότε αποτελεί και αυτός κομμάτι της κληρονομιάς με την οποία ανατραφήκαμε. Δεν ξέρω…».


– Τι είναι αυτό που κάνει τον κοινό άνθρωπο να διαφέρει από τον δημιουργικό άνθρωπο; Εσείς πιστεύετε ότι υπάρχουν κοινοί και δημιουργικοί άνθρωποι;


«Σαφώς το πιστεύω. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει τους μεν να διαφέρουν από τους δε, ξέρω πάντως ότι η διαφορά αυτή είναι απολύτως ορατή».


– Με την ίδια λογική που μιλάμε για ταλαντούχους δημιουργούς μπορούμε να κάνουμε λόγο και για ταλαντούχο κοινό;


«Οχι, αυτό θα μπορούσε να είναι λογοπαίγνιο. Σαφώς υπάρχουν άνθρωποι από το κοινό οι οποίοι είναι εκπαιδευμένοι, καλλιεργημένοι… δεν είναι όμως το ίδιο».


– Στην Ελλάδα παρουσιάσατε το «Υπόγειο» ύστερα από μια «τουρ» σε διάφορα θέατρα της Ευρώπης. Πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία;


«Για να απαντήσω θα πρέπει να γυρίσω μερικά χρόνια πίσω, τότε που ένας φίλος μου, ο διευθυντής του Φεστιβάλ της Βαρκελώνης, με ρώτησε αν ήθελα να διαβάσω ένα κείμενο στο φεστιβάλ. Του είπα: «Γιατί όχι;». Μου άρεσε πολύ που διάβασα ένα ισπανικό μυθιστόρημα και το μετέφερα στο κοινό. Εναν χρόνο αργότερα ζήτησα να επιστρέψω στη Βαρκελώνη εξαιτίας ενός άλλου εκπληκτικού κειμένου του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, των «Σημειώσεων από το υπόγειο». Ενιωσα ότι αυτό το κείμενο ήταν ο πρόγονος του εσωτερικού μονολόγου. Ολα τα βιβλία του Τζέιμς Τζόις, ολόκληρη η νεότερη λογοτεχνία, προέρχεται από το συγκεκριμένο κείμενο. Το διάβασα λοιπόν και αυτό. Μου άρεσε πολύ, αν και το διάβασα με έναν λιγάκι σχολικό τρόπο. Ηταν το 2001. Αυτό το είδε ο διευθυντής ενός θεάτρου στο Παρίσι και μου ζήτησε να το επαναλάβουμε και εκεί. Στη συνέχεια έκανα το ίδιο και σε ένα θέατρο στη Λυών, όπου κάποιος από το Piccolo Teatro του Μιλάνου μου ζήτησε να παρουσιάσω το κείμενο εκεί, καθώς και στη Ρώμη και στο Παλέρμο. Το έκανα. Τότε η κυρία Ελένη Μουσταΐρα της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας με ρώτησε αν ήθελα να το παρουσιάσω και στην Αθήνα. Ετσι λοιπόν βρέθηκα στο θέατρο Ιλίσια-Ντενίση στις 19 Μαΐου. Μετά, τον Οκτώβριο, θα πάω στις Βρυξέλλες. Τώρα πια το έχω σχεδόν μάθει απ’ έξω και όλο αυτό μοιάζει λιγάκι με one man show αλλά να που ήρθαν έτσι τα πράγματα».


– Υπάρχει κάτι που έχετε δει όλα αυτά τα χρόνια στον κινηματογράφο το οποίο θεωρείτε επανάσταση; Πιστεύετε στις επαναστάσεις;


«Ναι, αν και η λέξη επανάσταση είναι μια λέξη πολύ δυνατή. Επανάσταση δεν είναι να εξαφανίζεις ό,τι έχει προϋπάρξει αλλά να επαναδημιουργείς χρησιμοποιώντας ίσως διαφορετικά υλικά. Υπάρχουν πολλές κινεζικές ταινίες οι οποίες με έκαναν να ξαναβρώ την πίστη μου στον κινηματογράφο. Εχω την εντύπωση ότι ο ασιατικός κινηματογράφος έχει βρει έναν καινούργιο τρόπο να οργανώνει τις εικόνες. Μιλάω για δημιουργούς όπως ο Γουόνγκ Καρ Βάι, ο Χσιάο Χσιεν… Την ίδια εντύπωση μου δημιούργησαν και δύο ταινίες που είδα πέρυσι στις Κάννες, ο «Ελέφαντας» του Γκας βαν Σαντ, με την οποία κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, και το «Uzak», μια πάρα πολύ ωραία τουρκική ταινία του Νουρί Μπίλγκε Σεϊλάν. Οι ταινίες αυτές δεν αποτελούν ακριβώς καινοτομία. Δεν ξέρω αν έχουν να δείξουν κάτι καινούργιο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στον κινηματογράφο».


– Πιστεύετε ότι διανύουμε μια περίοδο νεοσυντηρητισμού;


«Ναι. Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται. Κυρίως όμως μπαίνουμε – δεν διανύουμε – σε μια πολεμική περίοδο. Αυτή είναι η άποψή μου. Πρόκειται για μια περίοδο η οποία άρχισε με την 11η Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, συνεχίστηκε με την 11η Μαρτίου στη Μαδρίτη και χαρακτηρίζεται από μια τάση τρέλας, θανάτου και καταστροφής. Ολες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα πρέπει να βρουν από κοινού μια λύση. Ελπίζω οι άνθρωποι να καταλάβουν ότι όλα αυτά είναι πέραν των διαχωριστικών γραμμών που θέτει πολλές φορές η πολιτική. Και να σταματήσουν να δικαιολογούν ανθρώπους οι οποίοι είναι τρομοκράτες λέγοντας ότι, από τη στιγμή που έχουν υποφέρει πολλά, είναι φυσιολογικό να αντιδρούν έτσι. Διότι το πρόβλημα δεν είναι πλέον αυτό».


– Πιστεύετε ότι ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες αλλάζει και ο ρόλος του κινηματογράφου ή ο ρόλος του δημιουργού;


«Οχι, δεν νομίζω ότι αλλάζει. Εγώ πιστεύω ότι έχουμε καθήκον να μιλάμε για τα πράγματα τα οποία μας απασχολούν. Εχουμε καθήκον να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε δύο-τρία πράγματα, αφηγούμενοι όμως ιστορίες οι οποίες δεν είναι ανάγκη να είναι αληθινές. Οχι, δεν νομίζω ότι οι ρόλοι αλλάζουν. Απλώς μπορούμε να παίζουμε πολλούς ρόλους».


– Εσείς σήμερα νιώθετε αριστερός;


«Ναι. Τουλάχιστον προσπαθώ».


– Ποιον θεωρείτε αριστερό σήμερα;


«Εκείνον ο οποίος δεν πιστεύει απλώς σε ορισμένες ιδέες αλλά προσπαθεί να τις εφαρμόσει στην πράξη· ιδέες όπως η αλληλεγγύη, η δικαιοσύνη, ακόμη μεγαλύτερη ισότητα. Αριστερός για μένα είναι αυτός που προσπαθεί τις ιδέες αυτές να τις εφαρμόσει στην πράξη με έντιμο τρόπο. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αριστερός είναι αυτός που έχει αναλάβει το καθήκον να είναι στη ζωή του έντιμος, αυστηρός και γενναιόδωρος».


– Αν κάποιος σας ρωτούσε για ποιον λόγο άξιζε που ζήσατε, τι θα του απαντούσατε;


«Σαφώς και άξιζε».


– Γιατί όμως;


«Δεν ξέρω. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ. Εφόσον όμως βρέθηκα εδώ, θέλω να συνεχίσω. Θέλω να τη ζήσω τη ζωή μου». (γέλια)


– Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ».