Mίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Θάνος Μικρούτσικος, Παύλος Σιδηρόπουλος, Λένα Πλάτωνος, Σαβίνα Γιαννάτου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μίμης Πλέσσας, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δόμνα Σαμίου, Σωτηρία Μπέλλου και δεκάδες άλλοι δημιουργοί έχουν παρελάσει από τα γραφεία και πολύ περισσότερο από τα στούντιο της Λύρας, στα σαράντα χρόνια ζωής που συμπληρώνει – το 2004 – η εν λόγω δισκογραφική εταιρεία. Οταν το 1964 ο Αλέκος Πατσιφάς αποφάσισε να δημιουργήσει στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Κριεζώτου, τη Λύρα, ενδεχομένως δεν είχε στο μυαλό του ότι θα μεταλλασσόταν σε έναν ζωντανό οργανισμό, τον οποίο θα τροφοδοτούσε κατά διαστήματα το σύνολο σχεδόν της ελληνικής μουσικής δημιουργίας.

Ο νυν γενικός διευθυντής της Λύρας κ. Πάνος Μαραβέλιας, μιλώντας στο «Βήμα» με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα ετών από την ίδρυσή της, σημειώνει ότι «από την ίδρυσή της ως σήμερα η Λύρα προσπαθεί στα παραγόμενα προϊόντα της να συνδυάσει τον λόγο με τη μουσική. Χωρίς να θέλουμε να πούμε ότι είμαστε μορφωτικό ίδρυμα, εν τούτοις πιστεύω ότι δεν έχουμε σταματήσει να παρεμβαίνουμε στην ελληνική μουσική πραγματικότητα, ακολουθώντας τα πρώτα βήματα του Αλέξανδρου Πατσιφά. Πιστεύω» συνεχίζει ο ίδιος «ότι από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του ’60 είχε δημιουργηθεί ένας κύκλος πνευματικών ανθρώπων γύρω από τον Αλέξανδρο Πατσιφά, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο καθόριζε και τις δισκογραφικές επιλογές της εταιρείας».

Μια σειρά από επιλογές της Λύρας έργων παρελθόντων ετών, αντιπροσωπευτικών της εποχής τους, κυκλοφορεί ήδη είτε θα κυκλοφορήσει στο άμεσο μέλλον, ενώ στην πλειονότητά τους οι επανεκδόσεις αυτές έχουν αναβαθμισμένο ηχητικό αποτέλεσμα. Οσον αφορά την εικαστική παρουσίαση, τα αυθεντικά καλύμματα και το πληροφοριακό υλικό των άλμπουμ διατηρούνται, ενώ προστίθεται στο καθένα κάποιο κείμενο του δημιουργού ή των συντελεστών που εκφράζουν την προσωπική τους ματιά στο έργο, αρκετά χρόνια μετά τη δημιουργία του. Μέχρι στιγμής μεταξύ άλλων έχουν επανεκδοθεί οι τίτλοι: Γιάννης Πουλόπουλος «12 τραγούδια του Lorca», Παύλος Σιδηρόπουλος «Ο ασυμβίβαστος», Βαγγέλης Γερμανός «Τα μπαράκια», Θανάσης Παπακωνσταντίνου «Στην Ανδρομέδα και στη Γη», Χειμερινοί Κολυμβητές «Από το Πάρκο στη Μυροβόλο», Λίνος Κόκοτος «Το θαλασσινό τριφύλλι», Σωκράτης Μάλαμας «Κύκλος», «Ζωντανοί στο Κύτταρο» συλλογή, Ηλίας Ανδριόπουλος «Λαϊκά προάστια», Νίκος Ξυδάκης «H εκδίκηση της γυφτιάς», Μάνος Χατζιδάκις «Ποτέ την Κυριακή», Μίμης Πλέσσας «Ο δρόμος», Θάνος Μικρούτσικος «Σταυρός του Νότου», Λένα Πλάτωνος «Σαμποτάζ», ενώ θα ακολουθήσουν και τα εξής άλμπουμ: Μίκης Θεοδωράκης «Ενας όμηρος», Δήμος Μούτσης «Το φράγμα», Δόμνα Σαμίου «Ταξίδι στην Ελλάδα», Μάνος Χατζιδάκις «Ο Μεγάλος Ερωτικός», Γιάννης Σπανός «Τρίτη Ανθολογία», «Ο Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη», Σαβίνα Γιαννάτου «Τραγούδια της Μεσογείου», Νίκος Ξυδάκης «Ακρωτήριο Ταίναρον», Σωτηρία Μπέλλου «Σ. Μπέλλου 6 – H Σωτηρία Μπέλλου τραγουδά Βασίλη Τσιτσάνη».

Για τον κ. Πάνο Μαραβέλια οι παραπάνω επανεκδόσεις στόχο έχουν, πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον, να δώσουν παράλληλα στους ακροατές την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με ένα διαφορετικού είδους δισκογραφικό υλικό. «Σήμερα» υπογραμμίζει ο ίδιος «τουλάχιστον όσον αφορά τη δισκογραφία το κοινό χάνεται μέσα από την υπερπληθώρα των πληροφοριών που συλλέγει. Ετσι συχνά συμβαίνει πράγματα που έχουν λόγο ύπαρξης να περνούν απαρατήρητα. Πιστεύουμε ότι οι παραπάνω εκδόσεις θα συμβάλουν με τον τρόπο τους ώστε το έργο σημαντικών δημιουργών να μη μείνει άγνωστο και στις νεότερες γενιές».

Οι δημιουργοί για το έργο τους

Αποσπάσματα κειμένων που έγραψαν οι δημιουργοί οι οποίοι κατά καιρούς συνεργάστηκαν με τη δισκογραφική εταιρεία Λύρα αποτυπώνουν τόσο τη σχέση τους με τον ιδρυτή της Αλέξανδρο Πατσιφά όσο και την προσωπική τους ματιά στο έργο, χρόνια μετά τη δημιουργία του:

Ο M. Θεοδωράκης για το «Ενας όμηρος»

Στρατόπεδο Κρατουμένων Ωρωπού, 1970

(…) Σαν συνθέτης δεν θέλησα να γράψω για το «Ενας όμηρος» μια τυπικά λαϊκή ελληνική μουσική (θα ‘λεγα «επιθετικά» νεοελληνική λαϊκή μουσική!), όπως έκανα με το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού». H μουσική μου έπρεπε να έχει ή μάλλον ήταν αναγκασμένη να έχει τον νεοελληνικό χαρακτήρα λόγω της ίδιας της καταγωγής του δημιουργού της. Και το γεγονός αυτό, όπως είδαμε, δεν έρχεται σε αντίθεση με τον βαθύτερο ιρλανδέζικο χαρακτήρα του έργου. Ομως η φόρμα της μουσικής θα έπρεπε να προσιδιάζει στην ειδική ατμόσφαιρά του. (…) M’ αυτά τα κριτήρια συνέθεσα τα 16 τραγούδια τού «Ενας όμηρος» (σε αριστουργηματική απόδοση του Βασίλη Ρώτα), που μερικά απ’ αυτά, όπως λ.χ. «Το γελαστό παιδί» ή η «Λαμπρή», αφομοιώθηκαν από ένα τμήμα του ελληνικού κοινού που τα θεώρησε δικά του όχι μόνο σαν τραγούδια αλλά θα ‘λεγα ακόμα σαν τραγούδια-σύμβολα στον δικό του αγώνα για την Ελευθερία!

Ο Λ. Παπαδόπουλος για τον «Δρόμο»

Μήθυμνα (Μόλυβος), 14 Ιουλίου 2003

Είμαι υπερήφανος για τον «Δρόμο». Οχι γιατί πήρε τον πρώτο χρυσό δίσκο που εξαιτίας του καθιερώθηκε, ούτε γιατί πούλησε, σ’ αυτή τη φρενήρη πορεία του μέσα στις δεκαετίες, εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους. Είμαι υπερήφανος γιατί με απλά, καθημερινά υλικά, χώμα, νερό, πευκοβελόνες, έρημες πλατείες, μοναχικούς τρελούς, γειτονιές με ακούραστους και έτοιμους για κάθε ζημιά πιτσιρικάδες, έδωσε μιαν αληθινή διάσταση της ζωής μας, που κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να κάνει τραγούδια της τα θλιβερά κατασκευάσματα της χούντας, που μύριζαν στρατιωτικές αρβύλες, συρτάκι ντανς, τουριστικό «μουζάκα» και πλαστικό. Δεν θα κλείσω αν δεν σημειώσω τον έρωτα που ένιωσαν για το δίσκο, προτού ακόμη φτάσει στο στούντιο, οι αλησμόνητοι φίλοι μου Αλέκος Πατσιφάς και Κυριάκος Μαραβέλιας κι ακόμη η Αιμιλία Πατσιφά, που της ψιθύριζα τους στίχους μου σ’ έναν καναπέ, στο σπίτι του Πλέσσα, και δεν μπορούσε, από τη συγκίνηση, να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Ο N. Παπάζογλου για τη «Γυφτιά»

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2003

Χειμώνας του 1978. H έγκριση από τη Λύρα είχε δοθεί και θα μαζευόμαστε να ηχογραφήσουμε σε ένα στούντιο που δεν είχε ξαναηχογραφήσει. Το πρώτο Αγροτικό είχε μόλις τελειώσει. (…) H προκαταβολή που μας έδωσε ο κ. Πατσιφάς όταν του πήγαμε το τελικό αποτέλεσμα ήταν 3.000 δρχ., που πήγαμε οι τρεις μας με τον Μανώλη και τον Νίκο στο «Κεντρικόν» και τσακιστήκαμε στο φαγοπότι. Ενας χρόνος σχεδόν πέρασε σιγής. Δεν μαθαίναμε πώς πάει ο δίσκος ούτε τολμούσαμε να ρωτήσουμε. Ωσπου ήρθε εκείνη η πρόταση για συναυλία στο Πανεπιστήμιο από τα παιδιά του ΦΟΘΚ. Δεν έπεφτε καρφίτσα στο μικρό αμφιθέατρο της Νομικής εκείνο το βράδυ. Ηξεραν όλα τα λόγια και τραγουδούσαν μαζί μου. Τα τραγούδια αυτού του δίσκου είχαν κυλήσει μέσα στις καρδιές αυτών των παιδιών, όπως το νερό κάτω απ’ την ψάθα· αθόρυβα και αποτελεσματικά.

H Σαβίνα Γιαννάτου για το «Σαμποτάζ»

Αθήνα, Σεπτέμβριος 2003

Το «Σαμποτάζ» κυκλοφόρησε στο τέλος του ’81. Λίγο πριν εκδοθεί, ο Αλέκος Πατσιφάς (διευθυντής τής Λύρα τότε) μου δήλωσε στο γραφείο του (καλοκαίρι ήταν) πως φοβόταν να τον εκδώσει. Πως θα ήθελε μιαν άλλη αρχή για μένα και τη Λένα (σ.σ.: Πλάτωνος). Εναν άλλο δίσκο, με άλλη λογική ή αισθητική. Γύρισα στο σπίτι της Λένας και της είπα τα νέα. Πολύ κακά νέα. Ο δίσκος που τόσο είχαμε πιστέψει και δουλέψει, που ήταν έτοιμος να κυκλοφορήσει, θα αναβαλλόταν και η Λένα θα έπρεπε να γράψει καινούργια τραγούδια. Τι θα ήταν αυτά; Με τι στίχους; Τι λογική; Ψάχνουμε λοιπόν για άντρα. Εχω ήδη γνωρίσει τον Γιάννη Παλαμίδα από τη συνεργασία μου με τον Βασίλη Δερτιλή («Αποκάλυψη») στο «Αχ Μαρία», όπου τραγουδούσα όλο τον προηγούμενο χειμώνα. H προσωπική ζωή μπλέκεται με την τέχνη και φτιάχνεται ο δίσκος «Χίλιες και μια νύχτες σινεμά». Μόνο που ο τίτλος δεν αρέσει στον Πατσιφά. Δεν θυμάμαι με ποιες διεργασίες κατέληξε ο τίτλος του δίσκου να είναι το «Σαμποτάζ». Θυμάμαι μόνο τη Μαριανίνα να διαμαρτύρεται ότι στο εξώφυλλο είναι ζωγραφισμένος ένας πισινός κι ο Πατσιφάς να λέει: «Μα πού τον βλέπετε; Βουνό είναι! Δεν το βλέπετε;». Τι είδανε ή όχι τελικά, δεν ξέρω. Ολοι θέλαμε να βγει αυτός ο δίσκος επιτέλους. Είχε γραφτεί και συντεθεί, ενορχηστρωθεί και ηχογραφηθεί σε χρόνο-ρεκόρ, με αφάνταστο κέφι, επιθυμία και έμπνευση από τη Μαριανίνα και τη Λένα, με τη χαρά της γνωριμίας του Γιάννη και της Λένας και εξαιτίας της ιδιορρυθμίας του Αλέκου Πατσιφά.