Νέα Υόρκη, εμπιστευτικό. H Ανν Ράινκινγκ διαμένει σε ένα υπέροχο διαμέρισμα ακριβώς απέναντι από το Σέντραλ Παρκ. Στο σπίτι αυτό έχουν μπει πολύ λίγοι δημοσιογράφοι. Παρ’ ολίγον να μην καταφέρω ούτε κι εγώ να μπω και να γνωρίσω τον ιδιαίτερο, ευαίσθητο και πλούσιο σαν φωτογραφικό λεύκωμα κόσμο της θρυλικής χορεύτριας του Μπροντγουέι. Διότι η κάποτε πρώτη χορεύτρια και μούσα του Μπομπ Φόσι και σήμερα πλέον παραγωγός των παραστάσεων που φέρουν το όνομα του μεγάλου χορογράφου δεν μιλάει συχνά δημόσια. Προτιμά να διοχετεύει την ενέργειά της σε αυτό που αγάπησε για μια ζωή: τον χορό. Πραγματικά, η αρχή της συνομιλίας μας ήταν σαν πρεμιέρα κάποιας παράστασης: αμήχανη, νευρική και επιφυλακτική. Καθώς η ώρα περνούσε όμως η «παράσταση» αυτή άρχισε να γίνεται όλο και πιο ενθουσιώδης, πιο άμεση, στο τέλος σχεδόν παθιασμένη. Απολαύστε την!





– Πάντα αυτό θέλατε να κάνετε στη ζωή σας;


«Ναι, ήθελα να έχω σχέση με τον χορό και το θέατρο. Την πρώτη φορά που είδα χορό στη ζωή μου, εννοώ μια καλή παράσταση χορού, στα δέκα μου, ένιωσα ερωτευμένη. Ηταν αυτό που λέμε «έρωτας με την πρώτη ματιά»».


– Πώς γίνεται αυτό;


«Δεν ξέρω. Πώς εξηγείται ο έρωτας; Γιατί όλα δείχνουν ότι αυτό που μου συνέβη ήταν έρωτας. Ειδικά ο έρωτας που νιώθει ένα παιδί είναι βαθύς και έρχεται από κάπου… Δεν ξέρω, μάλλον τον στέλνει ο Θεός».


– Μήπως αυτό είναι που λέμε ταλέντο;


«Αν ανοίξετε το λεξικό θα δείτε ότι η λέξη «έμπνευση» ορίζεται ως κάτι που έρχεται από τον Θεό. Το ταλέντο στηρίζει την έμπνευση. Το ταλέντο είναι δεξιοτεχνία. Δουλεύεις σκληρά πάνω σε αυτό που σου χάρισαν η φύση, τα γονίδιά σου, η μόρφωσή σου, ελπίζοντας ότι θα το στηρίξεις με όση έμπνευση έχεις».


– Το γεγονός όμως ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται χωρίς ταλέντο δεν είναι λίγο… θεϊκή αδικία;


«Μα αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός του ταλέντου. Γιατί το να υπεραγαπά και να φροντίζει μια μητέρα τον γιο ή την κόρη της είναι κι αυτό ένα ταλέντο που το δίνει ο Θεός. Το να παράγει ένας αγρότης όμορφους καρπούς είναι επίσης ταλέντο. Πρόκειται για μορφές ταλέντου, για μέσα επιβίωσης».


– Εσείς σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;


«Μεσοαστικό το οποίο άλλες φορές έτεινε προς το μεγαλοαστικό και άλλες όχι. (γέλια) Ημασταν επτά παιδιά – πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Εζησα πολύ καιρό ανάμεσα σε αγόρια, γιατί η αδερφή μου είναι η μικρότερη απ’ όλους. Να άλλο ένα ταλέντο: να μη σταματάς να προσεύχεσαι να σου χαρίσει ο Θεός μία αδερφή. Μπορεί ο Θεός να με άφησε να περιμένω αλλά εν τέλει μου χάρισε μία αδερφή». (γέλια)


– Πόσο επηρεάζει το περιβάλλον την πορεία που θα ακολουθήσει κάποιος στη ζωή του;


«Παρ’ όλο που υπάρχει αυτός ο αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στη φύση και στην ανατροφή ενός ανθρώπου, εγώ πιστεύω ότι και τα δύο παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Υπάρχει αυτό που σου δίνεται, που σου χαρίζει η, φύση και υπάρχει κι αυτό που έρχεται στην πορεία. Το πώς τα βγάζει ο καθένας πέρα στη ζωή έχει να κάνει με το πώς αξιοποιεί αυτά τα δύο και επίσης με τη δύναμη και τη θέληση που έχει να τα αξιοποιήσει».


– Πιστεύετε ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσει κανείς το ταλέντο του; Ή να μην το ανακαλύψει; Και με ποιο τρόπο;


«Ερχεται κάποια στιγμή στη ζωή μας που καλούμαστε να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας. Είμαστε και εμείς μέρος της όποιας δεξιοτεχνίας μπορεί να έχουμε. Δεν είμαστε ανήμποροι να τη χειριστούμε. Πάντως, όλα αυτά είναι πράγματα που θέλουν χρόνο να τα μάθει κανείς και όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο δύσκολα μαθαίνονται. Ολοι κάνουμε λάθη, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Κακό είναι να μην προσπαθεί κανείς να διορθώνει τα λάθη του».


– Τα λάθη είναι γνώση;


«Ναι, βέβαια».


– Τότε γιατί τα επαναλαμβάνουμε;


«Επειδή χρειάζεται χρόνος για να μάθεις να κάνεις κάτι καλά».


– Τελικά ένας άνθρωπος ξεχωρίζει δουλεύοντας τα μειονεκτήματά του ή αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματά του;


«Θα πρέπει κανείς να προσπαθεί να τα αξιοποιεί και τα δύο. Θα πρέπει να συνεχίσει να δουλεύει με τα δυνατά του σημεία, γιατί αυτό τον βοηθάει να νιώθει καλύτερα. Από την άλλη όμως, πρέπει να προστατεύουμε και την αδύνατη πλευρά μας, και να προσπαθούμε συνεχώς να τη βελτιώνουμε. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα δικό μας αδύνατο σημείο μπορεί να είναι το καλύτερο που μπορεί να καταφέρει ένας άλλος άνθρωπος. Για μένα βελτίωση χρειάζονται και τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά μας. Πρέπει όλοι να μάθουμε ότι η αδύνατη πλευρά μας είναι – ή μπορεί ως έναν βαθμό να γίνει – εξίσου καλός φίλος με ό,τι αποτελεί τη δύναμή μας. Αφήστε που η αδύνατη πλευρά ενός ανθρώπου είναι λιγότερο επικίνδυνη… Γιατί η πολλή επιτυχία μπορεί να κάνει τον άνθρωπο χαζό, από τη στιγμή που θα τον φθάσει στο σημείο να μεγαλοποιεί τα προσόντα του και να υπερεκτιμά τον εαυτό του». (γέλια)


– Εσείς με ποια αδυναμία σας παλέψατε περισσότερο;


«Σε αυτό είναι δύσκολο να απαντήσω, γιατί είναι τόσα πολλά τα σημαντικά προβλήματα που υπάρχουν. Μου αρέσει πάντα να τσεκάρω τη δουλειά μου – όχι μόνο στον χορό, αλλά σε όλα τα πράγματα που κάνω -, ώσπου να σιγουρευτώ ότι αυτό που κάνω είναι καλό. Μόλις σιγουρευτώ, τότε ξέρω ότι κανένας δεν μπορεί να μου στερήσει αυτό που έχω πετύχει, ούτε καν εγώ η ίδια».


– Υπήρξε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατά την οποία είπατε «εγώ θα γίνω χορεύτρια»;


«Ναι, στα έντεκά μου. Μια άλλη μεγάλη απόφαση, που ώσπου να την πάρω πέρασα πολλές εσωτερικές συγκρούσεις, ήταν αν θα γινόμουν χορεύτρια κλασσικού χορού, που ήταν και η πρώτη μου αγάπη, ή θα συμμετείχα σε θεατρικά μιούζικαλ, επειδή εκτός από τον χορό μού αρέσει πολύ και το τραγούδι – εκτός αυτού, είμαι πολύ αστεία ως άνθρωπος. Είμαι δηλαδή άνθρωπος που μου αρέσει να κάνω πλάκες, όπως μου αρέσουν πολύ και τα συναισθήματα αλλά και το να μιλάω. Με δύο λόγια, τα προσόντα μου είναι ο χορός, το τραγούδι και η υποκριτική. Μου αρέσουν διάφορα είδη χορού. Επειτα λοιπόν από μία εβδομάδα συνεχούς επαφής μόνο με τον κλασικό χορό στη Νέα Υόρκη, παρ’ όλο που είναι ένα είδος που το αγαπάω πολύ ως σήμερα, είχα ήδη κορεστεί και ήθελα να νιώσω ελεύθερη να δοκιμάσω και άλλα είδη χορού».


– Οι επιλογές ή οι επιρροές είναι πιο καθοριστικές στη ζωή μας;


«Εγώ υπήρξα πολύ τυχερή, επειδή στα δεκαεπτά μου κέρδισα μία υποτροφία με τον Ρόμπερτ Τζέφρεϊ. Εν τέλει όμως δεν μου την έδωσαν και, όπως καταλαβαίνετε, ένιωσα συντετριμμένη».


– Γιατί τη χάσατε; Μήπως κάνατε κάτι που δεν έπρεπε; (γέλια)


«H αλήθεια είναι ότι δεν φέρθηκα σωστά αλλά αυτό συνέβη αφού την είχα χάσει. Οχι πριν».


– Τι ακριβώς συνέβη;


«Απλώς τα χρήματα δεν επαρκούσαν για όλους και έτσι 12 άτομα έπρεπε να αποβληθούμε. Εκ των υστέρων, ο κύριος Τζέφρεϊ μου το ξεκαθάρισε ότι δεν είχε να κάνει με το ταλέντο μου. Μια άλλη δασκάλα όμως με είχε προσβάλει, λέγοντάς μου ότι δεν ενδιαφερόμουν για τον χορό, ότι ήμουν κακή χορεύτρια, ότι το βάρος μου ήταν περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε… Ηταν πολύ σκληρή μαζί μου, μάλλον επειδή δεν με συμπαθούσε. Μερικές φορές απλώς δε συμπαθείς κάποιον – σε όλους μας συμβαίνει αυτό. Το θέμα είναι ότι η συμπεριφορά της απέναντι σε έναν νέο άνθρωπο υπήρξε απαράδεκτη».


– Μήπως όμως αυτό, το να μας εμποδίσουν δηλαδή κάποια στιγμή να ανεβούμε, μας δίνει μεγαλύτερη δύναμη;


«Ναι, με εμένα έτσι συνέβη. Ακόμη και εγώ η ίδια εξεπλάγην με τον εαυτό μου. Διότι μου βγήκε πειθαρχία και θέληση που δεν γνώριζα ότι διαθέτω. Αυτό δεν με άφησε να απογοητευθώ. Αρχισα απλώς να κάνω περισσότερα μαθήματα, να προσέχω τι τρώω… Ημουν αποφασισμένη, διότι κατά βάθος ήξερα ότι ήμουν καλή και ότι θα μπορούσα να γίνω ακόμη καλύτερη. Οταν όμως παραφέρθηκα απέναντι σε εκείνη τη δασκάλα που μου είχε μιλήσει άσχημα ντράπηκα τόσο πολύ… Πήγα λοιπόν κλαίγοντας στο γραφείο του κυρίου Τζέφρεϊ να ζητήσω συγγνώμη. Εν τέλει φάνηκε ότι εκείνος βρήκε πολύ αστείο το όλο περιστατικό – με εξαίρεση το γεγονός ότι θα μπορούσα να είχα κινδυνέψει. Είχα πάρει τα σεντόνια από το κρεβάτι μου, τα είχα δέσει μεταξύ τους και πιασμένη από αυτά είχα κατεβεί τρεις ορόφους, από το ένα μπαλκόνι στο άλλο. (γέλια) Θα μπορούσα να είχα πέσει. Εν τέλει, έτσι όπως κρεμόμουν, έπεσα στο κεφάλι του ανθρώπου που ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια του κολεγίου. Οπότε κατάλαβαν ότι έπρεπε να κάνουν κάτι με την περίπτωσή μου». (γέλια)


– Γιατί είπατε ότι ήσασταν τυχερή που χάσατε εκείνη την υποτροφία;



«A, ναι, είδατε; Είναι μεγάλη ιστορία και ξεφύγαμε. (γέλια) Σας έλεγα για τον κύριο Τζέφρεϊ. Ο κύριος Τζέφρεϊ λοιπόν μου είπε: «Ανν, είσαι καλό κορίτσι και ξέρω ότι αγαπάς τον χορό. H ψυχή σου είναι δοσμένη στον χορό. Σε κανέναν δεν μπορούμε να διδάξουμε να έχει ψυχή. Την έχει ή δεν την έχει. H τεχνική όμως διδάσκεται. Είναι απλώς θέμα χρόνου. Εσύ λοιπόν έχεις κάτι που αξίζει πολλά. Αν θέλεις πράγματι να ασχοληθείς με τον κλασικό χορό, μπορείς». Επειδή όμως με είχε ακούσει και να τραγουδάω και να αστειεύομαι, μου είπε: «Είσαι ένας χαρούμενος και έξυπνος άνθρωπος. Μην το πάρεις στραβά αυτό που θα πω, γιατί πρόθεσή μου δεν είναι να σε αποθαρρύνω. Δεν προσπαθώ με υπόγειο τρόπο να σου πω ότι, καλή μου, εσύ κάνεις μόνο για το Μπροντγουέι. Αν θέλεις μπορείς να συνεχίσεις να χορεύεις μπαλέτο. Απλώς εγώ πιστεύω ότι θα είσαι πιο ευτυχισμένη αν με τη βοήθεια και των άλλων ταλέντων που έχεις καταφέρεις να βρεις ένα πιο σπουδαίο… σπίτι και μέσα από αυτό να προκόψεις». Ακούγοντάς τον να μου μιλάει έτσι κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Στα δεκαεπτά μου λοιπόν μου έδωσε το κίνητρο να αποδείξω στην άλλη δασκάλα, που με είχε προσβάλει, ότι είχε άδικο και ότι εγώ είχα δίκιο. Το είχε επιβεβαιώσει άλλωστε και ο κύριος Τζέφρεϊ. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να πετάω. Μου βγήκε μια δύναμη που δεν ήξερα καν ότι τη διέθετα. Με το που μου μίλησε έτσι άρχισα κιόλας να το ξεπερνάω. Δούλεψα και έβγαλα 500 δολάρια, και με αυτά έφυγα για τη Νέα Υόρκη. Εναν χρόνο αργότερα, στα δεκαοκτώ μου, ήξερα κιόλας τι ακριβώς ήθελα να κάνω. Είχα συγκεντρώσει διευθύνσεις και επιστολές, και με αυτά ξεκίνησα. Γι’ αυτό σας είπα πριν ότι στάθηκα τυχερή. Ηταν άλλο ένα δώρο από τον Θεό».


– H επιτυχία έχει να κάνει με το ταλέντο ή και με κάτι άλλο; Τι ακριβώς κάνει κάποιον μεγάλο χορευτή;


«Την επιτυχία μπορεί κανείς να την ορίσει με ένα σωρό διαφορετικούς τρόπους. H επιτυχία όμως μπορεί να σου χαρίσει περισσότερες ευκαιρίες. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να συνεχίσει κανείς να φτιάχνει και από μόνος του τις ευκαιρίες. Και σε αυτό πιστεύω ότι βοηθάει πολύ η αποτυχία ή η απογοήτευση. Κατά τη γνώμη μου, αποτελούν και αυτά ένα άλλο είδος δημιουργικότητας. Αρα, καλό είναι να αντλεί κανείς δύναμη και από τα δύο, να αξιοποιεί και τη δύναμη της επιτυχίας και τη δύναμη της αποτυχίας. Μερικές φορές το τραγούδι, ο χορός και η υποκριτική είναι το εύκολο κομμάτι. Το πιο δύσκολο είναι να διατηρεί κανείς τη σωματική και την ψυχική του υγεία, να παίρνει συμβουλές και καθοδήγηση όποτε τις χρειάζεται, να έχει φίλους και να μην περιχαρακώνει τη ζωή του μέσα στον θεατρικό χώρο».


– Μπορεί ένας ανόητος άνθρωπος να είναι μεγάλος καλλιτέχνης;


«Σαφώς. Ολοι μας χρειάζεται μερικές φορές να είμαστε και λίγο χαζοί. Κανένας δεν μπορεί να γίνει έξυπνος αν δεν είναι χαζός. Αλλιώς, χωρίς λάθη, πώς θα μαθαίναμε;».


– Εσάς τι είναι αυτό που σας συγκινεί πάνω στη σκηνή;


«Είναι τόσο καλή αυτή η ερώτηση αλλά και τόσο δύσκολο να σας απαντήσω… H αίσθηση πάνω στη σκηνή είναι ίδια με εκείνη που σου δημιουργεί η ζωή. Το να είσαι πάνω στη σκηνή είναι η ίδια η ζωή, είναι σαν τον αέρα που αναπνέεις. Είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό σου με την ίδια έννοια που είναι οι μύες σου, η καρδιά σου, το μυαλό σου… Είναι εξίσου ζωτικό με όλα αυτά».


– Μια παράσταση δεν μοιάζει λίγο με πρόβα θανάτου, αφού τελειώνει κάποια στιγμή;


«Είναι μια καλή παρομοίωση. Για μένα ο θάνατος δεν είναι κάτι τελεσίδικο, αφού η ενέργεια δεν πεθαίνει ποτέ. Απλώς αλλάζει. Αυτός λοιπόν ο γλυκόπικρος ο θάνατος είναι που δίνει ζωή σε όλα. Χωρίς αυτόν δεν θα ίσχυε το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», χωρίς αυτόν δεν θα κάναμε παιδιά ούτε θα διαιωνίζαμε τη ζωή. Ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής, είναι κι αυτός ζωή. Υπήρξε, ξέρετε, ένας διάσημος επιστήμονας ο οποίος δούλευε στο σχέδιο για το Μανχάταν ( the Manhattan project). Ο άνθρωπος αυτός είχε προσβληθεί από καρκίνο, όπως και σχεδόν όλοι όσοι δούλευαν εκεί. Αν και σχεδόν ετοιμοθάνατος, αγαπούσε πολύ τη ζωή, ήταν εραστής της ζωής. Τον ενδιέφεραν τα πάντα. Τον ενδιέφεραν τα πουλιά, η φωτογραφία, η επιστήμη, η ιατρική, τα πάντα. Με ό,τι και αν ερχόταν σε επαφή ήθελε να ασχοληθεί μαζί του. H ζωή… είχε κάνει κατάληψη μέσα του. Αγαπούσε τα πάντα. Οχι μόνο τα καλά της ζωής. Τα πάντα. Εχοντας φθάσει ένα βήμα πριν από τον θάνατο, ένας φίλος του χειρουργός τού είπε ότι η τελευταία του ελπίδα ήταν μια ριζοσπαστική εγχείρηση, κατά τη διάρκεια της οποίας όμως υπήρχε περίπτωση να πεθάνει. Δεν του έδινε καμία άλλη ελπίδα. Μόνο αυτή. Συμφώνησε να κάνει την εγχείρηση, αλλά με έναν όρο. Είπε στον γιατρό, αν δει ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά, να τον ξυπνήσει. Ο γιατρός τον ρώτησε: «Για ποιο λόγο;». «Μα, αν είναι να πεθάνω» του λέει «είναι κι αυτό κομμάτι της ζωής και δεν θα ‘θελα με τίποτε να το χάσω». (γέλια) Αυτό για μένα είναι σπουδαίο. Είναι εκπληκτικό το να μπορείς, όχι μόνο να κατανοήσεις τον θάνατο, αλλά να θες να τον βιώσεις βαθιά. Οπως όταν χάνει ένας άνθρωπος τους γονείς του. Νομίζω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη συντριβή από αυτή. Τώρα όμως μου ‘ρχεται να κλάψω…».


– Οχ!..


«Μην ανησυχείτε, είναι ωραίο το συναίσθημα. Δεν νιώθω άσχημα. Μπορεί λοιπόν όταν χάνουμε τους γονείς μας να πονάμε, είναι όμως το τελευταίο δώρο τους προς εμάς. Είναι το τελευταίο πράγμα που μας μαθαίνουν πώς γίνεται. H μνήμη τους όμως εξακολουθεί να υπάρχει και εμείς εξακολουθούμε να ζούμε και να μαθαίνουμε από αυτούς. Για μένα λοιπόν τα πράγματα δεν τελειώνουν ποτέ. Και αυτό είναι καλό».


– Μήπως οι αληθινά ταλαντούχοι είναι οι ταλαντούχοι της ζωής;


«Νομίζω ότι έχετε δίκιο. Είναι μία ερώτηση που δεν μου την έχουν κάνει ποτέ πριν, οπότε είναι η πρώτη φορά που την απαντάω. Αλλά πράγματι νιώθω ότι έτσι είναι. Αν ένας άνθρωπος δεν πιστεύει βαθιά μέσα του στη ζωή, τότε δεν μπορεί ούτε να μιλήσει γι’ αυτήν ούτε να τη χορέψει ούτε να την τραγουδήσει, δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτε που να έχει σχέση με τη ζωή. Δεν θα είχε άλλωστε να πει κάτι. Κάτι που να σημαίνει τόσα πολλά γι’ αυτόν, που να νιώθει την ανάγκη να το μοιραστεί με άλλους».


– Ποια είναι η διαφορά μεταξύ πρόβας και παράστασης;


«Καμία απολύτως. Δε θα ‘πρεπε να υπάρχει διαφορά. Κατά τη γνώμη μου, δεν υφίσταται ούτε η έννοια της εξάσκησης ούτε η έννοια των βημάτων. Ολα είναι χορός. Ολα είναι τραγούδι. Ολα είναι αφήγηση. Αν εξασκείσαι στο μέτριο, τότε και το αποτέλεσμα που θα έχεις θα είναι μέτριο. Πρέπει συνεχώς να εξασκούμαστε σαν να είναι κάποιος μπροστά και να μας βλέπει. Ολα αυτά που σας λέω τα έμαθα από τον κύριο Φόσι, από τους γονείς μου και τους δασκάλους που είχα. Δεν βρέθηκα εδώ που είμαι από μόνη μου. Βρέθηκα χάρη στα όσα με δίδαξαν αυτοί οι άνθρωποι».


– Πώς γνωρίσατε τον Μπομπ Φόσι;


«Σε μια οντισιόν. Ηταν η καλύτερη οντισιόν του κόσμου. Πέρασα τόσο καλά που είπα ότι ακόμη και αν δεν πάρω τον ρόλο αυτή θα είναι η ωραιότερη ημέρα της ζωής μου. Εκείνη την ημέρα ένιωσα απολύτως συγκεντρωμένη. Είχαμε να μάθουμε συγκεκριμένα βήματα τα οποία δεν τα είχα δει ξανά ποτέ πριν. Αλλο πήγαινε έτσι, άλλο πήγαινε έτσι… μικρά βηματάκια, που δεν ήταν τίποτε. Το παράδοξο είναι ότι το τίποτε εκείνο έκρυβε μέσα του τόση δύναμη! Και ακόμη κρύβει… Είχα επίσης να δείξω παντομίμα, να λειτουργήσω δηλαδή υποκριτικά με βάση τον υπαινιγμό. Συγκεκριμένα χόρευα με μια μπάλα η οποία δεν υπήρχε. Προσπαθούσα – υποτίθεται – να την πιάσω. Στην αρχή είχα πολύ άγχος. Το να συμμετέχει κανείς σε οντισιόν απαιτεί μια άλλου είδους δεξιοτεχνία, είναι άλλη μία μορφή τέχνης. Και τότε ο Μπομπ Φόσι έκανε κάτι που δεν μου είχε συμβεί ποτέ πριν και το οποίο με βοήθησε να διώξω από πάνω μου όλο το άγχος και να αρχίσω να συγκεντρώνομαι. Δεν είχα πλέον την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε οντισιόν. Είχα περάσει στον χώρο του υποσυνείδητου. Είχα απορροφηθεί εντελώς από αυτό που έκανα – και αυτό για μένα είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. Το να είμαι εντελώς απορροφημένη το θεωρώ πραγματική ευτυχία».


– Εχοντας γνωρίσει από κοντά σπουδαίους ανθρώπους, έχετε καταλάβει τι είναι αυτό που τους κάνει να ξεχωρίζουν; Πού οφείλεται το ότι κάποιος είναι μεγάλος χορευτής ή μεγάλος χορογράφος;


«Στο ότι φλέγεται. Υπάρχει μέσα του κάτι που τον καίει. Στη ζωή μου είχα την τύχη να συνεργαστώ με πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες. Με σπουδαίους σκηνοθέτες, σπουδαίους χορογράφους… Ολοι τους είχαν αυτό το πράγμα. Επειδή θέλουν να είναι καλοί σε αυτό που κάνουν, σου μεταφέρουν την επιθυμία τους, με αποτέλεσμα να θέλεις και εσύ να είσαι το ίδιο καλός. Είναι… μεταδοτικό».


– Πιστεύετε ότι μπορεί ένας ταλαντούχος άνθρωπος να μεταφέρει το ταλέντο του σε άλλους ανθρώπους; Με άλλα λόγια, διδάσκεται το ταλέντο; Μαθαίνεται η τέχνη;


«Πιστεύω ότι ένας δημιουργικός άνθρωπος μπορεί να μεταγγίσει τη δημιουργικότητά του και στους άλλους. Είναι και αυτό μια μορφή δεξιοτεχνίας. Μπορείς επίσης να εμπνεύσεις τους ανθρώπους. Μπορείς να τους βάλεις φωτιά, να τους πυρπολήσεις. Χρειάζεται απλώς ο δάσκαλος να βρει τον κατάλληλο μαθητή και ο μαθητής τον κατάλληλο δάσκαλο. Το θέμα είναι ότι πρέπει πράγματι αυτό που έχει κανείς να προσπαθήσει να το περάσει και στους άλλους. Το να μην το κάνει το θεωρώ ανευθυνότητα. Γιατί έτσι είναι σαν να πεθαίνει. H δικιά μας η δουλειά είναι μια δουλειά που πρέπει αυτός που την κάνει να προσπαθήσει να τη μάθει και σε άλλους».


– Οταν λέτε ότι ο μαθητής πρέπει να βρει τον κατάλληλο δάσκαλο, τι εννοείτε; Τι είναι αυτό που κάνει κατάλληλο έναν δάσκαλο;


«Γιατί εγώ μπορούσα για κάποιον λόγο να κάνω τη δουλειά του Μπομπ; Επειδή είχε για μένα ένα νόημα, επειδή με τον τρόπο που την έκανα τη βοηθούσα να αναδειχθεί, επειδή την καταλάβαινα, επειδή απλά κάτι μου έλεγε. Αυτό δεν σημαίνει ότι, αν δω τη δουλειά ενός άλλου και προσπαθήσω να τη μάθω, έστω και αν κάποια στιγμή συναντήσω πρόβλημα, δεν θα μπορέσω να την κάνω ή ότι τελικά δεν θα ‘χει κάτι να μου πει. Θα είναι απλώς μια καινούργια πρόκληση. Το θέμα είναι γιατί με ορισμένους ανθρώπους μας συνδέει μια παράξενη οικειότητα; Τι είναι αυτό που μας κάνει να τους ακολουθούμε; Τι είναι αυτό που μας τρελαίνει σε αυτούς και όχι σε κάποιον άλλον; Επειτα πρέπει να είναι και κατάλληλη η στιγμή για να μπορέσεις να εκτιμήσεις κάποιον ή τη δουλειά του. Οταν ένας άνθρωπος είναι ανοιχτός, ποτέ δεν ξέρεις. Για ποιον λόγο ορισμένα πράγματα λειτουργούν με βάση τον νόμο της βαρύτητας; Εντάξει, ξέρουμε ότι υπάρχει ο νόμος της βαρύτητας, αλλά γιατί να είναι έτσι; Είναι υπέροχο πράγμα το να μπορείς να απαντάς συνεχώς σε ερωτήματα. Το βρίσκω σπουδαίο και πάρα πολύ ρομαντικό. E, τι λέτε; Δεν είναι; Αυτό είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Ολα γι’ αυτό γίνονται. Για να μπορούμε να δίνουμε απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα».


– Πόσο Μπομπ Φόσι υπάρχει σε αυτή την παράσταση που θα δώσετε τώρα στην Αθήνα;


«H παρουσία κάποιου πάντα ξεχωρίζει μέσα από τη δουλειά του. Ετσι και αλλιώς αυτό είναι το μόνο που μένει. Το τι έχει να πει μια δουλειά στις επόμενες γενιές ίσως είναι θέμα ερμηνείας αυτής της δουλειάς. Οπως και να ‘χει όμως, μια δουλειά είναι μια φωνή. Αν δεν μπορέσει κάποιος να διακρίνει την ψυχή ενός δημιουργού την πρώτη φορά που θα δει μια δουλειά του, κάποια στιγμή σίγουρα θα μπορέσει να τη δει. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ενσαρκώσει κανείς μια παράσταση του Μπομπ Φόσι. Ενα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα, το οποίο μας έδωσε πολύ μεγάλη ικανοποίηση, είναι το γεγονός ότι «ξαναχτίσαμε» από την αρχή 45 νούμερα του Μπομπ, εκ των οποίων έχω συμπεριλάβει στην παράσταση περίπου 36. Αν έχω έναν καλλιτέχνη ο οποίος είναι ταλαντούχος και βλέπω ότι κάποιο από τα νούμερα θα του ταιριάζει, αυτό είναι για μένα λόγος να συμπεριλάβω το νούμερο στην παράσταση. Γιατί ο Μπομπ επί 30 χρόνια δημιούργησε για πάρα πολλούς ανθρώπους οι οποίοι ήταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Οπότε αυτό που για μένα θα ήταν μια πολύ καλή παράσταση, μπορεί για κάποιον άλλον να μην είναι ό,τι καλύτερο. Ευτυχώς, έχοντας ως παρακαταθήκη αυτά τα νούμερα, έχω τη δυνατότητα να ξανασχεδιάζω κάθε φορά την παράσταση ανάλογα με τα ταλέντα που έχω στη διάθεσή μου».


– Τι είναι αυτό που κάνει κάτι να αντέχει στον χρόνο;


«Πάρα πολύ καλές οι ερωτήσεις που μου κάνετε. Το γεγονός ότι, κατά έναν περίεργο τρόπο, ορισμένα πράγματα δεν χάνουν ποτέ τη ζωή που κρύβουν μέσα τους. Αυτό που σας έλεγα πριν, ότι η ενέργεια δεν πεθαίνει, απλά αλλάζει, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Για ποιον λόγο μας αρέσει να βλέπουμε έναν πίνακα, τη στιγμή που είναι απλώς μια ζωγραφιά μέσα σε μια ξύλινη κορνίζα; Επειδή αυτή η ζωγραφιά κρύβει μέσα της ζωή, εκπέμπει μια ενέργεια που δεν είναι τίποτε άλλο από το πάθος του ανθρώπου που την έφτιαξε, το οποίο πυροδοτεί και το δικό μας πάθος».


– Δεν θα ήθελα να σας κουράσω άλλο.


«Δεν με κουράζετε. Ισα ίσα που, μιλώντας μαζί σας, νιώθω σαν να με επισκέπτεται η έμπνευση. Σας διαβεβαιώ περνάω υπέροχα. Θα ήθελα απλώς, προτού τελειώσουμε, να πω κάτι ακόμη για τον κύριο Φόσι. Οταν ο κύριος Φόσι πρωτοέκανε αυτή τη δουλειά, ήταν κάτι εντελώς επαναστατικό. Κανείς δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν κάτι ανάλογο. Με το που το έβλεπες, μπορούσες να διακρίνεις από χιλιόμετρα μακριά ότι αυτή είναι δουλειά του Μπομπ Φόσι, όπως μπορούσες να διακρίνεις τη δουλειά του Μπαλανσίν, για παράδειγμα, ή άλλων χορογράφων, που το στυλ της δουλειάς τους είναι ξεχωριστό. Ακόμη και με παραλλαγές, καταλαβαίνεις ότι αυτή είναι μια δουλειά που φέρει την υπογραφή του Μπομπ Φόσι. Μπορείς όχι μόνο να το δεις αλλά και να το ακούσεις. Υπάρχει τόσος ρυθμός μέσα του, τόσες αλλαγές στον ρυθμό, τόση ένταση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η δουλειά του Μπομπ Φόσι θεωρείται πλέον κλασική. Είτε σ’ αρέσει είτε όχι, το ότι είναι κλασική είναι κάτι που φαίνεται. Για ποιον λόγο θέλουν τα παιδιά να χορεύουν αυτά τα κομμάτια; Για ποιον λόγο δεκαετίες μετά είναι ακόμη τόσο δημοφιλής; Γιατί κρύβουν μέσα τους κάτι το οποίο ο άνθρωπος αυτός κατάφερε, χάρη στη μόρφωσή του, να το πάρει και με αυτό, όχι μόνο να αλλάξει τον χορό, αλλά να δημιουργήσει και ένα νέο είδος θεάτρου. Οπως βλέπεις μια ταινία και λες: «Αυτή είναι ταινία του Φελίνι» ή «του Μπέργκμαν», έτσι βλέποντας μια δουλειά του Μπομπ λες: «Αυτό το έχει κάνει ο Φόσι». Ακόμη και αν εσένα δεν σου αρέσει, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για κάτι ωραίο, το οποίο έχει τη δύναμη να βάζει φωτιά στους ανθρώπους».


– M’ αρέσει τόσο πολύ να βλέπω τα μάτια σας όταν μιλάτε!


«Είναι αστείο. Ενας κριτικός μου είχε γράψει κάποτε μια κριτική όπου έλεγε ότι τα μάτια μου ήταν πολύ άσχημα, ότι, επειδή ήταν έτσι μεγάλα, θύμιζαν εξωγήινο, ότι ήταν τρομακτικά. Για τη φωνή μου είχε πει ότι ακούγεται σαν συρτάρι που τρίζει την ώρα που το ανοίγεις… Γενικώς δεν του άρεσε τίποτα επάνω μου. Ούτε τα πόδια μου έτσι όπως είναι μυώδη από τον χορό· τίποτα. Το βλέπω και εγώ στις φωτογραφίες ότι τα μάτια μου είναι πολύ μεγάλα και μερικές φορές δείχνουν παράξενα. Ξέρω επίσης ότι έχω παράξενη φωνή, λες και η μητέρα μου έπινε συνεχώς ουίσκι προτού καν με συλλάβει, όπως και ότι για τις διαστάσεις μου παραείμαι μυώδης. Τέλος πάντων, δύο χρόνια μετά ο άνθρωπος αυτός μου ξαναέγραψε κριτική και αυτή τη φορά έλεγε ότι τα μάτια μου είναι σαν δύο βαθιές όμορφες λίμνες, μέσα στις οποίες μπορεί κανείς να χαθεί, ότι η φωνή μου είναι βελούδινη και ότι τα πόδια μου δείχνουν υπέροχα έτσι όπως μπλέκονται μεταξύ τους. Μάλλον τη δεύτερη φορά η παράσταση του άρεσε περισσότερο και προφανώς συνήθισε και τα μάτια μου! H αλήθεια είναι ότι και εγώ παλιά ντρεπόμουν κάπως για τα μάτια μου. Τώρα όμως μου αρέσουν. Μου αρέσουν επειδή είναι τα δικά μου τα μάτια. Αλλωστε πιστεύω ότι μέσα στα μάτια μας φαίνεται ο τρόπος με τον οποίον μεγαλώνουμε, τα μάτια μας είναι ο καθρέφτης που αντανακλά την ωριμότητά μας».


– Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ».


Δείτε σε ειδική τιμή μια από τις καλύτερες παραστάσεις του Μπροντγουέι.


Εκπτωτικά κουπόνια των 10 ευρώ για όποια από τις παραστάσεις επιθυμείτε «Bob Fosse, the musical» στο «BHMAgazino» αυτής της Κυριακής και στο περιοδικό «FREE» που κυκλοφορεί στα περίπτερα.