Πριν από λίγα χρόνια τα γαλλικά δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι η διαφήμιση και πώληση ναζιστικών ενθυμίων μέσω κάποιας ιστοσελίδας στο Διαδίκτυο είναι παράνομη και προσβάλλει τις μνήμες των Γάλλων από τη ναζιστική κατοχή. Οταν τέθηκε θέμα εφαρμογής της γαλλικής απόφασης στις ΗΠΑ, ο αμερικανός δικαστής αρνήθηκε την εφαρμογή της, γιατί η απόφαση προσέκρουε στην ελευθερία του λόγου, όπως αυτή ερμηνεύεται στο πλαίσιο του αμερικανικού συντάγματος. Και πριν από την εμφάνιση των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας, τα εθνικά συστήματα απονομής δικαιοσύνης κατέληγαν σε διιστάμενες αποφάσεις. Το καινούργιο, σύμφωνα με τη Λίλιαν Μήτρου, είναι ότι έχουμε ενιαία τεχνολογία που διαχέεται ταυτόχρονα και εύκολα σε διαφορετικούς νομικούς πολιτισμούς και ότι ασφάλεια δικαίου σημαίνει κάποιου είδους ανασφάλεια, δηλαδή ταχύτατη προσαρμογή του νόμου στις τεχνολογικές εξελίξεις. Οπως σημειώνει ο Σπ. Σημίτης στον πρόλογο του ενδιαφέροντος βιβλίου της Μήτρου, όταν η τεχνολογία αλλάζει τόσο γρήγορα, τότε αποτελεσματικό δίκαιο είναι το προσωρινό δίκαιο.


H νομοθετική παρέμβαση


Σε αντίθεση με παλαιότερες τεχνολογίες, οι νέες δημιουργούν συνεχώς καινούργιες προκλήσεις για τον νομοθέτη και δεν περιορίζονται από τα εδαφικά όρια καμιάς εθνικής έννομης τάξης. «Ο κυβερνοχώρος δυναμιτίζει τη δυνατότητα του χώρου να δηλώνει το εφαρμοστέο δίκαιο, τη δυνατότητα των εθνικών κυβερνήσεων να διεκδικήσουν τον έλεγχο επί των «on line» συμπεριφορών και τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να εφαρμόσουν κανόνες σε φαινόμενα πλανητικής εμβέλειας» (σ. 25). Μέσω του Διαδικτύου γίνονται συναλλαγές σε μια κυριολεκτικά αν-εδαφική πραγματικότητα, ενώ μπορεί να διαπράττονται και εγκλήματα (π.χ., με τη διάδοση παιδοφιλικού οπτικοακουστικού υλικού).


Πέραν αυτών, προκύπτουν ζητήματα ελευθερίας της προσφοράς υπηρεσιών από τους παροχείς στους χρήστες, προστασίας των καταναλωτών-χρηστών του Διαδικτύου, πνευματικής ιδιοκτησίας (ο κάθε χρήστης μπορεί σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να «κατεβάσει» έργα λόγου και τέχνης), ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (συναλλαγές μεταξύ συμβαλλομένων από όλον τον κόσμο), καθώς και ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης και προστασίας της προσωπικότητας (Ιω. Καράκωστας στο Νομικό Βήμα, τόμ. 46, 1998, σσ. 1172-84). Πώς έχει αντιμετωπίσει ο νόμος την καταιγίδα αυτή των νέων ζητημάτων; Οπως εξηγεί η Μήτρου, «η νομοθετική παρέμβαση χαρακτηρίζεται έως τώρα από τον αποσπασματικό και αντι-δραστικό χαρακτήρα της και την προϊούσα ενοποίηση του δικαίου τόσο σε κοινοτικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο» (σ. 41). Γεγονός ενδεικτικό της σχετικής αμηχανίας είναι ότι θεσπίστηκε και στην Ελλάδα ένα νέο ατομικό δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας (άρθ. 5A του αναθεωρημένου Συντάγματος του 2001), ενώ η νέα συνταγματική ρύθμιση δεν συνδέει ρητά το νέο δικαίωμα με την ελευθερία της έκφρασης. Διέξοδο στην παράλειψη του νομοθέτη προσφέρει η ερμηνευτική συσχέτιση του νέου δικαιώματος με το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (A. Τάκης στο Νομικό Βήμα, τόμ. 50, 2002, σσ. 43-44). Αλλά το συνταγματικό πλαίσιο δεν αρκεί.


H Μήτρου, κάνοντας πλήθος αναφορών στη διεθνή βιβλιογραφία, αναζητεί ένα ευρύτερο πλαίσιο ρύθμισης της κοινωνίας της πληροφορίας, πέρα από τους επί μέρους νομικούς κλάδους, αφού «η νομική αντιμετώπιση μιας (μόνης) ενδοδικτυακής μεταφοράς πληροφορίας ή συναλλαγής ενδέχεται να διατρέχει τα όρια περισσότερων κατηγοριών του δικαίου» (σ. 31). Τα ζητήματα που προκύπτουν από τις νέες τεχνολογίες ξεπερνούν τις δυνατότητες της παραδοσιακής άσκησης εξουσίας εκ μέρους του κράτους πάνω στα υποκείμενα που δρουν στο έδαφός του. Γνωρίζουμε από την κοινωνιολογία (Ούλ. Μπεκ, A. Γκίντενς) ότι βαθμιαία διαμορφώνεται ένα κοινωνικό τοπίο διάστικτο από νέους κινδύνους. Ως προς την κοινωνία της πληροφορίας, οι κίνδυνοι αφορούν την παραβίαση του απόρρητου της επικοινωνίας και της ανωνυμίας, την αλλοίωση των πληροφοριών και την εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων.


Δίκαιο και αναρχία


Το ευρύτερο πλαίσιο ίσως βρίσκεται έξω από τα όρια του δικαίου ως ρυθμιστικού συστήματος. Αυτό δεν είναι παράδοξο, αν σκεφθεί κανείς τον «αναρχικό» τρόπο που δημιουργήθηκε και λειτουργεί σήμερα το Διαδίκτυο. Από μέσο επικοινωνίας μεταξύ μονάδων του αμερικανικού στρατού μεταμορφώθηκε σε δίαυλο σύνδεσης πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων στη Δύση, για να καταλήξει σε παγκόσμιο αγαθό που μοιράζονται δισεκατομμύρια χρήστες από σχεδόν 200 κράτη. Μήπως θα έπρεπε, δεδομένης της ανεπάρκειας των εθνικών νομοθεσιών, να αφήσουμε τους κοινωνούς του Διαδικτύου να αυτορρυθμιστούν; Θα μπορούσαν οι σχέσεις μεταξύ των «διαδικτυακών πολιτών», που επικοινωνούν μέσα και έξω από εθνικά σύνορα (ως «netizens», δηλαδή ως «citizens» του «Internet»), να ρυθμιστούν μέσω κωδίκων αυτοδέσμευσης και δεοντολογίας, που ήδη έχουν αρχίσει να θεσπίζουν οι κοινότητες των «netizens»; Αλλοι ειδικοί έχουν σημειώσει την ελκυστικότητα, αλλά και τα όρια αυτής της λύσης (π.χ., Πέρσα Ζέρη, Το Σύνταγμα, τχ. 3-4, 1999, σ. 422).


H Μήτρου έχει δίκιο όταν θεωρεί την αυτορρύθμιση από μόνη της προβληματική. Σε αντίθεση με την κρατική ρύθμιση, η αυτορρύθμιση δεν έχει καμιά δημοκρατική νομιμοποίηση και, εφόσον δεν συνοδεύεται από κάποια δεσμευτική νομοθετική παρέμβαση, δεν μπορεί να εγγυηθεί βασικά δικαιώματα, όπως, π.χ., την προστασία των προσωπικών δεδομένων. H προστασία αφορά όχι μόνον τους «netizens», αλλά και όσους δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο. Γι’ αυτό η συγγραφέας καταλήγει εύλογα στη λύση της συμπληρωματικής κατανομής των νέων κανόνων συμπεριφοράς ανάμεσα στο παραδοσιακό δίκαιο και στην αυτορρύθμιση, η οποία θα πρέπει να οριοθετείται από τον νομοθέτη, καθώς «η επιστήμη και η τεχνολογία δεν πρέπει να εισαγάγουν νέα ανισότητα, αδικία, υποταγή, καταναγκασμούς και διακρίσεις» (σ. 73).


Με το βιβλίο αυτό εγκαινιάστηκε η σειρά «Δίκαιο και κοινωνία στον 21ο αιώνα» (με διευθυντή τον Γ. Παπαδημητρίου). Ηταν μια άριστη επιλογή γιατί, όπως γράφει ο Σπ. Σημίτης, η μελέτη της Μήτρου «ανοίγει τον δρόμο για μια συζήτηση που αναγκαστικά υπερβαίνει τα όρια όχι μόνο ανάμεσα στις διάφορες επιστήμες που ασχολούνται με την κοινωνία της πληροφορίας αλλά και μέσα στην ίδια τη νομική επιστήμη» (σ. 8).


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.