Αισιόδοξος εκ χαρακτήρος, αλλά και εκ πεποιθήσεως, ο ψυχίατρος Λούις Ρόχας Μάρκος (Σεβίλλη, 1943) κατοικεί από το 1968 στη Νέα Υόρκη. Κατέχει τη θέση του διευθυντή του Δικτύου Δημόσιων Νοσοκομείων της πόλης της Νέας Υόρκης και είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας της Δημόσιας Υγείας και της Ιατρικής Ακαδημίας της Νέας Υόρκης. Ο Ρόχας Μάρκος είναι παράλληλα συγγραφέας πολλών δοκιμιακών και εκλαϊκευτικών έργων, όπως Η πόλη και οι προκλήσεις της και Οι σπόροι της βίας, (βραβείο δοκιμίου ESPASA, 1995).


Στο βιβλίο Ο χωρισμός στο ζευγάρι, ο Ρόχας Μάρκος καταπιάνεται με το θέμα της ρήξης μίας ερωτικής σχέσης. Κατά τη γνώμη του συγγραφέα, η ρήξη ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι έχει πολλά στοιχεία ελληνικής τραγωδίας, το μεγαλύτερο όμως μέρος του πόνου που προκαλεί δεν αποτελεί σύμπτωμα ασθένειας, αλλά υγιή ένδειξη επιβίωσης, εξέλιξης και πρόκλησης απέναντι στην απελπισία, τον κυνισμό, την απάθεια και τη μοιρολατρία του ανθρώπου. Στο έργο του αυτό, ο διαπρεπής ψυχίατρος περιλαμβάνει όχι μόνο τις επαγγελματικές του εμπειρίες αλλά και τις προσωπικές, αφού πριν από δέκα χρόνια βίωσε και ο ίδιος την εμπειρία της ρήξης.





­ Εχετε κάνει λόγο για την ψυχοκοινωνική οικολογία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ψυχίατρος είναι ένας οικολόγος και τι είδους;


«Μπορεί να είναι. Εμένα μου αρέσει πολύ η κοινωνιολογία και προσπάθησα να μεταφέρω πολλά από τα συναισθήματα και τις ιδέες του ατόμου, στο σύνολο. Η ψυχοκοινωνική οικολογία είναι ακριβώς ο ορισμός του περιβάλλοντος των κοινωνικών και πολιτιστικών δυνάμεων που συγκλίνουν γύρω μας. Το καλό με την ψυχιατρική είναι ότι μπορεί κανείς να επιλέξει πολλούς ρόλους. Εγώ ασχολήθηκα σε όλη μου τη ζωή με ατομικά προβλήματα, τα τελευταία όμως χρόνια ασχολούμαι με τη δημόσια υγεία και με τις δυνάμεις εκείνες που επηρεάζουν την ευτυχία, τη δυστυχία και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι άνθρωποι».


­ Ποια είναι η απόσταση μεταξύ της ευτυχίας και της δυστυχίας ενός ανθρώπου;


«Θα σας έλεγα ότι είναι πολύ μικρότερη απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς. Παρά το πάθος που έχουμε εμείς οι άνθρωποι να κατακτήσουμε την πολυπόθητη ευτυχία ­ από τη μέρα που γεννιόμαστε κιόλας ­ η πραγματικότητα είναι ότι όλοι ερχόμαστε στον κόσμο με μια προδιάθεση αρκετά σταθερή και απαράλλακτη, προκειμένου να νιώσουμε ευτυχισμένοι. Είναι αλήθεια ότι όλοι μας βιώνουμε σκαμπανεβάσματα στην καθημερινότητα. Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια ότι τόσο οι ευχάριστες όσο και οι δυσάρεστες εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει η ζωή είναι, όσο και να φαίνεται παράξενο, εντελώς παροδικές. Εχει παρατηρηθεί με μετρήσεις επί πολλά χρόνια σε χιλιάδες ανθρώπους ότι όλοι οι παράγοντες, που φαινομενικά μας κάνουν ευτυχείς ή δυστυχείς, μακροπρόθεσμα ασκούν πολύ μικρή επιρροή στην κλίμακα της ευημερίας μας. Υποψιάζομαι ότι το τυπικό σημείο ευτυχίας των ανθρώπων τοποθετείται σε μια συνεχή γραμμή. Στη μια άκρη συσσωρεύονται αυτοί που χαίρονται υψηλά επίπεδα πνευματικής ηρεμίας ή ικανοποίησης και διαθέτουν μεγάλες αντιστάσεις απέναντι στην κατάθλιψη και τα χτυπήματα της ζωής. Στο άλλο άκρο τοποθετούνται οι δυστυχείς και οι ανικανοποίητοι, αυτοί που είναι εξαιρετικά τρωτοί στις αντιξοότητες της ζωής και έχουν τάση προς τη θλίψη και την απώλεια ηθικού».


­ Με ποιο τρόπο μπορούμε να τονώσουμε την προδιάθεσή μας για ευτυχία;


«Η συνταγή, κατά τη γνώμη μου, βρίσεται στο να υιοθετήσουμε μια τακτική δίαιτα απλών και καθημερινών χαρών και εκτονώσεων: μια ευχάριστη συντροφιά, ένα νόστιμο φαγητό, ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, έναν περίπατο στο πάρκο, ένα διασκεδαστικό θέαμα, μια ευχάριστη μουσική, μια ωραία συζήτηση ή ένα γέλιο από καρδιάς. Μακροπρόθεσμα, αυτές οι μικρές χαρές είναι που μας κρατούν ευτυχισμένους, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εντυπωσιακή, πλην όμως περιστασιακή, επιτυχία».


­ «Τρελός από έρωτα»: είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο;


«Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι, κατά τις πρώτες φάσεις του έρωτα, την περίοδο του πάθους ­ που έχει ένα όριο, σπάνια διαρκεί περισσότερο από εννέα μήνες ή έναν χρόνο ­ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, λοιπόν, το σώμα υφίσταται την επιρροή ορμονών εξαιρετικά ισχυρών, ουσιών που επηρεάζουν τους νευρώνες, αυτό που αποκαλούμε νευροπομπούς, όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη. Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου του πάθους του πρώτου έρωτα υπάρχουν παράγοντες, στοιχεία που μοιάζουν ­ δεν λέω ότι είναι οι ίδιοι, λέω όμως ότι μοιάζουν ­ με τις καταστάσεις τρέλας όπου χάνεται η επαφή με την πραγματικότητα. Ο ερωτευμένος εξιδανικεύει το ταίρι του, σε βαθμό να χάνει την αίσθηση οποιουδήποτε περιορισμού ή μειονεκτήματος που μπορεί να έχει αυτό. Αυτός που βιώνει μια παρόμοια συναισθηματική κατάσταση, ένα τέτοιο πάθος, χάνει επίσης την αίσθηση της ταυτότητάς του και των ορίων του».


­ Σας τρομάζει τόση επιστημονική εξήγηση ή ανακάλυψη γύρω από τον έρωτα ή μήπως θα προτιμούσατε να διατηρούνταν το μυστήριο γύρω από αυτόν;


«Πιστεύω ότι, ανεξάρτητα από τις προόδους που μπορεί να σημειώνει η επιστήμη, όσο θεαματικές κι αν είναι αυτές, το μυστήριο της ζωής, τα συναισθήματα, οι μύθοι και ιδέες δεν πρόκειται να διαταραχθούν. Εγώ επιθυμώ, βέβαια, να μάθω όσα περισσότερα μπορώ πάνω στη βιοχημεία του έρωτα, όμως ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα εξαιρετικά πολύπλοκο, όπου τη χημεία οφείλει κανείς να την ερμηνεύσει σε μια κλίμακα συναισθημάτων και συμπεριφορών. Δεν μπορούμε να περιοριστούμε σε μία χημική αντίδραση. Αυτή η χημική αντίδραση είναι ένας μόνο τρόπος για να δει κανείς ένα συναίσθημα ή τον φλογερό έρωτα, ένας τρόπος που οφείλουμε όμως να συσχετίσουμε με μια σειρά εξαιρετικά πολύπλοκα συναισθήματα και συμπεριφορές σε ένα επίπεδο κι έπειτα να περάσουμε στο επίπεδο της ψυχοκοινωνικής οικολογίας: στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αντιδρά μία κοινωνία ενώπιον δύο νέων που φιλιούνται στον δρόμο, για παράδειγμα».


­ Διαβάζοντας τα βιβλία και τα άρθρα σας μένει κανείς με την εντύπωση μιας διάχυτης αισιοδοξίας και μιας διαρκούς προσπάθειας ερμηνείας των πάντων από τη θετική τους πλευρά. Πώς είναι δυνατόν να μη βλέπετε πουθενά κάποιο αρνητικό σημάδι;


«Δεν θα έλεγα ότι είμαι αισιόδοξος. Θα περιοριζόμουν απλώς να σας πω ότι είμαι υπέρ το δέον ρεαλιστής. Ενα πράγμα που μου αρέσει πολύ είναι η σύγκριση. Νομίζω ότι κανείς δεν θα αρνηθεί ότι σήμερα ζούμε περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι ζούσαμε πριν από εκατό χρόνια, για την ακρίβεια ζούμε σχεδόν τον διπλάσιο χρόνο. Αυτό είναι ένα πραγματικό και αποδεδειγμένο γεγονός. Νομίζω επίσης ότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ­ καίτοι μας στοιχίζει να το παραδεχθούμε ­ ότι όχι μόνο ζούμε περισσότερο, αλλά ζούμε και καλύτερα από πριν, μιλώντας πάντα για το σύνολο. Υπάρχει λιγότερη φτώχεια στον κόσμο, λιγότερη βία κατά των παιδιών και των γυναικών. Πιστεύω ότι ακόμη και αν οι αλλαγές και οι ανακαλύψεις μας εκπλήσσουν ή μας τρομάζουν, με συνέπεια να έχουμε μια κάποια τάση να τα απωθούμε και να βρίσκουμε πάντα την αρνητική τους πλευρά, μακροπρόθεσμα βγαίνουμε πάντα κερδισμένοι. Ενα παράδειγμα: επιτιθέμεθα πολύ στην τηλεόραση, της αποδίδουμε την ευθύνη για όλα τα στραβά και τα ανάποδα που βλέπουμε γύρω μας, παρ’ όλα αυτά όμως η τηλεόραση είναι μια εξέλιξη χωρίς την οποία δεν μπορούμε να διανοηθούμε καν τη ζωή. Η τηλεόραση, το τηλέφωνο, ο υπολογιστής ή το αεροπλάνο αποτελούν μέρος αυτής της ψυχοκοινωνικής οικολογίας και μας παρέχουν τη δυνατότητα περισσότερων επιλογών. Το πρόβλημα έγκειται στη χρήση που κάνουμε εμείς και στο πώς αξιοποιούμε αυτές τις εξελίξεις».


­ Και για αυτό το «πώς» εσείς τι έχετε να πείτε;


«Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της τηλεόρασης: ξέρουμε ότι οι εικόνες, όση βία κι αν περιέχουν, σε γενικές γραμμές δεν επηρεάζουν, δεν παράγουν βία. Οι μελέτες στις οποίες αναφέρομαι το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι κάποια προγράμματα με ρεαλιστική βία, που τα παρακολουθούν νέοι μεταξύ 13 και 17 ετών που είναι ήδη προδιατεθειμένοι προς τη βία, μπορούν να οδηγήσουν βραχυπρόθεσμα σε βίαιη συμπεριφορά. Αυτό είναι που έχει αποδειχθεί και που αφορά όμως μια περιορισμένη ομάδα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι εικόνες τής τηλεόρασης δεν επηρεάζουν ούτε για καλό ούτε για κακό, επειδή το παιδί από πολύ μικρό μαθαίνει να ξεχωρίζει τι είναι πραγματικό και τι όχι, τι είναι βίαιο και τι όχι. Αν επιμένετε να βρω κάτι αρνητικό, θα σας έλεγα ότι το μεγαλύτερο κακό που προκαλεί η τηλεόραση δεν οφείλεται τόσο στις εικόνες που εκπέμπει όσο στον πολύτιμο χρόνο που μας κλέβει από άλλες δραστηριότητες κοινωνικοποίησης και δημιουργικότητας, είτε από τα παιδιά είτε από τους ενήλικες».


­ Υστερα από αυτό το συγκεκριμένο διάστημα φλογερού και παθιασμένου έρωτα, τι είναι αυτό που συμβαίνει και σε κάποιες περιπτώσεις σπάει το νήμα;


«Μια πολύ σημαντική ανθρωπολόγος στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Μάργκαρετ Μιντ, έλεγε ότι «η πρώτη σχέση είναι για το σεξ, η δεύτερη για τα παιδιά και η τρίτη για τη φιλία και για τη συντροφιά». Οι σχέσεις περιλαμβάνουν σεξ, παιδιά όχι πάντα, και συντροφιά. Μια σχέση που μπορεί να εξελιχθεί, όπου ύστερα από την παθιασμένη και φλογερή περίοδο διατηρείται ή αναπτύσσεται περισσότερο η φιλία, η κατανόηση, το ενδιαφέρον για τον άλλο, παράλληλα με το σεξ, αφού το σεξ διατηρείται σε ένα διαφορετικό επίπεδο, αυτές οι σχέσεις διαρκούν. Στις σχέσεις όμως όπου δεν δίνονται αυτές οι συνθήκες επέρχεται η ρήξη. Επιπλέον, σήμερα ο μέσος όρος ζωής, όπως σας είπα και προηγουμένως, φτάνει σχεδόν τα ογδόντα χρόνια, επομένως έχουμε τη δυνατότητα κατά τη διάρκεια της ζωής μας να έχουμε μια ποικιλία προσωπικών σχέσεων. Καταφέρονται πολλοί κατά του διαζυγίου, καταγγέλλοντάς το ως το δηλητήριο του ζευγαριού. Το διαζύγιο δεν είναι δηλητήριο, είναι, αντίθετα, το φάρμακο μιας κατάστασης, μιας ανίατης ασθένειας, όπως αυτή κατά την οποία καθίσταται αδύνατη η συνύπαρξη μεταξύ του ζευγαριού. Το διαζύγιο δίνει τότε τη δυνατότητα στα μέλη αυτού του ζευγαριού να ευτυχήσουν με άλλο ταίρι στο μέλλον. Η πλειονότητα αυτών που χωρίζουν δεν αναζητούν τη μοναξιά ή την ανεξαρτησία, αναζητούν την ευτυχία με άλλο ταίρι».


­ Στο θέμα της συμβίωσης του ζευγαριού, τι ρόλο παίζει η ανάπτυξη της θηλυκής πλευράς του άντρα και της αρσενικής πλευράς της γυναίκας;


«Ολοι μας έχουμε τη θηλυκή και την αρσενική μας πλευρά. Οχι μόνο σε ορμονικό, αλλά και σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Σε οποιαδήποτε σχέση υπάρχει και πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Εφόσον αυτό αναπτύσσεται και συνδυάζεται κατάλληλα και από τα δύο μέρη μπορεί να οδηγήσει μια σχέση σε επιτυχία. Αυτό συμβαίνει περισσότερο με το πέρασμα της ηλικίας. Οσο περνάνε τα χρόνια, τόσο ευκολότερα συνδυάζουμε την αρσενική με τη θηλυκή μας πλευρά. Γι’ αυτό οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που βρίσκονται στη λεγόμενη τρίτη ηλικία είναι σχέσεις πολύ πραγματικές, επειδή δεν χρησιμοποιούν καθόλου το τελετουργικό και τα εμπόδια που χρησιμοποιούν οι πιο νέοι. Εκεί υπάρχει πολύ περισσότερη αλήθεια».


­ Σε αυτό το πλαίσιο, ποιο θα ήταν το μοντέλο του ζευγαριού για τον 21ο αιώνα;


«Το πρόβλημα με την αναζήτηση του μοντέλου είναι ότι έχει εξιδανικευθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε έχει καταστεί πλέον ανέφικτο. Αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, έναν από τους κυριότερους λόγους αποτυχίας των ζευγαριών. Αν ένα ζευγάρι πιστεύει ότι υπάρχει κάτι μαγικό που το ενώνει για πάντα, ότι δεν θα πρέπει να «δουλέψουν» τη σχέση τους μέρα τη μέρα, τότε διαπράττει ένα σοβαρό σφάλμα. Το μόνο που το ενώνει για πάντα είναι η προσπάθεια που μέρα-νύχτα καταβάλλουν ενδιαφερόμενοι για τον ή τη σύντροφό τους».


­ Είστε διευθυντής του Δικτύου Δημόσιων Νοσοκομείων της Νέας Υόρκης. Στη χώρα της εξιδανίκευσης του ιδιωτικού, ποια είναι η εμπειρία σας ως υπευθύνου της δημόσιας υγείας;


«Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χώρα όπου το 60% της υγειονομικής περίθαλψης είναι στα χέρια του ιδιωτικού τομέα. Παρ’ όλα αυτά νιώθω πολύ καλά στον χώρο αυτό, έχω την αίσθηση ότι ο φυσικός μου χώρος είναι η δημόσια υγεία, γι’ αυτό και πάντα εργάστηκα σε αυτόν. Στη Νέα Υόρκη αυτή τη στιγμή μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο δημόσιος τομέας ανταγωνίζεται ευθέως τον ιδιωτικό και νομίζω ότι αυτό είναι συνέπεια του γεγονότος ότι κάνουμε καλά τη δουλειά μας. Νομίζω ότι αν η δημόσια υγεία έχει ευελιξία και μπορεί να προσαρμοστεί στις αλλαγές που σημειώνονται στην ιατρική μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική επιλογή».