Ενα βιβλίο «μεγάλο όσο μια φάλαινα», όπως ο Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ, εζήλωσε να συγγράψει ο ήρωας του πρόσφατου μυθιστορήματος του B. Ραπτόπουλου, που κι αυτό είναι ένα βιβλίο «μεγάλο όσο μια φάλαινα». Αν και σε αντίθεση με τον Μέλβιλ, που ευτύχησε να γράψει μόλις ένα φαλαινοειδές μυθιστόρημα, για τον Ραπτόπουλο δεν είναι το πρώτο «ογκώδες» μυθιστόρημα. Εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια, συγκεκριμένα από το 1992, όταν εξέδωσε την Αυτοκρατορική μνήμη του αίματος, επιμένει να γράφει πολυσέλιδα μυθιστορήματα, παρ’ όλο που με αυτά ξεκίνησε η κακοδαιμονία του. Από αγαπημένο παιδί της κριτικής που είχε χρηστεί με τα τρία πρώτα ισχνά βιβλία του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κατέληξε ο αποδιοπομπαίος τράγος. Συγγραφέας της αποκαλούμενης γενιάς του ’80 και μάλιστα από τους τρεις-τέσσερις οι οποίοι στο ξεκίνημα αυτής της τόσο φερέλπιδος ομάδας συνιστούσαν τον πρώτο πυρήνα της, σιώπησε εκδοτικά για επτά ολόκληρα χρόνια, επανήλθε όμως δριμύτερος στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ουσιαστικά στάθηκε ο μπροστάρης της επόμενης ομάδας συγγραφέων, κατά μία δεκαετία νεοτέρων, που μόλις έσκαζαν μύτη· αυτών που έμελλε να φέρουν το μπουμ της νεοηθογραφίας θέτοντας δύσκολα λογοτεχνικά διλήμματα στην κριτική κοινότητα. Το παράδοξο είναι πως, ενώ οι νεότεροι έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής, ο Ραπτόπουλος κατακεραυνώθηκε πιθανώς και γιατί τα εγχειρήματά του διαπνέονταν από τη ρομαντική φιλοδοξία του διαφωτισμού. Με πρότυπο τα αμερικανικά αναγνώσματα, ζήτησε να γράψει βιβλία αντιπροσωπευτικά της εποχής μας και μεταμοντέρνας σύλληψης. Για την εναργέστερη μάλιστα αποτύπωση της εκσυγχρονιστικής μετάλλαξης που υφίσταται η νεοελληνική κοινωνία μετήλθε πλείστους όσους τρόπους, από αφηγήσεις αλληγορικών διαστάσεων και χλευαστικής διάθεσης ως πορνογραφικές περιγραφές.


Τα πλοκάμια της πλοκής


Πάντως το καινούργιο μυθιστόρημα στερείται του νοσηρού κλίματος των προηγουμένων βιβλίων καθώς περιγράφει νοοτροπίες που ουδόλως αποκλίνουν του κοινωνικώς, αν όχι και ηθικώς, σήμερον πλέον παραδεκτού. Απουσιάζουν οι ακραίες καταστάσεις και οι οριακοί ήρωες, ούτε φονικά ούτε αιμομεικτικοί έρωτες. Και αυτό δεν αποκλείεται να οφείλεται, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, στον καινούργιο γκουρού του Ραπτόπουλου. Αντί του Στίβεν Κινγκ ή μάλλον ομού μετ’ αυτού, ο Ηλίας Πετρόπουλος. Ορθότερα ο μύθος του Πετρόπουλου, όπως τον παρουσιάζει το εισαγωγικό στο μυθιστόρημα σημείωμα του συγγραφέα· ένας υπέρμαχος της πορνογραφίας που φυλακίστηκε λόγω των βιβλίων του, ο τελικά αυτοεξόριστος συγγραφέας των Παρισίων. Εν μέρει η πρόκληση ήρθε από τον Πετρόπουλο, ο οποίος στον πρόλογο του τελευταίου βιβλίου του Ο κουραδοκόφτης, αφού ερμηνεύει δεόντως «τον αλατισμένο νεολογισμό» του τίτλου, καταλήγει με την ευχή «ο πεζογράφος Βαγγέλης Ραπτόπουλος να τον χρησιμοποιήσει με μαστοριά». Και ο Ραπτόπουλος έσπευσε να ανταποκριθεί.


Διπλάσιο των παλαιοτέρων μυθιστορημάτων του Ραπτόπουλου αλλά και ενός μεσαίου ελληνικού μπεστ σέλερ, το βιβλίο συνιστά απόδειξη πως ο Ραπτόπουλος τωόντι αποτελεί εξαιρετική στα καθ’ ημάς περίπτωση αφηγητή. Μόνο ένας γνήσιος «παραμυθατζής» μπορεί να απλώνεται σε 700 σελίδες διατηρώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη απουσία πρωτότυπης υπόθεσης. Πιο συγκεκριμένα, θέμα υπάρχει· στα πρώτα τρία από τα επτά συνολικά μέρη του βιβλίου μάλιστα η πλοκή δείχνει συναρπαστική, μόνο που χρησιμεύει απλώς ως πρόφαση και ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Ωστόσο ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται τους πλοκάμους της για να σκιαγραφήσει και αυτός με τη σειρά του το προνομιούχο κομμάτι της σημερινής Αθήνας: τον απαστράπτοντα κόσμο της τηλεόρασης, του Τύπου και των ισχυρών του χρήματος.


Οι γόνοι του βαρκάρη


Στο επίκεντρο οι γόνοι ενός βαρκάρη ο οποίος έγινε εφοπλιστής, παραμένοντας «και αρχαιόπληκτος και θρησκομανής». «Ανδρεϊκός» ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους του και ιδιοκτήτης τηλεοπτικού σταθμού με την ονομασία Big Channel, έχει ιδιαίτερη αδυναμία στις όμορφες γυναίκες, προπαντός στα εκκολαπτόμενα φωτομοντέλα. H περιπέτειά του με μια «μικρή», χάρη και στην ανάμειξη του ζηλότυπου φίλου της, θα πάρει διαστάσεις θρίλερ. Οπότε οι πρώτες 250 σελίδες εκτυλίσσονται σε γρήγορο ρυθμό, με εναλλασσόμενες αισθησιακές και κωμικές σκηνές και ένα ευπρόσδεκτο πασπάλισμα κοινωνικοπολιτικής κριτικής. Σε αυτά τα κεφάλαια ο Ραπτόπουλος εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά το εύρημα της σοδομίας, τη μοναδική άλλωστε ακρότητα που επιτρέπει στο μυθιστόρημά του, αναδεικνύοντας το τρίπτυχο της χρηστικότητάς της: εκδήλωση λαγνείας, ατιμωτική τιμωρία και το κατώτατο όριο ηθικής έκπτωσης.


Από το τέταρτο μέρος ως και το έκτο το σκηνικό αλλάζει καθώς τον ρόλο του πρωταγωνιστή αναλαμβάνει ένας φανατικός της γραφής όπως ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, έτοιμος να κάνει το απονενοημένο διάβημα, που για τις ανάγκες της πλοκής ισοδυναμεί με την αυτοεξορία του στην Πολιτεία της Αϊόβας. Ενδιαμέσως όμως βρίσκεται νεκρός υπό περίεργες συνθήκες ο «καναλάρχης», οπότε ένας παλαιός φίλος του, εκδότης «περιοδικού lifestyle», θα του ζητήσει να ρίξει φως στο μυστήριο. Και αυτός, αντί για ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, θα επινοήσει μια μυθιστορηματική πραγματικότητα. Εισαγωγικά ο Ραπτόπουλος εξομολογείται «ότι είναι (και δεν είναι) ο Χρήστος Τριανταφυλλόπουλος», όπως επιλέγει να βαφτίσει τον ήρωά του. Πράγματι ο Τριανταφυλλόπουλος υιοθετεί τις απόψεις που ο Ραπτόπουλος έχει επί μακρόν εκθέσει στις επιφυλλίδες του, επίσης έχει εκδώσει τα ίδια με αυτόν βιβλία, αν και με διαφορετικούς τίτλους, δείχνει όμως και αδυναμία, όπως και οι λοιποί ήρωες του μυθιστορήματος, στις «χαζούλες» ως «θεόκουτες» αλλά σεξομανείς «γκόμενες» που πλημμυρίζουν το βιβλίο.


Οιστρήλατοι διάλογοι


Χάρη στον Τριανταφυλλόπουλο το μυθιστόρημα, αντί για θρίλερ, καταλήγει σε κυνική σάτιρα του «Νεοελληνιστάν». Στο ημερολόγιο του εκκολαπτόμενου μυθιστορήματός του ο Τριανταφυλλόπουλος ξιφουλκεί εναντίον των πάντων, ενώ στους εσωτερικούς μονολόγους του, που συχνά πυκνά παίρνουν τη μορφή οιστρήλατων διαλόγων με τον εαυτό του, φωτογραφίζει γνωστά πρόσωπα και αναγνωρίσιμες καταστάσεις. Πέραν όμως των πρόσκαιρων, ανασκαλεύει και τη νεοελληνική ιστορία, όπου για μία ακόμη φορά έχουν την τιμητική τους Κολοκοτρώνης και Μακρυγιάννης. Γι’ αυτό άλλωστε και η συνέχεια του μετέωρου θρίλερ τοποθετείται στην Αχαΐα, στη φανταστική πολίχνη Λίμνη Αχαΐας, που ο Ραπτόπουλος είχε επινοήσει στο παλαιότερο βιβλίο του Βαθύς και λυπημένος, όπως κι εσύ. Εκεί κατέφυγαν η «μικρή» και ο φίλος της μετά τον θάνατο του «καναλάρχη», αλλά από εκεί «ξεκίνησε και η επανάσταση του ’21». Ο Ραπτόπουλος συνδυάζει τα παράταιρα και προς περαιτέρω τονισμό της σχιζοφρένειας που πιστεύει πως έχει καταλάβει τη χώρα.


Ο συγγραφέας παίζει και με τα τυπογραφικά στοιχεία: το έβδομο και τελευταίο μέρος του βιβλίου υποτίθεται πως είναι το ιδιόχειρο ημερολόγιο της «μικρής» στην οποία ο Ραπτόπουλος αγωνιά να προσδώσει διαστάσεις ηρωίδας του Μεγάλου Ανατολικού. Οπως και αν έχει, παραμένει μια πειστική σύγχρονη ηρωίδα: και ρομαντικά αφοσιωμένη στον καλό της και ανυπόμονη να δοκιμάσει πάσης φύσεως παρεκτροπές, από τον πρωκτικό έρωτα ως την κόκα, προπαντός όμως σλιπάκια τύπου στρινγκ. Γιατί προφανώς οι τελευταίες 100 σελίδες του βιβλίου γράφτηκαν για να ευοδωθεί η ευχή του Πετρόπουλου και να δείξει ο Ραπτόπουλος με πόση «μαστοριά» μπορεί να χρησιμοποιήσει τον ελαφρώς χυδαίο νεολογισμό «κουραδοκόφτης».