Σε ένα διήγημα του Χρ. Μηλιώνη οι φίλοι του αφηγητή, που μένει προσκολλημένος στα εφηβικά χρόνια του στην επαρχία, τον νουθετούν: «… δεν υπάρχει πια Ελληνική Επαρχία… όλες αυτές οι πόλεις, οι κωμοπόλεις και τα χωριά ακόμα… δεν είναι παρά διάφορα Αιγάλεω, Λιόσια, Αγιες Βαρβάρες, Περάματα κτλ., με άλλα ονόματα. Φαγάδικα, σκυλάδικα και σούπερ-μάρκετ…». Ο Β. Ραπτόπουλος, αν και δεν ανήκει στους φίλους του αφηγητή, σε πρόσφατη επιφυλλίδα του συμφωνεί και επαυξάνει: «… είτε μας αρέσει είτε όχι, την ελληνική επαρχία εκφράζει σήμερα πια ο Notis (Σφακιανάκης), όχι το δημοτικό τραγούδι…». Μάλιστα προχωρεί περαιτέρω και κάνει κριτική στους συγγραφείς που εξιδανικεύουν τη σύγχρονη ελληνική επαρχία: «…Εάν η στάση του συγγραφέα ήταν ατομική του υπόθεση, το πρόβλημα θα ήταν μικρό… Το ζήτημα, για μένα τουλάχιστον, είναι να μιλήσει κανείς όχι για την Ελλάδα που φεύγει, αλλά για τη σημερινή. Τη ρευστή…».


Αν και παρόμοιες απόψεις για τον ρόλο του συγγραφέα ηχούν διδακτικές και κάπου παρωχημένες, το θέμα που ανακινεί ο Β. Ραπτόπουλος δεν στερείται ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα «επαρχιακά» πεζογραφήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ιδίως τα πρόσφατα, ποια εικόνα της ελληνικής επαρχίας αναδεικνύουν; Πρόκειται για λογοτεχνικά πρόσωπα της ελληνικής επαρχίας σε παλαιότερες δεκαετίες ή μήπως δεν είναι παρά συγγραφικοί μικρόκοσμοι, οι οποίοι και φτιάχνουν μια δική τους λογοτεχνική πραγματικότητα;


Οσον αφορά τον ίδιο τον Β. Ραπτόπουλο, μέχρι πρότινος συγγραφέα του κλεινού άστεως, στα δύο τελευταία βιβλία του απομακρύνεται από τα δυτικά προάστια των πρώτων πεζών του, της δεκαετίας του ’80, αλλά και από την Αθήνα των μυθιστοριών του, και στρέφεται στην ελληνική επαρχία. Στο πρόσφατο βιβλίο του συγκεντρώνει επτά «μαύρες» ιστορίες, με θέμα το μέχρι θανάτου ερωτικό πάθος. «Μαύρες» ιστορίες, οι οποίες ωστόσο δεν υιοθετούν τους τρόπους της σάτιρας και του κυνισμού, που τόσο αρέσουν στους περισσότερους νεότερους συγγραφείς.



Ο Β. Ραπτόπουλος δίνει έμφαση στο δεύτερο σκέλος, τον θάνατο. Σε όλα τα διηγήματα επέρχονται βίαιοι θάνατοι, αφού ουσιαστικά πρόκειται για ιστορίες αυτοχειριασμών και εγκλημάτων. Μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα πραγματοποιούνται πέντε αυτοκτονίες και τρεις φόνοι εκ προμελέτης. Και όλα αυτά τα μακάβρια συμβαίνουν σε έναν κατά τεκμήριον γαλήνιο τόπο, τη Λίμνη Αχαΐας. Πολλοί ξένοι συγγραφείς έχουν επινοήσει φανταστικές πόλεις, σε αντίθεση με τους νεοέλληνες λογοτέχνες, που φαίνεται να υστερούν. Ο Β. Ραπτόπουλος, φιλοδοξώντας να καλύψει το κενό, σχεδιάζει ένα παραθαλάσσιο θέρετρο. Και αυτό όχι γιατί τον απασχολεί μήπως και προσβληθεί μια συγκεκριμένη πόλη αν τη χρησιμοποιήσει ως σκηνικό για όσα τρομερά, κάποτε και επαίσχυντα, συμβαίνουν στο βιβλίο του. Αλλά προπάντων γιατί ζητά έναν αντιπροσωπευτικό τόπο για να δείξει «το παράξενο τσίρκο» που έχει γίνει η Ελλάδα. Οπως φαίνεται, ενσυνείδητα ή όχι, υιοθετεί την παλαιότερη, ήδη προ εικοσαετίας, άποψη του Γιώργου Ιωάννου, πως «το σπουδαιότερο σπαρτάρισμα της ζωής μιας χώρας διεξάγεται στην επαρχία».


Λίμνη Αχαΐας, όπως λέμε Λίμνη Ευβοίας, επί της εθνικής οδού Αθηνών – Πατρών, μεταξύ Διακοφτού και Αιγίου, πλησιέστερα στα χωριά Ριζόμυλος και Ελίκη. Τίποτα δεν λείπει από τη Λίμνη Αχαΐας ώστε να θεωρηθεί τυπικό ελληνικό θέρετρο. Ολα τα προβλέπει ο συγγραφέας, από λόφο του Προφήτη Ηλία και περιοχή με βίλες, τουριστικό ξενοδοχείο και μπαρ, μέχρι εκκλησία της Ευαγγελίστριας και έναν τοπικό θρύλο. Κάποια μάλιστα κτίσματα, όπως λ.χ. η εκκλησία, υποθέτουμε ότι θα αξιοποιηθούν σε μελλοντικές ιστορίες. Στο πρότυπο ξένων μυθιστορημάτων, κυρίως αστυνομικών και θρίλερ, υπάρχει στην αρχή του βιβλίου σχεδιάγραμμα της πόλης. Τελικά ίσως ο τόπος να αποκτούσε και πνοή, αν η σύνδεση των ιστοριών αναμεταξύ τους γινόταν ουσιαστικότερη, με περισσότερη δράση στους δημόσιους χώρους. Δηλαδή, σαν αμερικανικό θρίλερ αντί ελληνικού σίριαλ. Πάντως οι ιστορίες καθόλου δεν παρωδούν τη Λίμνη Αχαΐας, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις ψευδώνυμες πόλεις στις ιστορίες του Μιχ. Μιχαηλίδη. Ενας άλλος συγγραφέας που μας έδωσε πρόσφατα μια γκροτέσκα εικόνα του επαρχιακού «τσίρκου».


Η πρώτη ιστορία παρουσιάζεται ως μακρύς μονόλογος ενός μπάρμαν προς σιωπηλό θαμώνα που είχε την ατυχή έμπνευση να δηλώσει συγγραφέας. Οι υπόλοιπες εκτυλίσσονται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπου όμως επικρατεί η οπτική γωνία του κεντρικού ήρωα. Με εξαίρεση την ιστορία μιας έφηβης αυτουργού, πρόκειται για ιστορίες ανδρών. Η ψυχολογική εμβάθυνση, συχνά απλουστευμένη, δείχνει σε παραλλαγές έναν αδύναμο χαρακτήρα, παιδιόθεν καταπιεσμένο. Ο συγγραφέας εστιάζει την προσοχή του στην κρίσιμη περίοδο, όταν ο ήρωας, μια ζωή θύμα, έχει φθάσει σε ένα οριακό και αδιέξοδο σημείο. Ή θα μεταμορφωθεί σε θύτη ή θα αυτοκτονήσει. Ολόκληρο το διήγημα συγκεντρώνεται στο τελικό στάδιο κυοφορίας της πράξεως, φθάνοντας την περιγραφή ως και την ύστατη στιγμή.


Ιστορίες σκληρού ρεαλισμού που πλέκονται γύρω από τον τρόπο που θα συντελεσθεί αυτός ο προαναγγελθείς φόνος ή η αυτοχειρία. Πόσο ευρηματικός στέκεται ένας απελπισμένος άντρας που χάνει από λάθος του ή από κακοτυχία ­ τελικά, αδιάφορο ­ σύζυγο και παιδί. Επί τη ευκαιρία, γίνεται αναδρομή στην προηγούμενη ζωή του. Οι στερεότυπες καταστάσεις, ο καταιγισμός των συμπτώσεων, μαζί με τις ιδεολογικές τοποθετήσεις των ηρώων, υποτίθεται ότι σκιαγραφούν το νεοελληνικό κομφούζιο. Το σίγουρο είναι ότι στα διηγήματα υπάρχει σασπένς και φορτισμένη ατμόσφαιρα, παρ’ όλο που το κεντρικό συμβάν παραπέμπει στα αποκρουστικά του ιατροδικαστικού δελτίου. Και αυτό, χάρη στον αφηγηματικό τρόπο του Β. Ραπτόπουλου, που έχει διαμορφώσει ένα αναλυτικό ύφος σχολαστικού στις περιγραφές του.


Περισσότερο ευτυχούν οι ιστορίες αυτοχειρίας και από αυτές, οι λιγότερο περίπλοκες. Μάλλον το «Ακουαφόρτε» παρά «Ο Λόφος των Στρατηγών» που, ως καταληκτική ιστορία, ζητά να διασκεδάσει το «μαύρο» με αισιόδοξες αποχρώσεις. Οταν όμως η αφήγηση εισέρχεται στη μετά τον θάνατο περιοχή, κινδυνεύει να γίνει χονδροειδής, αν δεν είναι άκρως ελλειπτική. Σε αυτό το βιβλίο του Β. Ραπτόπουλου οι ερωτικές περιγραφές περιορίζονται, αν και παραμένουν καθοριστικές. Συχνά μοιάζουν με κολλάζ από «ροζ» αναγνώσματα και λαϊκά πορνογραφήματα.


Ο Β. Ραπτόπουλος, γράφοντας για φόνους και αυτοχειριασμούς, φαίνεται να θέλει να δώσει τις διαφορετικές όψεις μιας μάλλον απεχθούς μέχρι και εκτρωματικής κοινωνίας της επαρχίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η κοινωνία παρουσιάζεται μέσα στη μήτρα της δικής της γλώσσας. Την κοινή νεοελληνική του προφορικού λόγου, με διογκωμένα όσα χαρακτηριστικά προστέθηκαν σχετικά πρόσφατα. Οπως οι εκφραστικοί τρόποι που αντιλαμβάνονται το ανθρώπινο σώμα σαν μηχανή, με τον εγκέφαλο, αποστασιοποιημένο και ελεγκτικό, καθώς το πρότυπο του ηλεκτρονικού υπολογιστή κερδίζει συνεχώς έδαφος. Ακόμη, φραστικές καινοτομίες και νεολογισμοί, ως ακατέργαστα δάνεια της αγγλικής. Αντίθετα με παλαιότερα, έχει τελευταία επικρατήσει η άποψη ότι δεν είναι αναγκαία η προσαρμογή τους στο ελληνικό συντακτικό και γραμματική, γιατί, ως έχουν, διαθέτουν μεγαλύτερο αισθητικό φορτίο. Το αισθητήριο της γλώσσας μεταβάλλεται, κυρίως προσαρμόζεται. Μερικές δεκαετίες αργότερα, η νεοελληνική αργκό που περισυλλέγουν ο Β. Ραπτόπουλος και άλλοι νεότεροι συγγραφείς δεν αποκλείεται να φτάσει στο σημείο να διαθέτει ένα βεληνεκές που σήμερα δεν υποψιαζόμαστε.