«…Σβήσε το όνομα της οικογένειάς σου! Σβήσε τα έθνη!


Αυτά τα πράγματα μου τα ‘μαθε η έρημος…»



Τον Σεπτέμβριο του 1992 ανάμεσα στα δέκα πρώτα σε πωλήσεις βιβλία των «Τάιμς» του Λονδίνου περιλαμβάνονταν τα βιβλία της Τζάνετ Γουίντερσον, του Ιαν Μακ Γιούαν και του Μάικλ Οντάατζε, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και υποψήφιος για το Booker Prize. Ενα μήνα αργότερα ο Οντάατζε θα κέρδιζε το μεγαλύτερο βραβείο της αγγλόφωνης λογοτεχνίας και μάλιστα θα το μοιραζόταν με τον συγγραφέα της «Ιερής Πείνας» Μπάρι Ανσγουορθ.


Ο Ανσγουορθ τότε ζούσε στην Ιταλία. Ο Οντάατζε, ολλανδικής και βρετανικής καταγωγής, επέλεξε για πατρίδα του τον Καναδά και ας είχε γεννηθεί στο Κολόμπο της Σρι Λάνκα. Ο Οντάατζε σπούδασε στην Αγγλία και σύντομα εντάχθηκε στο λογοτεχνικό ρεύμα που πρώτος καθιέρωσε ο Σάλμαν Ράσντι και ακολούθησαν και άλλοι όπως ο Καζούο Ισιγκούρο, ο Μπεν Οκρι, ο Βίκραμ Σεθ: την αποκαλούμενη «Λογοτεχνία του Κόσμου».


Γλώσσα η αγγλική, αλλά όχι της Τζέιν Οστιν ή του Γκράχαμ Γκριν. Είναι η lingua franca του μετα-ιμπεριαλισμού, όπου οι αποικίες «χτυπάνε» τη μητρόπολη με όπλο τη γραφή. Ενας καινούργιος λόγος που ανασταίνει συνειδήσεις και πολιτισμούς, αψηφά τον ρεαλισμό, εμπεδώνει το μαγικό στοιχείο των Λατινοαμερικανών, ξαναγράφει τον «Κιμ» του Κίπλιγκ μέσα από τις θεωρίες του Εντουαρντ Σαΐντ περί μετα-αποικιακής γραφής.


Στο βιβλίο του Οντάατζε χαρακτήρες διαφορετικών εθνικοτήτων, με αμφισβητούμενη ταυτότητα, συναντώνται πάνω στα ερείπια ενός παράλογου πολέμου, σε μια αληθινή έρημο της Αφρικής και σε μια «έρημη χώρα» της Ευρώπης, την Ιταλία. (Η Τοσκάνη υπήρξε λατρεμένος χώρος των άγγλων συγγραφέων, όπως του Φόρστερ και του Χένρι Τζέιμς και το φυσικό ντεκόρ πολλών ταινιών). Είναι όμως Αγγλος ο ασθενής που περιποιείται η καναδή νοσοκόμος ή μήπως πρώσος πράκτορας; Ποιος είναι πιο Εγγλέζος; Μήπως ο τίμιος ινδός Κιπ; («Κιπ» όπως «Κιμ» ­ στο μνημειώδες έργο της αποικιοκρατίας ­ στις λευκές σελίδες του οποίου η Χάνα γράφει ημερολόγιο). Και πόσο Ιταλός είναι ο κλέφτης Καραβάτζιο;


Ανθρωποι, χώρες, χάρτες. Και δεν είναι μόνο η έρημος που πρέπει να χαρτογραφηθεί, αυτό το ανεξερεύνητο «κομμάτι ύφασμα» που δεν μπορεί να το διεκδικήσει κανείς. Είναι και τα κορμιά αχαρτογράφητα ­ «το δάκτυλό του βγαίνει από τον χάρτη, φτάνει στο στήθος και αγγίζει το πλευρό του» ­, περιπλανώνται απελπισμένα και θάβονται στην άμμο. Φιγούρες σκαλισμένες σε προϊστορικά σπήλαια, ανώνυμοι κολυμβητές της ιστορίας, χωρίς πατρίδες, χωρίς ονόματα. Κάπου εδώ βρίσκεται το κεντρικό νόημα του βιβλίου: στην αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας, της Ιστορίας, του ερωτικού πάθους. Γι’ αυτό και πεθαίνουν οι ήρωες διψασμένοι, γι’ αυτό και λαμπαδιάζονται σαν να τους χτύπησε κεραυνός.


Η Χάνα αφαιρεί τα θραύσματα του πολέμου από τα πληγωμένα κορμιά των στρατιωτών. Αποχαιρετισμός στα όπλα, λοιπόν. Πώς να τους παρηγορήσει όμως που αφήνουν τη ζωή πίσω τους; Βρίζει τους στρατηγούς για τις μεταθανάτιες ιεροτελεστίες: «Με ποιο δικαίωμα μπορούν και μιλούν έτσι για ένα ανθρώπινο πλάσμα που πεθαίνει;».


Ο συγγραφέας, όπως και η ηρωίδα του, αγαπάει τον άνθρωπο, τα πάθη και τον πολιτισμό του. Πονάει τα βιβλία που κάηκαν και αυτά που επέζησαν. Ο Ηρόδοτος είναι η Βίβλος του ασθενούς, είναι όμως και η Παλαιά Διαθήκη της Ιστορίας. Και όσο ο ετοιμοθάνατος θα αναζητεί το βιβλίο του τόσο και εμείς θα ελπίζουμε στη λύτρωση από τη σκοτεινή νύχτα της ερήμου. Τη βαρβαρότητα.


Οι ήρωες του Οντάατζε διαβάζουν συνεχώς βιβλία. «Στο μεταξύ με τη βοήθεια μιας μικρής ιστορίας, εγώ ερωτεύτηκα», λέει ο ασθενής. «Οι λέξεις, Καραβάτζιο. Είναι τεράστια η δύναμή τους». Οι ίδιοι ήρωες φτιάχνουν και το δικό τους βιβλίο, σημειώνοντας στα περιθώρια των παλαιών εκδόσεων. Εμείς, ως αναγνώστες, πρέπει να συγκολλήσουμε τις μισοχαμένες σελίδες του «Αγγλου ασθενούς» και να τις διαβάσουμε μαζί του. Αλλωστε αυτό κάνει η Χάνα στο προσκέφαλο του πληγωμένου άντρα: τον γιατρεύει, «τον διαβάζει».


Στο βιβλίο του Οντάατζε περιδιαβάζουμε ένα ευρύ πολιτιστικό τοπίο όπου συναντάμε τον Μιχαήλ Αγγελο, τον Πλάτωνα, τον Κικέρωνα, τον Πολιτσιάνο που μεταφράζει Ομηρο, τον Εζρα Πάουντ στο κλουβί του, τους πίνακες του Καραβάτζιο, τον Κόνραντ, τον «Τελευταίο των Μοϊκανών», τα Ιεροσόλυμα, την Πάρμα, τη Φλωρεντία, το Παρίσι, το Σουδάν, την όαση Σίβα, τον άνεμο χαμσίν, ελληνικούς αμφορείς, παράξενες φυλές, άραβες ποιητές.


Στις ανώνυμες και χαμένες πόλεις περιφέρονται ο Καλβίνο και ο Μπόρχες, στα κοσμοπολίτικα ξενοδοχεία και στα στενά δρομάκια ο Λόρενς Ντάρελ και ο Στρατής Τσίρκας.


Ο «Αγγλος ασθενής» είναι μια γοητευτική ιστορία, μεσογειακής ατμόσφαιρας, με αινιγματικούς ήρωες. Ενα καλοφτιαγμένο βιβλίο που παίζει με τον χρόνο και τους αφηγητές του (κάποιες στιγμές προδίδεται από την άψογη τεχνική του). Στη μεγάλη οθόνη δεν ατύχησε: υπερτονίστηκε κάπως το ερωτικό στοιχείο και έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε μια όπερα, μια βιβλική παράσταση που ανέβηκε στο μέσον της ερήμου.


Ο κ. Θόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο «Ο Χορευτής στον Ελαιώνα» (Κέδρος).