Οι συντελεστές της νέας τηλεοπτικής σειράς «Η αίθουσα του θρόνου» και τα όσα έζησαν κατά την περίοδο των γυρισμάτων



Θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Το γιοφύρι της Αρτας». Είναι όμως «Η αίθουσα του θρόνου». Η νέα σειρά που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη και η οποία, πέρασε από σαράντα πέντε κύματα, ώσπου να φθάσει σε αίσιο τέλος. Πέντε σεναριογράφοι και ισάριθμοι σκηνοθέτες προηγήθηκαν. Το στούντιο ΑΤΑ που ανέλαβε την παραγωγή δεν είχε ως τώρα καταφέρει να βρει τη λύση και να προχωρήσει στα γυρίσματα της σειράς. Ολα αυτά, όμως, ως πέρυσι. Διότι από τις αρχές Οκτωβρίου του 1997 άναψαν οι μηχανές και δεν πρόκειται να σβήσουν ως τις 5 Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους, ημέρα που τα γυρίσματα θα έχουν ολοκληρωθεί. Το νερό έχει μπει πια για τα καλά στο αυλάκι, και από την προσεχή Τρίτη, στις 22.15, θα αρχίσει να κυλά στο Mega.


«Η Αίθουσα του θρόνου» ανοίγει: 35 ηθοποιοί. 3.000 κομπάρσοι. 19 εκατ. δραχμές το κόστος κάθε επεισοδίου, εκ των οποίων τα δύο αποτελούν χορηγία της Εθνικής Τράπεζας. 26 επεισόδιο το σύνολο. Το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Πεντέλη, πλήρως ανακαινισμένο. Μια θαλαμηγός του ’60. Γυρίσματα στη Σύρο (περισσότερο από έναν μήνα) καθώς και στην Αθήνα, στο Λαγονήσι, στη Νέα Μάκρη. Μια διανομή περισσότερο θεατρική από ποτέ.


Σύρος. Καλοκαίρι του 1966. Η άφιξη του Λουκά Δελόγγη και της Γλαύκης Αρχοντίδη στο νησί θα αλλάξει και θα ταράξει τον ρου της ήσυχης ως τότε ζωής όλων. Η συνάντησή τους θα αποδειχθεί μοιραία. Το καλό και το κακό, το θείο και το ανθρώπινο. Ο έρωτας και ο Θεός. Η ζωή και ο θάνατος.


«Πρόκειται για μια σειρά για την οποία δουλέψαμε όλοι και πολύ» λέει η παραγωγός Φρόσω Ράλλη. «Αναζητήσαμε άφθαρτα πρόσωπα και καταφέραμε να κάνουμε μια διανομή χαρακτήρων. Σε κάθε περίπτωση βρήκαμε την πιο ρεαλιστική λύση. Ολα όμως έπρεπε να πείθουν για αυτό που είναι».


Εν αρχή, ωστόσο, παραμένει ο λόγος, και έτσι το βάρος έπεσε στη μεταφορά του βιβλίου σε σενάριο. Το έργο του Τάσου Αθανασιάδη διαθέτει πολλούς εσωτερικούς διαλόγους και οι χαρακτήρες του εκφράζουν φιλοσοφικές ανησυχίες και απόψεις. Αυτό είναι κάτι που δύσκολα μεταφέρεται στη μικρή οθόνη. Πρόκειται για ένα «μωσαϊκό χαρακτήρων». Από την άλλη όμως, έχει δράση και πλοκή. «Για να γίνει το μυθιστόρημα σενάριο, έπρεπε να φανταστώ τους ήρωες με δράση» λέει η σεναριογράφος Ντόρα Φασέα και επισημαίνει μια σειρά δυσκολίες που αντιμετώπισε, «με πρώτη αυτή της εποχής. Το 1966 είναι η χρονιά πριν από τη δικτατορία. Ολα είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά συγχρόνως. Επρεπε, λοιπόν, να διατηρηθεί αυτό το κλίμα. Επειτα το θέμα της θρησκείας, που είναι πρωταρχικό μέσα στη σειρά. Αν κάτι προσπάθησα ήταν να μην υπάρχουν λόγια στον αέρα». Επειτα ήταν και ο τρόπος που έπρεπε να παρουσιαστεί η νεολαία της εποχής. «Το βιβλίο είναι η βάση. Εγώ προσπάθησα να συνδυάσω το 1966 με το 1998. Να το κάνω σύγχρονο, παραμένοντας όμως της εποχής του». Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και η σκηνοθέτις Πηγή Δημητρακοπούλου: «Πολλοί ρόλοι, πολλοί ηθοποιοί, πολλές δυσκολίες. Ολα εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιριού και η εποχή παίζει καθοριστικό ρόλο. Και η διανομή δεν ήταν απλή υπόθεση». Αυτό όμως που κυρίως την ενδιέφερε ήταν να βγει φως. «Το φως πρέπει να διαπερνά τη σειρά» καταλήγει.


Το φως και ο έρωτας, η θρησκεία, ο θάνατος και οι ενοχές. Ανάμεσά τους κινείται το βασικό ζευγάρι των πρωταγωνιστών. Η Γλαύκη, την οποία υποδύεται η Μαρία Ναυπλιώτου, είναι μια νέα γυναίκα που κουβαλά μέσα της τον πόνο από την απώλεια των γονιών της. «Αν και τρομαγμένη» λέει η νεαρή ηθοποιός για τον ρόλο με τον οποίο παίρνει ουσιαστικά το επαγγελματικό της βάπτισμα, «η Γλαύκη παρουσιάζεται δυνατή, σίγουρη και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Κι αυτή η αντίθεσή της την κάνει ιδιόρρυθμη και κλειστή στις σχέσεις της με τους άλλους». Από την άλλη είναι ο Λουκάς, που επιστρέφει στο νησί, αφού στο Αγιον Ορος δεν κατάφερε να βρει τις απαντήσεις στις ανησυχίες του. «Από την αρχή ένιωσα ότι το μυθιστόρημα ήταν κάτι δικό μου, ότι μου ανήκε όπως ανήκει σε πολλούς. Ο Λουκάς», λέει ο Αρης Λεμπεσόπουλος που τον υποδύεται, «είναι εγωιστής, με τάσεις αυτοκαταστροφικές. Παλεύει ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Ερωτεύεται. Τον Θεό, μια γυναίκα». Θυμάται τα λόγια του συγγραφέα. «»Εσύ θα κάνεις τον Λουκά; « με ρώτησε ο Τάσος Αθανασιάδης, και όταν του αποκρίθηκα θετικά, μου είπε «έτσι τον είχα φανταστεί». Και συμπλήρωσε: «Μια φράση θα σου πω μόνο». Είναι η φράση που λέει η Γλαύκη στον Λουκά. «Η ζωή θέλει βιασμό. Σ’ το λέει μια γυναίκα». Νομίζω ότι ο Λουκάς παλεύει ανάμεσα σε βιασμούς.» καταλήγει.


Πλάι στο ζευγάρι των νέων, εκείνο των γονιών του Λουκά. Ο βουλευτής και η γυναίκα του, ο Μίμης Κουγιουμτζής και η Ρένη Πιττακή, δύο ηθοποιοί που ουδέποτε είχαν συμμετάσχει σε τηλεοπτική σειρά. Στην «Αίθουσα του θρόνου» βρήκαν τις συνθήκες εκείνες που τους επέτρεψαν να πάρουν το βάπτισμα στη μικρή οθόνη. Οι όροι της δουλειάς, η περιορισμένη συμμετοχή τους η παραγωγή, η σκηνοθέτις και όλο το έμψυχο υλικό συνέβαλαν αποφασιστικά στη συμμετοχή τους. «Στην καριέρα μου δεν με ενδιέφερε ποτέ η τηλεόραση» λέει ο Μίμης Κουγιουμτζής. «Τώρα όμως ήταν για μένα ένα παιχνίδι, μια ανάσα από τη θεατρική μου πορεία. Ολη η διαδικασία, καθώς και το αποτέλεσμα, ήταν για μένα πολύ γόνιμα. Οσο για τον ρόλο, δεν θα έλεγα ότι είχε ιδιαίτερες εντάσεις. Είχε όμως ενδιαφέρον». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και για τη Ρένη Πιττακή η Θωμαΐς, η ηρωίδα που υποδύεται. «Είναι η μάνα του Λουκά, ένα πολύ δυνατό πρόσωπο, που εμφανίζεται λίγο, με προσωπικότητα θελκτική. Τη συναντάμε νέα, και ύστερα ηλικιωμένη, κι αυτό στη διάρκεια ενός επεισοδίου, κάτι που ήταν πρόκληση για μένα». Πρόκληση ήταν όμως και να παίξει στην τηλεόραση, κάτι που δεν της έχει ξανασυμβεί. «Μια φορά ήταν να γίνει στο παρελθόν, και τελικά δεν έγινε. Μου είχε μείνει η επιθυμία να δοκιμάσω, κάτι σαν πείσμα, και τώρα οι συνθήκες ήταν ιδανικές» καταλήγει. «Και έτσι μπήκα κι εγώ στην «Αίθουσα του θρόνου»». Μαζί «μπήκαν» ακόμα οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Νίκος Ρίζος, Σοφοκλής Πέππας, Αλέκος Συσσοβίτης, Μυρτώ Αλικάκη, Δημήτρης Λιγνάδης, Τατιάνα Παπαμόσχου, Νινή Βοσνιάκου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Εύης Γαβριηλίδης, Ελισάβετ Ναζλίδου καθώς και άλλοι ηθοποιοί.