Οι περισσότεροι από τους σαράντα τρεις ποιητές που περιλαμβάνονται στην ανθολογία των Γ. Στεφανάκι και Ν. Χουρδάκη ­ γεννημένοι από το 1956 ως το 1967 ­ αποτελούν ένα δείγμα μιας σφραγισμένης εσωστρέφειας που επιπλέει αμήχανα στο σύμπαν μιας καλοφτιαγμένης κιβωτού ­ χωρίς κατακλυσμό. Γενικά, οι συγγραφείς και οι ποιητές δεν γράφουν ερήμην τού τι συμβαίνει γύρω τους και οι ανθολογούμενοι ποιητές, έχοντας ενηλικιωθεί μέσα σε μια κοινωνία σαστισμένη από έναν δυσδιάκριτο πολιτικό ορίζοντα, σε μιαν εποχή ασταθή από τις πολλές ιδεολογικές μετατοπίσεις και σε μια χώρα όπου η εκφυλιστική ευμάρεια και η καταναλωτική μανία φαίνεται να έχουν κατακτήσει όλες τις κοινωνικές τάξεις, επόμενο ήταν να γίνουν ο καθρέφτης της κοινωνίας τους, της εποχής τους και της χώρας τους ­ χωρίς τούτο να σημαίνει ότι οι ποιητές αυτοί είναι μόνο οι καθρέφτες της κοινωνίας τους ή ότι δεν έχουν ένα όραμα.


Από την Ανδραβίδα, τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη και τη Σάμο ως την Κατερίνη, το Αγρίνιο, τον Βόλο και την Αθήνα, οι ποιητές της «γενιάς του ’80» «αγκαλιάζουν» όλη την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο, λέγοντάς μας άλλοι πως «Μύθος αποδείχτηκε αυτή η ζωή / Είναι γι’ αυτούς που την πιστεύουνε / Οι άπιστοι πεθαίνουν πριν την ώρα τους» (Σταμάτης Φίφης) και πως «Αυτό το πλοίο δεν θα μας πάει πουθενά / μένει στη χαίτη του νερού / σαν κάτοικος αιώνων» (Βαγγέλης Τασιόπουλος), ενώ άλλοι γράφουν ότι «πίσω από το φως / δεν είναι το σκοτάδι / είναι αυτό που πάντα χάνεται / μαζί με το φως / έχει χροιά φυγής» (Βαγγέλης Κάσσος) και πως «Να τη φοβάστε την πανσέληνο. / Να μαζεύεστε στα σπίτια σας νωρίς / και ν’ ασφαλίζετε καλά την εξώπορτα… / Γιατί έξω / κάθε πανσέληνο / κυκλοφορούν οι ποιητές / ίδιοι λυκάνθρωποι» (Σταύρος Ζαφειρίου).


Οπως και άλλες προηγούμενες ποιητικές γενιές, έτσι και η γενιά του ’80 προσδιορίζεται από ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία όμως δεν μας οδηγούν σε κοινά συμπεράσματα. Τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά θα διακινδύνευα να πω ότι είναι μια κάποια εσωστρέφεια, ένα είδος εγκλωβισμένης ενδοσκόπησης, ένας ατομικισμός και μια πριμοδότηση ναρκισσισμού. Αλλα κοινά χαρακτηριστικά των ποιητών που ανθολογούνται είναι ότι η ποίησή τους δεν είναι εγκεφαλική, στρυφνή, ομιχλώδης ή επιτηδευμένη. Η γραφή τους είναι αρκετά ώριμη, με πτυχές αποκάλυψης της προσωπικότητας των ποιητών μέσα από εικόνες έρωτα, θανάτου, μνήμης, μοναξιάς και Ιστορίας.


Αν η γενιά του ’70 έχει χαρακτηριστεί ως η γενιά της «αμφισβήτησης», η γενιά του ’80 ­ που δεν έχει μόνο μια ορισμένη χρονολογική σημασία, αλλά έχει και μια «ψυχική» έννοια ομάδας ­ έχει χαρακτηριστεί ως η γενιά του «ιδιωτικού οράματος». Διαβάζοντας την ποίηση των 43 ποιητών τής υπό συζήτηση ανθολογίας ­ εκ των οποίων άλλοι πάτησαν ήδη τα σαράντα και άλλοι τα πλησιάζουν (ως εκ τούτου όχι και τόσο «νιάτα») ­ τείνω να πιστέψω ότι ο όρος «ιδιωτικό όραμα», που αποδίδεται στον Ηλία Κεφάλα, με βρίσκει σύμφωνο. Και γιατί όχι; Αλλωστε ζούμε σε μιαν εποχή που τίποτε δεν ελκύει έναν νέο ποιητή στο να τολμήσει μια φυγή από τον δικό του μικρόκοσμο και να στραφεί προς ένα «συλλογικό όραμα».



Οι επιφυλάξεις που έχω με την ποίηση του «ιδιωτικού οράματος» είναι ότι δρα περιοριστικά και ότι έχει στατικά αποτελέσματα. Τι να περιμένουμε από ποιητές που ενασχολούνται με τον προσωπικό τους και μόνο χώρο, με τον ιδιωτικό τους περίγυρο; Τι είδους εμπνεύσεις και ποιας μορφής μεγάλα ποιητικά επιτεύγματα να περιμένουμε όταν η ποίηση αυτή δεν βλέπει πέρα από το περιφραγμένο «εσωτερικό» και «εσωστρεφές» της τοπίο;


Για παράδειγμα, ο Αλέξης Σταμάτης γράφει: «Αυτό που είμαι το λέω / είμαι αυτό που λέω / με βλέπω σε σας, σε σένα / είμαι κλειστός σα στρείδι και ανοιχτός σαν πέλαγος / είμαι ένα που πάντα κινείται και πάντα είναι σταθερό / ολοκληρώνομαι σιωπηλά μέσα στην ιστορία μου». Είμαι της γνώμης ότι πρόκειται για μια άκρως προσωπική περιπλάνηση, που αγγίζει τα όρια του ναρκισσισμού και αποπνέει μια δόση αυταρέσκειας. Ποιους άλλους άραγε ενδιαφέρει ­ εκτός από τον ίδιο τον ποιητή ­ αν είναι ή αν δεν είναι «αυτό που λέει»;


Ενα άλλο παράδειγμα είναι ο Γιώργος Ζιόβας που γράφει: «Παρά το ότι εσυμπλήρωσα τριάντα έναν ενιαυτούς και η κόμη μου επλήγη καθώς και οι αρθρώσεις μου από εκείνο που ονομάζουμε φθορά, φέρω εντός μου πάντοτε αυτό το τρυφερό παιδί ­ είχε βρέξει προ ολίγου και τώρα ο ήλιος εστέγνωνε ­ το οποίο διασχίζει αιώνια μια δημοσιά. Είναι τόσο αθώο αυτό το παιδί σα λευκό χιόνι ή σαν αιθρία, ώστε το σύμπαν του ολόκληρο ανθίζει λίμνες, φρούτα και χάδι ανέμου». Παρ’ ότι πρόκειται για ένα καλογραμμένο πεζό ποίημα, με λυρισμό και όμορφη εικονοπλασία, εν τούτοις αφορά τον ίδιο τον ποιητή το ότι «εσυμπλήρωσε τα τριάντα ένα» και θα ενδιέφερε και εμάς, ενδεχομένως, αν η αφορμή αυτή των γενεθλίων του χρησιμοποιούνταν ως όχημα για να μας πάει κάπου αλλού ο ποιητής, πιθανόν σε ένα «δημόσιο» τοπίο, σε έναν κοινό τόπο όπου ο ποιητής αφήνει «απέξω» τον εαυτό του και μοιράζεται με τους αναγνώστες τις ποιητικές του εμπνεύσεις έστω και μεταλλαγμένες σε προσωπικό όραμα.


Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλους ποιητές οι οποίοι στα ποιήματά τους κινητοποιούν την ατομικότητά τους είτε ως ασπίδα άμυνας στην ανωνυμία και στην αλλοτρίωση είτε ως έκφραση ελευθεριότητας σε μιαν εποχή όπου υπάρχει μια τάση «καταναγκαστικής» ελευθερίας, ώστε ο ποιητής, στο τέλος του αιώνα του, δικαίως να εκλαμβάνει ως σκλαβιά την εξάρτηση από την τεχνολογική και τεχνοκρατική πρόοδο, αντιτάσσοντας στην ισοπεδωτική τάση εξίσωσης των πάντων το ιδιωτικό του όραμα…


Από τους 43 ποιητές (ο ένας εκ των ανθολόγων μάς πληροφορεί ότι υπάρχουν 146 ποιητές της γενιάς του ’80) υπάρχουν αρκετοί, πιθανόν το ένα τρίτο, που απομακρύνονται αρκετά από τον ιδιωτικό τους χώρο, εμφυσώντας στην ποίησή τους αποστάγματα δημιουργίας που διαπνέεται από μιαν οικουμενικότητα. Ενας από αυτούς είναι ο Νίκος Χουλιαράκης, που μας μιλάει για το μαύρο κουτί της ζωής μας που χάθηκε και πως «Καλύτερα λοιπόν να μη βρεθεί / το μαύρο της ζήσης μας κουτί / κάλλιο χαμένο κάπου στα χωράφια να σαπίζει / και το χορτάρι πάνω του ν’ απλώνεται βουβό / ώσπου να το σκεπάσει ολότελα / κι ένα εξόγκωμα της γης / μονάχα ν’ απομείνει». Αλλος ποιητής που δεν περιφράσσεται στον ατομικισμό είναι ο Γιάννης Τζανετάκης, που μας ομολογεί πως «Στον ύπνο ανοίγουμε την πόρτα αδιακρίτως δεν φοβόμαστε / καθόλου ­ ποιος να πάρει / ζωή που της οφείλει τη δική του; Αφήνουμε λοιπόν το φάσμα να περάσει».


Χωρίς αυτό να αποτελεί αξιολόγηση ­ άλλωστε οι προτιμήσεις στην ποίηση είναι εντελώς υποκειμενική υπόθεση ­ άλλοι ποιητές που αμελούν το «ιδιωτικό όραμα» είναι οι Σπύρος Βρεττός, Νίκος Δαββέτας, Στέλιος Ζαφειρίου, Αγγελος Καλογερόπουλος, Βαγγέλης Κάσσος, Γιώργος Κοροπούλης, Μαρία Κούρση, Στάθης Κουτσούνης, Βασίλης Λαλιώτης, Γιώργος Μπλάνας, Παντελής Μπουκάλας, Βασίλης Ντόκος, Σάκης Σερέφας, Αντώνης Σκιαθάς και Νίκος Χουρδάκης.


Ανεξάρτητα αν το όραμα των ποιητών είναι «ιδιωτικό» ή «συλλογικό», ανεξάρτητα αν οι ποιητές είναι κλασικότροποι ή νεωτεριστικοί, είναι γεγονός ότι και οι «43» είναι αξιόλογοι ποιητές, οι οποίοι έχουν «ψαχτεί» αρκετά και έχουν καταλάβει τους μηχανισμούς της γλώσσας και τις δυνατότητές της και παιδεύονται να την κάνουν πιο δημιουργική και πιο εύπλαστη. Και ίσως το σημαντικότερο από όλα είναι ότι, όπως στο άθλημα της σκυταλοδρομίας, έτσι και στην ανθολογία των Γ. Στεφανάκι – Ν. Χουρδάκη, η παράδοση της ελληνικής ποίησης περνάει από τη μια γενιά στην άλλη με ποιητικούς διασκελισμούς, αφήνοντας στο πέρασμά της ένα ευχάριστο ρεύμα που προάγει τον ποιητικό μας πολιτισμό.


Ο κ. Ντίνος Σιώτης είναι συγγραφέας.