Αγρια άλογα στην απέραντη έρημο





Πώς μπορείς να νιώσεις την αίσθηση της Αφρικής, όταν ταξιδεύεις με ένα αεροπλάνο με τριακόσιους επιβάτες λευκούς, Γερμανούς ως επί το πλείστον, που πηγαίνουν να δουλέψουν στη Ναμίμπια. Ισως βέβαια αυτή η ατμόσφαιρα να είναι ένας πρόλογος της κατάστασης που υπάρχει σε αυτό το κράτος. Εννέα ώρες διαρκεί το ταξίδι από Φρανκφούρτη για Βίντχουκ, την πρωτεύουσα της Ναμίμπιας. Δίπλα μου κάθεται η Λουίζα, μια Afrikaner, λευκή κοπέλα από τη Ναμίμπια που μόλις είχε κάνει διακοπές στη Ζάκυνθο. Το αεροπλάνο περνά πάνω από τη Σαχάρα, που είναι τόσο μαγευτική μέχρι που σβήνει μέσα στην αμμοθύελλα. Ερχεται το δειλινό με έναν ήλιο πύρινο να χάνεται στο άπειρο και μετά ακολουθεί το απόλυτο σκοτάδι.


Η Βαυαρία της Αφρικής


Το αεροπλάνο προσγειώνεται στο Βίντχουκ στις 7 μ.μ. Είναι νύχτα. Η Λουίζα προτείνει να με πάει στην πόλη με το αυτοκίνητο του πατέρα της. Δρόμοι ασφαλτόστρωτοι, καθαροί, αυτοκίνητα καλύτερα από της Ελλάδας, υποδομή πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της Αφρικής. Τα πάντα θυμίζουν Ευρώπη, δεν υπάρχει τίποτε το εξωτικό, το διαφορετικό. Κατ’ αρχάς δεν υπάρχουν μαύρα πρόσωπα, σχεδόν όλοι είναι λευκοί. Είναι Αφρική, χωρίς να είναι Αφρική. Εδώ συναντάς την υλιστική πολυτέλεια της Ευρώπης, τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, τα πλούσια αυτοκίνητα, τα πολυκαταστήματα του δυτικού πολιτισμού, φαρμακεία, νοσοκομεία και έχεις παράλληλα τη δυνατότητα να δεις άγρια ζώα, φυλές, έρημο, φλαμίνγκος, πρωτόγνωρο βοτανικό πλούτο. Μια ατμόσφαιρα καθαρά γερμανική, περισσότερο βαυαρική, με μπιραρίες και μπιστρό γερμανικού τύπου, που είναι επισφράγισμα της αποικιακής κατάστασης. Αυτή η συνύπαρξη είναι ίσως για άλλους θετική, για άλλους όμως είναι εντελώς αρνητική γιατί εδώ δεν βρίσκεις την πραγματική Αφρική, με τη χαλαρότητα, την ανεμελιά, τη γλυκύτητα στα πρόσωπα των ανθρώπων, την αποδέσμευση της ύλης από το πνεύμα, την απλότητα της ζωής.


Το κρύο, το βράδυ είναι γύρω στους 8 βαθμούς Κελσίου. Στην Pension Handke, η Amanda, η λευκή οικοδέσποινα από τη Νότια Αφρική, με υποδέχεται με χαρά και το πρωί ετοιμάζει ένα πλούσιο πρωινό με μαύρο γερμανικό ψωμί και γιαούρτι με φρούτα. Μέσα στην ατμόσφαιρα που δημιούργησε η Amanda, έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι στον Καναδά. Είμαι στην Αφρική αλλά δεν ζω την Αφρική.



Το Βίντχουκ, μια πόλη 130 χιλιάδων κατοίκων, δημιουργήθηκε πριν από 100 χρόνια και βρίσκεται σε υψόμετρο 1.650 μ. ανάμεσα από λόφους και σημαίνει στα afrikaans «σημείο ανέμων». Η ιστορία του είναι τόσο ταραχώδης όσο ποικίλος είναι ο πληθυσμός του.


Ευρωπαίοι, μιγάδες, Herero, Ovambo, Damara, Nama αποτελούν το εθνικό μωσαϊκό αυτής της πόλης. Η λεωφόρος Ανεξαρτησίας (ανεξαρτησία, ένα όνομα που χρησιμοποιείται στους δρόμους, σε όλες τις πρωτεύουσες των χωρών της Αφρικής) κόβει την πόλη στα δύο και στεγάζει τα περισσότερα διοικητικά γραφεία και τα σπουδαιότερα μαγαζιά. Είναι χαρακτηριστικά, στο κέντρο της πόλης, η λουθηρανική εκκλησία Christuskirche, ο πύργος που στεγάζει το ξενοδοχείο Kalahari Sands και το κέντρο Gustav Voigts.


Ενα ολόκληρο πρωινό ζητώ από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία να μου διοργανώσουν το ταξίδι μου στη Ναμίμπια, γιατί είναι αδύνατο να διαβώ αυτή τη χώρα με κοινό μεταφορικό μέσο. Οι Γερμανοί έχουν κατασκευάσει ένα τουριστικό στυλ που είναι για «μεγάλα» πορτοφόλια. Ή θα πρέπει να νοικιάσεις αυτοκίνητο και να το οδηγείς ο ίδιος (από τη δεξιά πλευρά) ή θα πρέπει να πας με οργανωμένη αποστολή. Δεν μου ταιριάζει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Στο οργανωμένο ταξίδι ζητούν τετρακόσιες με πεντακόσιες χιλιάδες την εβδομάδα ανά άτομο. Ζητώ από τον Οργανισμό Τουρισμού να πληροφορηθώ αν υπάρχει τρόπος να νοικιάσω αυτοκίνητο με οδηγό δίνοντας το δικό μου πρόγραμμα. Μου δίνουν μια λίστα με ταξιδιωτικά πρακτορεία που οργανώνουν για μεμονωμένα άτομα διαδρομές. Ετσι συναντώ τον Rian, που έχει το Caravel Tours και διοργανώνουμε το ταξίδι αρχίζοντας από τον Νότο. Η Ναμίμπια παρουσιάζει ένα φυσικό τοπίο πολύ ποικίλο, που θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε τέσσερις τομείς. Το τροπικό, δασώδες βόρειο μέρος από το Καπρίβι ως το Καβάνγκο, την έρημο Ναμίμπ με όλη την παραθαλάσσια πλευρά, την Καλαχάρι στα σύνορα με την Μποτσουάνα και τη Νότια Αφρική και τέλος το κεντρικό οροπέδιο.


Η Αριζόνα της Μαύρης Ηπείρου


Το κύριο χαρακτηριστικό του Νότου είναι το Fish River Canyon, που θυμίζει αυτό της Αριζόνας, και προσφέρει ένα εντυπωσιακό θέαμα. Η έρημος Namib, που είναι η πιο παλιά έρημος του κόσμου διασχίζεται από διάφορα ποτάμια που πηγάζουν από το κεντρικό οροπέδιο, αλλά σπάνια μεταφέρουν νερό. Εδώ και εκατοντάδες χρόνια μεταφέροντας τεράστιες ποσότητες νερού σχημάτισαν εντυπωσιακά canyons όπως το Fish River Canyon. Σε κανένα άλλο μέρος της Αφρικής δεν υπάρχει παρόμοιο τοπίο με αυτό του εθνικού πάρκου του Fish River Canyon, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Το μήκος του είναι γύρω στα 161 χιλιόμετρα, το πλάτος του 27 χιλιόμετρα και το βάθος του ως 550 μέτρα.


Από το Βίντχουκ η εθνική οδός Β1, που οδηγεί στο Fish River Canyon, είναι αυτή του Νότου που συνδέει το Βίντχουκ με το Γιοχάνεσμπουργκ. Κατά μήκος του δρόμου μέσα σε ερημικό τοπίο είναι παράλληλη η σιδηροδρομική γραμμή που διαπερνά την έρημο Καλαχάρι και φθάνει στη Νότια Αφρική. Είναι μια ασυνήθιστη διαδρομή γιατί οι πόλεις είναι ανύπαρκτες, αλλά κατά μήκος του εθνικού δρόμου υπάρχουν συρματοπλέγματα που δείχνουν τις ιδιόκτητες φάρμες των λευκών. Οι περισσότεροι είναι από τη Νότια Αφρική που αναγκάστηκαν, λόγω της πολιτικής κατάστασης, να καταφύγουν στη Ναμίμπια. Πιο συχνά συναντάς εκεί στρουθοκαμήλους παρά ανθρώπους. Το ύψος τους είναι δύο μέτρα και ζυγίζουν ως 150 κιλά. Η ταχύτητά τους προσεγγίζει τα 50 χιλιόμετρα την ώρα. Εκτός από στρουθοκαμήλους στην πορεία συναντάς τα περίφημα Karakul, ένα είδος προβάτου με μαύρο τρίχωμα. Το σούρουπο φθάνουμε 13 χιλιόμετρα βόρεια ανατολικά της πόλης Keetmanshoop στη φάρμα Gariganus, στο Quiver Tree Forest, όπου υπάρχουν τα περίφημα δέντρα Kokerboom (Aloe dichotoma). Είναι ένα θέαμα μοναδικό. Μέσα σε ένα πέτρινο τοπίο, αλόες που πλησιάζουν τα οκτώ μέτρα ύψος με κλαδιά, που έχουν αντί για φυλλώματα αγκάθια με τη μαγευτική ικανότητα να κατακρατούν νερό.


Το βράδυ με βρήκε στην Κιτμανσόπ (Keetmanshoop), μια πόλη-σταθμός για το Fish River Canyon, που πήρε το όνομά της από τον Keetman, γερμανό βιομήχανο και φιλάνθρωπο. Η Κιτμανσόπ έχει τους περισσότερους σταθμούς βενζίνης από οποιαδήποτε άλλη πόλη της Ναμίμπιας, πράγμα που σημαίνει πόσο σημαντική πόλη είναι για τους ταξιδευτές. Το πρωί συνεχίσαμε για το Hobas, που αποτελεί την είσοδο του Fish River Canyon στο βόρειο μέρος, με κατεύθυνση το Hikers’ Viewpoint, από όπου ξεκινάει η πεζοπορία των 85 χιλιομέτρων, που οδηγεί μετά από πέντε ημέρες στο Ai-Ais. Πιο κάτω υπάρχει το Main Viewpoint, από όπου η θέα είναι μαγική. Η γεωλογική ιστορία στηρίζει το σχίσιμο στην ύπαρξη δύο canyons, το ένα επάνω στο άλλο, που σχηματίστηκαν κατά διαφορετικό τρόπο. Πριν από 2.000 χρόνια άρχισε η συσσώρευση στρωμάτων από σχιστόλιθους, ψαμμόλιθους και από λάβα με αποτέλεσμα λόγω της ζέστης και της συμπίεσης να μεταμορφώνονται σε πιο σκληρές μάζες. Μετά άρχισαν να δημιουργούνται διάφορες σχισμές και στη συνέχεια, λόγω τεκτονικής δράσης, προέκυψε το επάνω canyon.


Καλπάζοντας στην άμμο


Το ταξίδι συνεχίζει νοτιοανατολικά, σε μια περιοχή που περιλαμβάνει μέρος της ερήμου Namib, την πόλη Luderitz (Λιούντεριτς) και την περιοχή Sperrgebiet, απαγορευμένη ζώνη λόγω διαμαντιών.


Η διαδρομή σού δημιουργεί μια πρωτότυπη γλυκιά ανατριχίλα. Ενας ασφαλτόστρωτος δρόμος διασχίζει την έρημο, που πέρα στο βάθος κοσμείται από γρανιτένια βουνά. Κυρίως στη διαδρομή ανάμεσα στο Αϊς και στο Λιούντεριτς. Μια σιωπή βασιλεύει και παράλληλα συντροφεύει την ερημιά της σιδηροδρομικής γραμμής, που είναι φτιαγμένη παράλληλα με τον δρόμο. Κάπου κάπου ζώα της οικογένειας «αντιλόπης» και διάφορα πουλιά στο απάντημα του ταξιδιού.


Τα αυτοκίνητα είναι ανύπαρκτα, μόνο η σιωπή της ερήμου είναι υπαρκτή και μέσα σε αυτή περιπλανάται η θλίψη των αλόγων. Πρόκειται για τα μοναδικά «άγρια άλογα της ερήμου», τα μοναδικά επάνω στη γη, που ζουν σε έρημο. Δεν υπερβαίνουν τα 280, είναι κοντά και φαίνονται ταλαιπωρημένα, λόγω έλλειψης τροφής και κυρίως νερού.


Είναι φιγούρες που σε συγκινούν όσο αναλογίζεσαι ότι στα πόδια τους υπάρχουν κοιτάσματα διαμαντιών! Θλιμμένες υπάρξεις, καταπονημένες μέσα σε έναν τόσο πλούσιο χώρο. Τα συναντήσαμε στο Gorub Pan, την μοναδική πηγή νερού, ένα τεχνητό πηγάδι, 100 χιλιόμετρα ανατολικά του Λιούντεριτς, ενάμισι χιλιόμετρο βόρεια από τον εθνικό δρόμο. Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την ύπαρξη αυτών των αλόγων στην έρημο. Μία από αυτές δέχεται ότι τα άλογα αυτά τα άφησαν γερμανοί άποικοι το 1915. Ενώ μια άλλη υποστηρίζει ότι προέρχονται από ένα κοπάδι αλόγων, που έμειναν στη Ναμίμπια ύστερα από το ναυάγιο ενός πλοίου που πήγαινε για Αυστραλία.


Πολλοί θέλησαν να τα εξαφανίσουν επειδή πίστευαν ότι επιτίθενται στις αντιλόπες ή ότι καταστρέφουν το περιβάλλον. Πολλές όμως οικολογικές ευρωπαϊκές οργανώσεις έχουν συγκεντρώσει χρήματα για τη διάσωσή τους.


Τα διαμάντια της παραφροσύνης


Ισως είναι λιγοστά τα σημεία της Γης, όπου άσφαλτος σχίζει την έρημο. Αυτό συμβαίνει στην έρημο Ναμίμπ και αναρωτιέται κανείς γιατί τέτοια επένδυση εκεί, όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι. Την απάντηση θα τη δώσουν οι φράσεις της Olga Levinson: «Τι θα μπορούσε να έχει μια γοητεία τόσο ακαταμάχητη όσο ένα διαμάντι; Μερικοί θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο γι’ αυτό. Φθάνουν ως το σημείο να πουν ψέματα, να προδώσουν, να κλέψουν, ακόμη και να σκοτώσουν. Ερχονται αντιμέτωποι με κάθε λογής κίνδυνο γιατί τα διαμάντια μεταμορφώνουν το όνειρο σε πραγματικότητα».


Την απάντηση θα μπορούσε επίσης να δώσει η πόλη-φάντασμα Kolmanskop, 10 χιλιόμετρα από το Λιούντεριτς. Ολα ξετυλίχθηκαν εδώ σαν παραμύθι. Το 1906 η σιδηροδρομική γραμμή, που ένωνε το Λιούντεριτς με το Αους, επεκτάθηκε ως το Κιτμανσόπ. Εναν χρόνο αργότερα, ο August Stauch ορίστηκε υπεύθυνος για τη συντήρηση της σιδηροδρομικής γραμμής. Τον Απρίλιο του 1908 ένας σιδηροδρομικός υπάλληλος, ο Zacharias Lewala, βρήκε στις σιδηροδρομικές γραμμές κοντά στο Λιούντεριτς μια ασυνήθιστη πέτρα και την έδειξε στον διευθυντή του, August Stauch. Προτού γίνει η επίσημη αναγνώριση της ανακάλυψης από τον καθηγητή Range, διακεκριμένο γεωλόγο, ο Stauch πέτυχε την επίσημη άδεια από τη Γερμανική Αποικιακή Εταιρεία Deutsche Diamanten Gesellschaft για την αναζήτηση διαμαντιών.


Από τότε άρχισε μια ξέφρενη κατάσταση για την εύρεση διαμαντιών γύρω από το Λιούντεριτς. Η πρόκληση, η βία, το μυστήριο, η δίψα για το εύκολο χρήμα, το κυνήγι του θησαυρού παρακίνησαν ορδές ανθρώπων να βρεθούν σε αυτό τον χώρο. Λέγεται ότι υπήρχαν τόσα διαμάντια σε μερικά μέρη, που αρκούσε να σκύψεις να τα μαζέψεις με το χέρι σου. Η απόκτηση χρήματος ήταν τόσο εύκολη, που οι πολύτιμες πέτρες χρησιμοποιούνταν ως μέσο συναλλαγής, ως χρήμα. Το κυριότερο ορυχείο διαμαντιών ήταν το Κολμανσκόπ, «τεχνητή πόλη», σε απόσταση αναπνοής από το Λιούντεριτς. Πήρε το όνομα από τον λευκό της Αφρικής Jani Kolman, όταν η βοϊδάμαξά του κόλλησε σε αυτό το σημείο της ερήμου. Σε αυτά τα χρόνια της παρανοϊκής εξεύρεσης διαμαντιών, η τεχνητή πόλη Κολμανσκόπ δεν είχε να ζηλέψει τίποτε ως προς τη διασκέδαση από τις ευρωπαϊκές πόλεις εκείνης της εποχής.


Τον Σεπτέμβριο του 1908 η κατάσταση ήταν πια ανεξέλεγκτη, οπότε η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να επέμβει με τη δημιουργία «απαγορευμένης ζώνης», της Speergebiet. Μια περιοχή που εκτείνεται από τον 26ο παράλληλο νοτίου γεωγραφικού πλάτους ως την εκβολή του ποταμού Orange και ως 100 χιλιόμετρα ανατολικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απαγορεύθηκε κάθε ατομική δραστηριότητα και όσοι είχαν δικαιώματα εξερεύνησης υποχρεώθηκαν να δημιουργήσουν μεταλλευτικές εταιρείες. Από τον Φεβρουάριο του 1909 δημιουργήθηκε μια επιτροπή υπεύθυνη για την πώληση πολύτιμων λίθων.


Λίγο προτού αρχίσει ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος είχαν βρεθεί στην περιοχή περισσότερα από 5 εκατομμύρια καράτια, δηλαδή 1.000 κιλά διαμάντια, που αντιπροσώπευαν το 20% της παγκόσμιας παραγωγής εκείνης της εποχής. Εξαιτίας του πολέμου μειώθηκε η παραγωγή διαμαντιών και παράλληλα εξασθένησε η γερμανική διοίκηση, οπότε η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση εξουσιοδότησε εννέα εταιρείες να εκμεταλλευθούν, κάτω από ορισμένους όρους, τα κοιτάσματα διαμαντιών.


Μετά τον πόλεμο η πτώση των διαμαντιών ήταν μεγάλη, οπότε το 1920 ο Ernest Oppenheimer μιας αγγλοαμερικανικής εταιρείας αγόρασε την εταιρεία του Stauch και άλλες πέντε για να σχηματίσει την Consolidated Diamonds Mines (CDM). Βέβαια η Κολμανσκόπ δεν υπέστη καμιά αλλαγή. Το 1928 βρέθηκαν διαμάντια, έξι φορές μεγαλύτερα από αυτά της Κολμανσκόπ στη βόρεια όχθη του ποταμού Orange, οπότε δημιουργήθηκε η πόλη Ορανζεμούντ γύρω στο 1938. Η Κολμανσκόπ εξακολουθούσε να υπάρχει, αλλά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δόθηκε για εκμετάλλευση στην εταιρεία De Beers South Africa, θυγατρική της CDM. Η Κολμανσκόπ έφθασε στο απόγειό της τη δεκαετία του 1920, εποχή που ζούσαν εκεί 300 Γερμανοί και 40 παιδιά με 800 αυτόχθονες της φυλής Οβάμπο. Το 1956 η ζωή στην Κολμανσκόπ σταμάτησε γιατί το ενδιαφέρον μεταφέρθηκε στην Ορανζεμούντ.


Η πόλη-φάντασμα



Ο άνεμος της ερήμου είναι εδώ παρών με τη σαρωτική δύναμή του να κλείνει τον δρόμο για το Λιούντεριτς. Η έρημος Namib έχει καλύψει την άσφαλτο, που σε μια διασταύρωση οδηγεί στην πόλη Κολμανσκόπ. Μέσα στην ησυχία της ερήμου υπάρχει η στοιχειωμένη ατμόσφαιρα μιας πόλης που έκρυβε τον ακαταμάχητο πόθο των ανθρώπων να ρουφήξουν τα διαμάντια μέσα από την άμμο ­ τώρα δεν μένουν άνθρωποι εκεί γιατί δεν έχουν απομείνει διαμάντια. Παραμένει μόνο η χαμένη πνοή τους, σκεπάζει την πόλη που μοιάζει να κατοικείται από την αδυσώπητη φθορά του χρόνου και το παίξιμο της άμμου με τον αέρα. Αυτή η πνοή βγαίνει από τα κατεστραμμένα παράθυρα των σπιτιών, από την πορσελάνινη μπανιέρα βουλιαγμένη μέσα στην άμμο, που ξέφυγε, λόγω βάρους από τη λαίλαπα των κλεφτών, από την αίθουσα μπόουλινγκ του χώρου αναψυχής των Γερμανών, από τα βαριά αντικείμενα της αίθουσας θεάτρου.


Μια σιδηροδρομική γραμμή σε αχρησία με τρία κτίρια στη σειρά που φέρουν την πινακίδα εργαστήρι και γραφεία αδαμαντωρυχείου. Από πίσω οι χώροι που στέγαζαν τον φούρνο, το κρεοπωλείο, το παντοπωλείο και λίγο μακρύτερα το νοσοκομείο και το υδραγωγείο. Ενα νοσοκομείο, που εκείνη την εποχή ήταν εξοπλισμένο με τα πρώτα ακτινολογικά μηχανήματα σε όλη τη Νότια Αφρική! Πιο πίσω τα σπίτια των υπαλλήλων, μεταξύ αυτών του μηχανικού, του αρχιτέκτονα, του λογιστή ενώ επάνω σε έναν λόφο, σε θέση που δέσποζε, το σπίτι του διευθυντή του ορυχείου. Η άμμος είχε εισβάλει ακόμη και στο περίλαμπρο σπίτι του διευθυντή, όπου τα ανοίγματα των παραθύρων μοιάζουν με μάτια που κλαίνε. Και τα δικά μου μάτια μένουν προσκολλημένα σε αυτήν τη γη, που βεβήλωσαν οι λευκοί και τώρα την παράτησαν στο έλεος της αμμοθύελλας. Η Κολμανσκόπ είναι η πόλη της ειρωνείας και της θλίψης για τον ίδιο τον άνθρωπο μπροστά στο κυνήγι του χρήματος. Είναι η πόλη-φάντασμα που μαζί με τα αφημένα άλογα που ψάχνουν τροφή και νερό μέσα στην έρημο, αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης παραφροσύνης.


Το σουρεαλιστικό απομεινάρι


Η νύχτα είχε πια πέσει όταν έφθασα στο Λιούντεριτς. Μια πόλη, σουρεαλιστικό απομεινάρι της αποικιοκρατικής εποχής. Μια ιδιάζουσα αρχιτεκτονική που συνδυάζει το παραδοσιακό γερμανικό στυλ με την art nouveau. Μια μικρή βαυαρική πόλη κτισμένη εκεί που ενώνεται η έρημος Namib με τον Ατλαντικό. Το Λιούντεριτς το ανακάλυψε ο πορτογάλος θαλασσοπόρος Μπαρτολομαίου Ντίας τα Χριστούγεννα του 1487 αλλά μπόρεσε πραγματικά να το πλησιάσει, λόγω θαλασσοταραχής, όταν γύρισε από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, τον Ιούλιο του 1488.


Γύρισα όλη την πόλη για να βρω ξενοδοχείο ή κάποια πανσιόν για να μείνω, αλλά όλα ήταν γεμάτα από νοτιοαφρικανούς τουρίστες. Το κρύο ήταν τσουχτερό για τα ρούχα που διέθετα. Οι μικροί κόλποι του Λιούντεριτς είναι γραφικοί, αλλά η αγωνία μου κορυφώνεται για το πού θα μείνω. Τελικά μέσω κάποιου ξενοδοχείου με στέλνουν σε μια πανσιόν, που όμως ήταν οίκος ευγηρίας, χωρίς στην αρχή να το καταλάβω. Το δωμάτιο που μου έδειξαν ήταν κάπως περίεργο, με μια κόκκινη κουρτίνα να φεύγει έξω από το ανοιχτό παράθυρο και βρισκόταν σε έναν όροφο όπου όλα τα άλλα δωμάτια ήταν κλειστά. Λίγο αργότερα, όταν είδα σε έναν άλλο όροφο τους λευκούς παππούδες στην τραπεζαρία έπαθα σοκ. Πρόσωπα που έβγαζαν μια τρομακτική θλίψη, έναν δυνατό πόνο.


Δεν πίστευαν τα μάτια μου ότι υπάρχουν τόσοι λευκοί γέροντες ξεχασμένοι στην Αφρική. Μα τι περιμένουν; Να πεθάνουν σε μια ξένη γη ή άραγε τη νιώθουν δική τους; Δεν ξέρω πού είχαν γεννηθεί αυτοί οι άνθρωποι, πάντως ήταν λευκοί, κατάλευκοι και αν ακόμη είχαν γεννηθεί εκεί, το πρόσωπό τους έλεγε: «Δεν θέλουμε να πεθάνουμε εδώ». Εφυγα τρέμοντας. Στο μυαλό μου τους παραλλήλισα με τα αφημένα άλογα της ερήμου. Εψαχνα μετά από αυτές τις εικόνες να βρω τη δύναμη των διαμαντιών. Οι λευκοί ρούφηξαν από την Αφρική ό,τι θεωρούσαν αυτοί ωραίο, αλλά άφησαν εκεί τα παιδιά δυστυχισμένα. Αλλά ένα πράγμα δεν έχουν καταλάβει οι πολιτισμένοι λευκοί. Οτι όσο και αν εκμεταλλευθούν τα κοιτάσματα της Αφρικής και της πάρουν τα διαμάντια της, δεν μπορούν να της πάρουν το πιο πολύτιμο σμαράγδι της, δηλαδή την απλότητα της ζωής, την ελαφρότητα της ύπαρξης.


Οι κόλποι του Λιούντεριτς


Βγήκα στο τσουχτερό κρύο με μόνη παρηγοριά την προσευχή. Στην αναπνοή μου περνούσε η αύρα της θάλασσας με τη μυρωδιά παστών ψαριών. Στον δρόμο μαθαίνω για μια καινούργια συνοικία του Λιούντεριτς σε ένα κολπάκι του Ατλαντικού. Εκεί οι λευκοί έχουν κτίσει τεράστια σπίτια. Σε ένα από αυτά ζει η Γερμανίδα Marlene, που έχει δύο αδελφές στην Αθήνα παντρεμένες με Ελληνες. Το πρωί από το μπαλκόνι του σπιτιού βλέπω τη θάλασσα, τους διάφορους κόλπους του Λιούντεριτς όπου πραγματοποιείται τώρα η ανίχνευση διαμαντιών. Κόλποι που φιλοξενούν ροζ φλαμίνγκος, πιγκουίνους, ωταρίες (θαλάσσια λιοντάρια) και καράβια ειδικά για το ψάρεμα των αστακών. Κόλποι πλούσιοι σε φύκια, σε θαλάσσια χόρτα (που συλλέγονται με προορισμό την Ιαπωνία) και σε εκτροφεία για στρείδια, μύδια και γαρίδες.


Ο Hartmut, ο ιδιοκτήτης, μου προτείνει να πάω να ψάξω «άνθη της ερήμου», σκάβοντας την άμμο της ερήμου. Πρόκειται για άνθη που σχηματίζονται από κρύσταλλα ασβεστίου, γύψου και θειικού αλατιού, λόγω υγρασίας που περνά μέσα στην άμμο. Βέβαια αυτό πρέπει να γίνει με έναν εκπρόσωπο του υπουργείου Τουρισμού. Ο χρόνος όμως δεν μου το επιτρέπει. Εχω μεγάλο δρόμο να διανύσω για να πάω βόρεια του Λιούντεριτς στο Σεσριέμ, γιατί δεν μπορώ να πάω ευθεία εξαιτίας της απαγορευμένης ζώνης, της φημισμένης «Αδαμαντοφόρου ζώνης 1», της Speergebiet. Το ταξίδι συνεχίζεται προς τα πίσω πάλι αναγκαστικά στον δρόμο προς το Αους, με κατεύθυνση αριστερά πριν το Αους, προς τη Δυτικοκεντρική και Βόρεια Ναμίμπια.


Η πρόσβαση μπορεί να γίνει είτε από Γιοχάνεσμπουργκ είτε από Φραγκφούρτη. Ως το Γιοχάνεσμπουργκ με την Ολυμπιακή και στη συνέχεια με τη South African Airways. Η καλύτερη εποχή είναι το ελληνικό καλοκαίρι.


Διαμονή: Στο Βίντχουκ μπορείτε να μείνετε (αναλόγος τι προτιμάτε) είτε στο πολυτελές ξενοδοχείο Kalahari Sands (τηλ. 222300, fax 222260) ή στο Watersworld Hotel, που έγινε ειδικά για τον διαγωνισμό Μις Υφήλιος, είτε σε πανσιόν, όπου η ατμόσφαιρα είναι πολύ πιο οικογενειακή. Οπως η πανσιόν-Hotel Handke, τηλ. 234904 και fax 225660.


Εκτός πόλεων πρωτόγνωρη εμπειρία αποτελεί η διαμονή σε φάρμες, όπου μπορείτε να κάνετε και ένα μίνι σαφάρι με τον ιδιοκτήτη της φάρμας. Προς το Fish River Canyon υπάρχει η πρωτότυπη φάρμα Gariganus, 13 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης Κιτμανσόπ δίπλα στο Quiver Tree Forest. Εκεί μπορείτε και να κατασκηνώσετε δίπλα στις τσίτες. Στο Fish River Canyon μπορείτε να κατασκηνώσετε στο Hobas, ενώ στην άλλη πλευρά του Canyon, στο Ais-Ais, υπάρχουν και μπάνγκαλοους. Στον ποταμό Orange μπορείτε να κάνετε κανόε ή ράφτινγκ. Διάφορα τουριστικά γραφεία της Νότιας Αφρικής οργανώνουν τέτοιου είδους δραστηριότητες, π.χ. το Felixe Unite τηλ. (27-21) 7626935 και fax (27-21) 7619259 ή το Orange River Adventure τηλ./fax (27-21) 6854474.


Στο Λιούντεριτς υπάρχει η πανσιόν Zur Waterkant Marlene Halbich, τηλ. 09264-63-203145. Τέλος, αν σας αρέσει η ομαδική περιπέτεια, το Chameleon Safaris Namibia οργανώνει εξορμήσεις σε όλη τη Ναμίμπια.


* Μια χώρα νοτιοαφρικανικό προτεκτοράτο που έγινε ανεξάρτητη δημοκρατία τον Μάρτιο του 1990.