Γνωρίζουμε ως παιδαγωγοί ότι δεν παίρνουμε «αξία» από το μάθημά μας, αλλά από τον τρόπο που το δουλεύουμε με τα παιδιά μας στην τάξη

Πολλά από τα δημοσιεύματα τα σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών είναι αντικειμενικά και θετικά στην εκτίμησή τους για τη σημασία και το ρόλο του μαθήματος. Είναι και μερικά ωστόσο που αδικούν εμφανώς το μάθημα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε σχεδόν να του «φορτώνουν» όλα τα δεινά της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης. Δεν θα ασχοληθώ με αυτά, επειδή δε φαίνεται να έχουν επαρκή επιστημολογική, επιστημονική και ψυχοπαιδαγωγική τεκμηρίωση. Ωστόσο, ακόμα και ως αρνητικά, μας δίνουν την ευκαιρία για αναστοχασμό πάνω στο εκπαιδευτικό «γίγνεσθαι», με τη μορφή ενός «επιγραμματικού» παιδαγωγικού σχολίου για την «αξία» όλων των μαθημάτων του σχολείου και την παιδαγωγική επιτυχία του.

Στη βάση αυτή μπορούμε να ξαναδούμε μερικά από τα θεμελιώδη ερωτήματα της Εκπαίδευσης. Η μελέτη αυτών των ερωτημάτων θα μας επιτρέψει να δούμε καλύτερα την αξία των μαθημάτων μέσα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα:

1. Τι είναι επιστημονική γνώση σήμερα, ποια είναι τα κριτήρια εγκυρότητάς της, πώς και γιατί διαμορφώνονται αυτά τα κριτήρια; 2. Τι μέρος αυτής της έγκυρης γνώσης θεωρείται ότι έχει μεγάλη αξία για τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα; Θεωρείται δηλαδή ως βασική και κρίσιμη γνώση για την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη; Ποιοι θα προσδιορίσουν την κρισιμότητα της παραπάνω έγκυρης γνώσης, γιατί και πώς;

3. Τι μέρος από αυτήν την παραπάνω βασική και κρίσιμη γνώση θεωρείται ως αναγκαίο να διδάσκεται στο σχολείο;.

Ποιοι και γιατί θα προσδιορίσουν αυτό το αναγκαίο μέρος και πώς;

Αυτά τα ερωτήματα συμπυκνώνουν μία από τις βασικές διαστάσεις της όλης προβληματικής για τα μαθήματα. Ας την ονομάσουμε «γνωσιακή διάσταση», αυτή δηλαδή που απαντάει στο «τι» της εκπαιδευτικής λειτουργίας.

Η άλλη διάσταση, αξεχώριστη από την πρώτη, είναι η «παιδαγωγική διάσταση». Αυτή απαντάει στο «πώς» της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Με το «πώς», η έγκυρη, βασική, κρίσιμη και αναγκαία επιστημονική γνώση αναπλαισιώνεται σε σχολική, για να είναι προσβάσιμη στα παιδιά, να μπορεί δηλαδή να διδαχθεί και να μαθευτεί. Εδώ είναι και η ουσία της Παιδαγωγικής. Η παιδαγωγική είναι πράξη που πρέπει να απαντάει σωστά κάθε φορά στο «πώς» της εκπαιδευτικής λειτουργίας, για να διευκολύνει τη μάθηση και μέσα από αυτήν την ανάπτυξη του νέου ανθρώπου. Η διευκόλυνση αυτή δε νοείται παρά ως σχέση ψυχολογικής βοήθειας του παιδαγωγού προς τον παιδαγωγούμενο. Σε αυτήν τη σχέση ψυχολογικής βοήθειας βασίζεται η παιδαγωγική επιτυχία οποιουδήποτε σχολείου.

Η συμβολή μας ως παιδαγωγών στην παιδαγωγική επιτυχία του σχολείου μας είναι αναμφισβήτητη. Αυτή η συμβολή κρίνεται καθημερινά μέσα στην τάξη και ως ένα μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που επικοινωνούμε με τα παιδιά στο μάθημά μας, από τον τρόπο που διαπραγματευόμαστε το περιεχόμενο του μαθήματός μας. Εμείς λοιπόν είμαστε αυτοί που με τη στάση μας δίνουμε ή δεν δίνουμε την αξία που πρέπει στο μάθημά μας ή και την «καταστρέφουμε» ακόμα. Πάρτε για παράδειγμα έναν σπουδαίο ρόλο ενός μεγάλου θεατρικού έργου και δώστε τον σε έναν ηθοποιό που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του. Είναι βέβαιο ότι θα καταστρέψει όχι μόνο το ρόλο, αλλά και την παράσταση. Θα την απαξιώσει. Γνωρίζουμε δηλαδή ως παιδαγωγοί ότι δεν παίρνουμε «αξία» από το μάθημά μας, αλλά από τον τρόπο που το δουλεύουμε με τα παιδιά μας στην τάξη. Από το «πώς». Ηταν και θα είναι συνεπώς σχεσιακή και εμπρόσωπη λειτουργία η εκπαίδευση, νοουμένου ότι δε διδάσκουμε μαθήματα αλλά μαθητές και δε διδάσκουμε άλλο τι παρά μόνο αυτό που είμαστε. Αυτό βλέπουν τα παιδιά σε εμάς και από αυτό διαπαιδαγωγούνται. Είμαστε λοιπόν εμείς οι παιδαγωγοί σε θέση να συν-κινήσουμε τα παιδιά μας, έτσι ώστε να σχετιστούν προσωπικά με το μάθημά μας και να το αγαπήσουν; Μπορούμε τελικά να φτιάξουμε μια γνήσια παιδαγωγική σχέση στο μάθημά μας; Μέσα σε αυτήν νομίζω πως «κρύβεται» η αξία του μαθήματός μας και οποιουδήποτε μαθήματος. Εκεί γίνεται η διαπραγμάτευση των νοημάτων του κάθε μαθήματος κι εκεί κρίνεται και «παίζεται» σε τελική ανάλυση η σπουδαιότητά του και κατά συνέπεια η παιδαγωγική επιτυχία του σχολείου.

Ο κ. Χρ. Νικ. Ζήκος είναι σχολικός σύμβουλος Θεολόγων Δυτικής Ελλάδας.