Αυτό κι αν είναι υποκρισία. Από τη μία οι σαουδάραβες «γαλαζοαίματοι» στηρίζουν και χρηματοδοτούν με δισ. πετροδολάρια το πιο ακραίο Ισλάμ όπου Γης. Και από την άλλη, κλείνουν τα σύνορά τους στους ομοεθνείς άραβες και ομόθρησκους μουσουλμάνους πρόσφυγες, στο απελπισμένο ανθρώπινο ποτάμι που έχει πλημμυρίσει τη Μεσόγειο και τα περάσματα προς τη Δύση για να ξεφύγει από την κόλαση του εμφυλίου στη Συρία και στο Ιράκ. Ο λόγος; Για να μην εισαγάγουν, λένε, στη Σαουδική Αραβία «τζιχαντιστική τρομοκρατία». Αυτήν, δηλαδή, που χρηματοδοτεί και εξάγει το ίδιο το Ριάντ από τη Μέση Ανατολή ως το Πακιστάν, την Ινδονησία και τη Νιγηρία.
Εξίσου υποκριτές είναι, βέβαια, οι Αμερικανοί. Οι ΗΠΑ σφυρίζουν αδιάφορα για τις σκοτεινές διασυνδέσεις του οίκου των Σαούντ με την ισλαμική τρομοκρατία από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 ως σήμερα. Κάνουν τα στραβά μάτια για τον σκοταδισμό, τον αυταρχισμό, την καταπίεση, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το παροιμιώδες έλλειμμα δημοκρατίας στην πρώτη πετρελαιοπαραγωγό χώρα παγκοσμίως. Η οποία είναι «σύμμαχός» τους, φυσικά, από ιδρύσεως του βαθύπλουτου και υπερσυντηρητικού βασιλείου της ερήμου τη δεκαετία του 1930.
Πατρίδα του Προφήτη, θεματοφύλακας του πιο πουριτανικού Ισλάμ, καθισμένη πάνω σε έναν ωκεανό μαύρου χρυσού, η Σαουδική Αραβία υποστηρίζει με κάθε τρόπο, οικονομικό και ιδεολογικό -θρησκευτικό, σουνίτες εξτρεμιστές στο Ιράκ και στη Συρία, για να υπονομεύσει τον αιώνιο εχθρό, το σιιτικό Ιράν. Ιδίως μετά την πρόσφατη ομαλοποίηση των σχέσεων των μουλάδων με τις ΗΠΑ, οι Σαουδάραβες τρέμουν μη χάσουν την πρωτοκαθεδρία.
Κάποιοι λένε πως τίποτα δεν είναι πιο διαβρωτικό για τη σταθερότητα και τον εκσυγχρονισμό του αραβικού και του μουσουλμανικού κόσμου γενικότερα από τα δισεκατομμύρια δολάρια που οι Σαουδάραβες έχουν επενδύσει από το 1970 για να αφανίσουν τον πλουραλισμό του Ισλάμ –τις δογματικές εκδοχές του σουφισμού, του μετριοπαθούς σουνιτισμού και του σιιτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετές χιλιάδες Σαουδάραβες έχουν προσχωρήσει στους βάρβαρους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους ή ότι φιλανθρωπικές οργανώσεις του Αραβικού Κόλπου έχουν στείλει πακτωλό χρημάτων στο ISIS. Ολες αυτές οι οργανώσεις των φανατικών ισλαμιστών –ISIS, Αλ Κάιντα, Μέτωπο Νούσρα, Μπόκο Χαράμ, Ταλιμπάν –είναι ιδεολογικοί απόγονοι του σαλαφισμού που ενσταλάζει η Σαουδική Αραβία σε τζαμιά και ισλαμικά ιεροδιδασκαλεία στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική και στην Ασία.

«Και εμείς στην Αμερική ποτέ δεν τους εγκαλέσαμε γι’ αυτό, επειδή είμαστε εθισμένοι στο πετρέλαιό τους».
Τάδε έφη Τόμας Φρίντμαν σε άρθρο του στους «New York Times» που έκανε εντύπωση την περασμένη εβδομάδα. Τονίζει ότι επί δεκαετίες η Σαουδική Αραβία έχει δώσει δισεκατομμύρια σε συμπαθούσες ισλαμικές οργανώσεις σε όλον τον κόσμο ασκώντας ήσυχα τη διπλωματία των πετροδολαρίων.
Αμερικανικά ΜΜΕ βρίθουν αυτές τις ημέρες δημοσιευμάτων που γράφουν ότι το ISIS αποτελεί ουσιαστικά δημιούργημα της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και της Τουρκίας. Λένε ότι για να πολεμήσει την εξάπλωση του σιιτικού τόξου η μοναρχία των Σαούντ και οι άλλες πάμπλουτες σουνιτικές δυναστείες του Κόλπου τρέφουν το φίδι του ισλαμιστικού εξτρεμισμού.
Με λεφτά από την Ντόχα, τα οποία διακινούνται κυρίως μέσω του τραπεζικού συστήματος του Κουβέιτ, το ISIS έχει γίνει η πιο πλούσια τρομοκρατική οργάνωση παγκοσμίως. Χάρη σε τέτοιους χρηματοδότες, έχει 2 δισ. δολάρια στο ταμείο, πολύ περισσότερα από τους Ταλιμπάν και την «ξεπερασμένη» Αλ Κάιντα.
Η φιλία της Σαουδικής Αραβίας με τη Δύση λέγεται πετρέλαιο. Μόνοι τους οι Σαουδάραβες παράγουν το 11,5% του μαύρου χρυσού παγκοσμίως. Και τώρα που οι τζιχαντιστές εδραιώνονται στο Βόρειο Ιράκ και στη Συρία, αναλυτές προειδοποιούν ότι κινδυνεύουν οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράκ, που αντιστοιχούν στο 3,5% της παγκόσμιας παραγωγής.
Τα ενεργειακά συμφέροντα είναι τόσο μεγάλα που πολλοί επιμένουν πως η Ουάσιγκτον οφείλει να συνεχίσει να συνεργάζεται με τους Σαούντ, πάση θυσία, για να προωθεί και να προστατεύει το οικονομικό μοντέλο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού α λα αμερικανικά ελέγχοντας όσο περισσότερο γίνεται την τιμή του προϊόντος και την παγκόσμια διανομή του, διατηρώντας παράλληλα τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου των ΗΠΑ.

«Πιο πολύ φταίνε οι ΗΠΑ, το Ιράν και ο Ασαντ»

«Σπόνσορας του παγκόσμιου τζιχάντ η Σαουδική Αραβία; Εχει γίνει πια το κλισέ, ένα στερεότυπο που το ακούμε πολύ δυνατά, ιδίως στις ΗΠΑ», τώρα που έκλεισε η συμφωνία τους με το Ιράν, λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Σαρλ Σεν-Προ, διευθυντής του Παρατηρητηρίου Γεωπολιτικών Μελετών (Observatoire d’ Εtudes Géopolitiques), στο Παρίσι. «Θα κάναμε καλύτερα να αναρωτηθούμε λίγο πιο βαθιά για τους λόγους πίσω από την άνοδο της τρομοκρατίας στη Συρία και στο Ιράκ: η πρώτη αιτία είναι η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, που έσπειρε το χάος με την εισβολή στο Ιράκ. Ο παράνομος πόλεμός τους και η κατοχή του Ιράκ έχουν εκθρέψει την τρομοκρατία εκεί όπου δεν υπήρχε πριν. Η δεύτερη αιτία είναι το παιχνίδι που παίζει το εξίσου θεοκρατικό, φανατικό σιιτικό καθεστώς των μουλάδων του Ιράν, που αποσταθεροποιεί την περιοχή. Χωρίς το εγκληματικό καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία, χωρίς την ηγεμονική πολιτική του Ιράν που τον στηρίζει, ενώ εκείνος έχει εξαπολύσει έναν φονικό πόλεμο με 250.000 νεκρούς στον λαό του, δεν θα υπήρχε χώρος για τους βάρβαρους τζιχαντιστές του ISIS. Oπως, για παράδειγμα, και στην περιοχή Σαχέλ-Σαχάρας δεν θα υπήρχε τρομοκρατία χωρίς την αλγερινή μήτρα» καταλήγει ο Σεν-Προ.

Η «Ιερή Συμμαχία» και το παράδοξο

Μεγάλα ποσά ρέουν από το θρησκευτικό κατεστημένο της Σαουδικής Αραβίας και τεράστιες ΜΚΟ σε ιδρύματα που προωθούν το γουαχαμπιτικό, το πιο αυστηρό κίνημα στο σουνιτικό Ισλάμ –με μισαλλόδοξες απόψεις για τους σιίτες, τους Εβραίους, τους χριστιανούς και τη Δύση. Την ίδια στιγμή όμως οι σαουδαραβικές υπηρεσίες πληροφοριών δραστηριοποιούνται στο βασίλειο και σε όλον τον κόσμο προσπαθώντας να εμποδίσουν την τρομοκρατία που αναπτύσσεται από τη δραστηριότητα αυτή. Τον Ιούλιο ανακοίνωσαν τη σύλληψη 400 μελών του ISIS, από 19 εθνικότητες, που ετοίμαζαν επιθέσεις σεχταριστικής βίας στη χώρα.

Αυτό το παράδοξο εξηγείται από την αρχική «Ιερή Συμμαχία» μεταξύ του Μοχάμεντ ιμπν Σαούντ, πατριάρχη του οίκου των Σαούντ, και του Μοχάμεντ ιμπν Αμπντ αλ Γουάχαμπ, χαρισματικού αλλά ακραίου ιμάμη που κήρυσσε την επιστροφή στην πιο πιστή ερμηνεία των ιερών γραφών και την σχεδόν ολοκληρωτική άρνηση των άλλων πολιτισμών. Οι δύο Μοχάμεντ ένωσαν τις δυνάμεις τους για να αποσπάσουν τον έλεγχο της Αραβικής Χερσονήσου στα μέσα του 18ου αιώνα. Εκτοτε η βασιλική οικογένεια κυβερνά την Αραβία εφόσον προωθεί τον γουαχαμπισμό και η μοναρχία στηρίζεται σε γουαχαμπίτες κληρικούς για να επικυρώσει τη νομιμότητά της ως θεματοφύλακα των Δύο Ιερών Τζαμιών. Κάθε φορά που η μοναρχία αντιμετωπίζει προκλήσεις για την κυριαρχία της δίνει ακόμη περισσότερα χρήματα στο θρησκευτικό κατεστημένο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ