Πρόλογος του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, κρίσιµη καµπή της ιδεολογικής αντιπαράθεσης φασισµού, κοµµουνισµού και δηµοκρατίας στον Μεσοπόλεµο, κοµβικό σηµείο της σύγχρονης Ιστορίας της Ισπανίας, ο εµφύλιος πόλεµος του 1936-1939 αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητηµένα γεγονότα του 20ού αιώνα.

Οχι γιατί υπήρξε ο µόνος εµφύλιος στην καρδιά της ∆υτικής Ευρώπης ούτε επειδή τα ραγδαία αναπτυσσόµενα µαζικά µέσα της εποχής (κινηµατογράφος, ραδιόφωνο, Τύπος) τον κατέστησαν ουσιαστικά τον πρώτο πόλεµο σε ζωντανή µετάδοση. Οπως γράφει ο αµερικανός ιστορικός Στάνλεϊ Πέιν στο βιβλίο του «The Spanish Civil War» (εκδ. Cambridge University Press) είναι η τοµή µιας «εποχής εµφυλίων» (1918-1949) και µιας «εποχής διεθνών συρράξεων» (1914-1945) που δίνει στη σύγκρουση τη µοναδικότητά της, την κεντρική της θέση σε ένα πλαίσιο τεράστιων τεχνολογικών, ιδεολογικών και κοινωνικών αναπροσαρµογών. Τα δίπολα των δύο πλευρών, ∆ηµοκρατικών και Εθνικιστών, τα οποία παραθέτει ο Πέιν («φασισµός κατά δηµοκρατίας», «λαός κατά ολιγαρχίας», «το παρόν κατά του παρελθόντος», «χριστιανισµός κατά αθεΐας», «Ισπανία κατά αντι-Ισπανίας», «δυτικός πολιτισµός κατά κοµµουνισµού») είναι χαρακτηριστικά τόσο για την ένταση των αντιθέσεων όσο και για την επίγνωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώµης ότι από την έκβαση της διαµάχης θα κρινόταν η ισορροπία της ηπείρου.
Στρατιωτική ισχύς, πολιτική αδυναµία
Το διακύβευµα ήταν πρωτίστως πολιτικό. Από στρατιωτικής απόψεως η ανταρσία στις 17 Ιουλίου 1936 µιας οµάδας έµπειρων στρατηγών (Εµίλιο Μόλα, Γκονζάλο Κέιπο δε Γιάνο, Χουάν Γιαγκούε και Φρανσίσκο Φράνκο) κατά της νόµιµα εκλεγµένης κυβέρνησης είχε εξαρχής το πλεονέκτηµα της ικανότερης ηγεσίας. Επικρατώντας γρήγορα σε σηµαντικά προπύργια στον Βορρά και στον Νότο, εφαρµόζοντας ένα συγκεντρωτικό και αυταρχικό σχήµα µε τον Φράνκο επικεφαλής, οι πραξικοπηµατίες κέρδισαν τον πόλεµο αναχαιτιζόµενοι µόνο προσωρινά. Εξαρχής άλλωστε οι ∆ηµοκρατικοί βρίσκονταν σε υποδεέστερη θέση – και όχι µόνο λόγω ελλείµµατος στρατιωτικών ηγετών: οι διαιρέσεις της ισπανικής Αριστεράς σε πρόσωπα και κόµµατα παρουσιάζονταν στο εσωτερικό της σχεδόν το ίδιο πολωτικές όσο και το ρήγµα που τη χώριζε από τον αντίπαλο. Μανουέλ Αθάνια, Χουάν Νεγκρίν, Φρανσίσκο Λάργκο Καµπαγέρο, Ινδαλέθιο Πριέτο, Χοσέ Ντίαθ, Ντολόρες Ιµπαρούρι, αστοί δηµοκράτες, σοσιαλιστές, κοµµουνιστές, συνδικαλιστές, αναρχικοί, οι άνθρωποι του «Λαϊκού Μετώπου» δεν κατόρθωσαν ποτέ να οµογενοποιήσουν το πρόγραµµά τους πέρα από ένα ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο ή να αποφύγουν τις προσωπικές συγκρούσεις και τη διάχυτη καχυποψία για τις κοµµατικές ισορροπίες. «Η κόλλα του “Λαϊκού Μετώπου” ήταν περισσότερο αρνητική παρά θετική, βασισµένη πιο πολύ στην αντιφασιστική στάση παρά σε κάποιον κοινό θετικό στόχο» γράφει ο Πέιν. Πόσο προβληµατική ήταν αυτή ακριβώς η «κόλλα» αποδείχθηκε στα «γεγονότα του Μαΐου» του 1937 στη Βαρκελώνη που κατέληξαν στην εκκαθάριση των υποστηρικτών του τροτσκιστικής προέλευσης «Εργατικού Κόµµατος Μαρξιστικής Ενοποίησης» (POUM).
Οι χρήσεις του εµφυλίου
Ο φατριασµός στο εσωτερικό των ∆ηµοκρατικών αντανακλούσε στο δεδοµένο χρονικό σηµείο τη στρατιωτική επέµβαση της Σοβιετικής Ενωσης (µιας πιο χειροπιαστής και κυνικής δράσης από την ιδεαλιστική, ροµαντική παρουσία των περίπου 35.000 µαχητών των «∆ιεθνών Ταξιαρχιών», σύµβολο ως σήµερα του Ισπανικού Εµφυλίου). Το σταλινικό Κοµµουνιστικό Κόµµα της Ισπανίας επωφελούνταν από τη µετάφραση της ισχύος των περίπου 350 τανκς, των περισσότερων από 600 αεροπλάνων και των 2.000–3.000 συµβούλων που το σοβιετικό καθεστώς είχε αποστείλει ως ενισχύσεις. Τίµηµα της βοήθειας ήταν η νυν και µελλοντική επιρροή στα πράγµατα: ο βρετανός ιστορικός Αντονι Μπίβορ παραθέτει στο βιβλίο του «Ο ισπανικός εµφύλιος πόλεµος, 1936-1939» (εκδ. Γκοβόστη) την επιστολή του στρατηγού Βλαντίµιρ Γκόριεφ τον Σεπτέµβριο του 1936 µε την οποία πληροφορούσε τη Μόσχα ότι «η πάλη κατά των αναρχικών είναι απολύτως απαραίτητη µετά τη νίκη κατά των Λευκών». Αντίθετα, για τη ναζιστική και τη φασιστική πλευρά µεγαλύτερη σηµασία είχε η δοκιµή όπλων και τακτικών στο πεδίο της µάχης. Κυρίως για τη Γερµανία, η οποία έθεσε στη διάθεση του Φράνκο περίπου 10.000 άντρες και τη Λεγεώνα «Κόνδωρ», περισσότερα από 600 σύγχρονα µαχητικά της Λουφτβάφε που έπαιξαν κρίσιµο ρόλο στην ήττα των ∆ηµοκρατικών. Ο Μπίβορ σηµειώνει πως οι Γερµανοί βοµβάρδιζαν πόλεις ή χωριά και φωτογράφιζαν εν συνεχεία επισταµένα τις κατεστραµµένες περιοχές προκειµένου να υπολογίσουν τις δυνατότητες των «Στούκας» αντλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πολύτιµα µαθήµατα για τη µελλοντική µεγιστοποίηση της αποτελεσµατικότητας των βοµβαρδιστικών στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο.
Πεθαίνοντας στα µετόπισθεν
Η κανονικοποίηση των πρακτικών της βίας, έκδηλη στην παραπάνω περιγραφή, παρουσιάζεται ανάγλυφα στο βιβλίο του βρετανού ιστορικού Πολ Πρέστον «The Spanish Holocaust» (εκδ. HarperCollins). Αντιπαραβάλλοντας τους 200.000 νεκρούς των µαχών µε τις αθρόες εκτελέσεις πολιτών, ο Πρέστον καταλήγει στο συµπέρασµα ότι 200.000 άµαχοι δολοφονήθηκαν και από τις δύο πλευρές µεταξύ 1936 και 1939, αριθµός στον οποίο θα πρέπει να προστεθούν άγνωστες χιλιάδες νεκρών από τους βοµβαρδισµούς και οι 20.000 ∆ηµοκρατικοί που τουφεκίστηκαν µετά την επικράτηση του Φράνκο τον Μάρτιο του 1939. Για τον βρετανό ιστορικό δύο συστήµατα βίας λειτούργησαν στον Ισπανικό Εµφύλιο: η προγραµµατισµένη, συστηµατική βία της ∆εξιάς (παραθέτει τα λόγια του στρατηγού Εµίλιο Μόλα για την εξόντωση «δίχως ενδοιασµούς και χωρίς δισταγµό όσων σκέφτονται διαφορετικά από εµάς») και η αυθόρµητη βία της Αριστεράς. Η τελευταία υπήρξε έργο της άκρας Αριστεράς, κυρίως των αναρχικών, συνέπεια της ρητορικής για την ανάγκη «“κάθαρσης” µιας διεφθαρµένης κοινωνίας», και στράφηκε κατά πλουσίων, βιοµηχάνων, γαιοκτηµόνων και κληρικών. Τέθηκε υπό έλεγχο από την κυβέρνηση στα τέλη του 1936 έχοντας κοστίσει τη ζωή σε περίπου 50.000 άτοµα. Ελεγχος υπήρξε και από την αντίπαλη όχθη, όµως οι αρχηγοί του πραξικοπήµατος, βετεράνοι του αποικιακού στρατού του Μαρόκου, «έβλεπαν το ισπανικό προλεταριάτο όπως ακριβώς και το µαροκινό, µια κατώτερη φυλή που έπρεπε να υποταγεί µε αιφνίδια, ανένδοτη βία». Εξ ου και «το πρόγραµµα τροµοκρατίας και εξόντωσης» δασκάλων, φιλελευθέρων επαγγελµατιών, διανοούµενων, συνδικαλιστών, αλλά και άθεων ή απλών υπόπτων για την υπερψήφιση του «Λαϊκού Μετώπου» στις εκλογές του 1936 απέδωσε 150.000 θύµατα – ενδεχοµένως και περισσότερα, αν λάβει κανείς υπόψη την προσεκτική εξαφάνιση αρχείων από τις φρανκικές αρχές στη δεκαετία του 1960. Ο Πολ Πρέστον υπογραµµίζει ότι χρησιµοποιεί τον όρο «ολοκαύτωµα» µε περίσκεψη και χωρίς να θέλει να εξισώσει την ισπανική περίπτωση µε την εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί. Είναι, όµως, αναµφίβολα µια λέξη που µπορεί να αποτελέσει τροφή για σκέψη σε καιρούς που το σκοτεινό ευρωπαϊκό παρελθόν µοιάζει να έχει χάσει την πρότερη ικανότητά του να νουθετεί το παρόν µε τις αποτροπαϊκές κεφαλές των δαιµόνων του.

16 Αυγούστου 1936.
Πολιτοφύλακας των ∆ηµοκρατικών υψώνει σηµαία στα βουνά της Γουαδαράµα, βορειοδυτικά της Μαδρίτης.

Φωτογραφικό υλικό: