Tα απολιθωμένα και σε πολύ καλή κατάσταση διατηρημένα σύκα που βρέθηκαν στο νεολιθικό χωριό Γκιλγκάλ, βόρεια της Ιεριχούς, είναι τα αρχαιότερα σύκα και χρονολογούνται μεταξύ του 9400 και του 9200 π.Χ.

Το συκώτι έχει άμεση σχέση με το σύκο, εξ ου και το όνομά του, αφού στην αρχαιότητα τάιζαν με σύκα τους χοίρους και τις χήνες που εξέτρεφαν για το συκώτι τους. Το φουαγκρά της εποχής ονομαζόταν συκωτόν ήπαρ.

n Βασιλικά (μαύρα) είναι τα σύκα που θα συναντήσουμε συχνότερα στους πάγκους της λαϊκής στην Αθήνα, αφού πρόκειται για την κυρίαρχη ποικιλία που καρποφορεί στην Αττική. Είναι μεγάλα, μακρουλά και πολύ γλυκά φρούτα, με κόκκινη σάρκα. Αποτελούν μόλις μία από τις περίπου 600 ποικιλίες της ημεροσυκιάς ή θηλυκιάς – διότι υπάρχουν και οι αγριοσυκιές ή αρρενοσυκιές, των οποίων τα σύκα δεν είναι βρώσιμα.

Τη χάρη των ΠΟΠ έχουν μόνο τα σύκα της Εύβοιας: Τα Ξηρά Σύκα Ταξιάρχη Ευβοίας (2009) και τα Ξηρά Σύκα Κύμης Ευβοίας (1996) χρησιμοποιούνται όλον τον χρόνο σε γλυκά και αλμυρά πιάτα και, όπως όλα τα ξηρά σύκα, είναι πλούσια σε βιταμίνες A, B, C και σε μέταλλα (ασβέστιο, κάλιο, φώσφορο, σίδηρο).

Για να αποξηράνουμε σύκα στο σπίτι, επιλέγουμε τα πιο ώριμα, τα πλένουμε, τα ανοίγουμε στη μέση ή τα πιέζουμε με τα δάχτυλά μας, ώστε να ανοίξουν ελαφρά, και τα αφήνουμε στον φούρνο για 8-12 ώρες, στους 70°C-80°C, στον αέρα. Τα αποθηκεύουμε είτε σε αποστειρωμένα βάζα είτε σε σκεύη που κλείνουν αεροστεγώς και τα διατηρούμε σε σκοτεινό, χωρίς υγρασία, μέρος, έως και έναν χρόνο.

Τα σύκα ταιριάζουν πολύ µε τα αλλαντικά (κυρίως προσούτο), το κατσικίσιο τυρί, την παρμεζάνα, τη φρέσκια μυζήθρα, τις πράσινες σαλάτες (ρόκα, λόλα, άισμπεργκ), το χοιρινό και τα καρύδια.