Ποια στιγμή ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έγινε «δικός μας» ή γίναμε «δικοί του»; Γυρίζω πίσω τρεις δεκαετίες για να θυμηθώ τη βαθιά συγκίνηση που μας διαπερνούσε στις πρώτες δημιουργίες του στην Ομάδα Εδάφους με την Αγγελική Στελλάτου, τα παιχνίδια με τα ιδρωμένα σώματα και τα νερά, τα σκιρτήματα και την ερωτική ένταση, τη μελετημένη ακρίβεια των κινήσεων, το νόημα του κάθε έργου, τη φαντασία που οργίαζε και την κομμένη ανάσα μας μπροστά στη χορογραφημένη «Μήδεια». Εικονοκλάστης και εικονοπλάστης, αγωνιών ερευνητής καλλιτέχνης, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έχει γράψει παλμικές δονήσεις και στο δικό μας σώμα και έχει χτυπήσει τατουάζ στη μνήμη μας. Εκλεκτός για ένα ευρύ αλλά ιδιαίτερο κοινό, εκτοξεύθηκε με τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, για να διαρρήξει τις κοινωνικές τάξεις και να γίνει αγαπημένο παιδί και της μπουρζουαζίας. Και έπειτα ήρθε μια σειρά από έργα, από τα οποία δύο, η «Πρώτη ύλη» και το «Still life», έγραψαν λαμπρή πορεία. Ηρθαν και οι αντίστοιχες τελετές των Ευρωπαϊκών Αγώνων στο Αζερμπαϊτζάν, ήρθε και μια παγκόσμια περιοδεία. Και τώρα, ανεβάζει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση την καινούργια δουλειά του με τίτλο «The Great Tamer» με δέκα χορευτές, μια συμπαραγωγή της Στέγης και δέκα ακόμη ξένων θεάτρων και φεστιβάλ, όπως αυτό της Αβινιόν, και ετούτο αποτελεί μια διεθνή αναγνώριση. Θα ακολουθήσει μια μεγάλη περιοδεία σε δέκα χώρες έως τον Μάρτιο του 2018.
Κύριε Παπαϊωάννου, οι πρώτες φωτογραφίες για το καινούργιο έργο σας ήταν ένα παπούτσι με σολιασμένες ρίζες και ένα σεντόνι στον αέρα, σαν πέταγμα πουλιού. Τι σημαίνουν; «Οτι εύχομαι την κατάργηση της βαρύτητας και τον διάλογο με την ελαφρότητα. Tην απογείωση στην εσωτερική ζωή. Το παπούτσι που για να περπατήσειξεριζώνεται και το σεντόνι που απογειώνεται από το σώμα είναι δύο εικόνες οι οποίες ενθαρρύνουν τον διαλογισμό πάνω σε αυτή τη σκέψη».
Θα μπορούσε, αντιθέτως, το παπούτσι να είχε την έννοια του ριζώματος; «Σκέφτομαι ότι κάθε ταξίδι, κάθε αποχώρηση από την οικογένεια ή από την πατρίδα, κάθε διωγμός, κάθε χωρισμός, κάθε απόφαση για εξερεύνηση είναι, στην πραγματικότητα, ένας μικρός ή μεγάλος ξεριζωμός που γίνεται είτε από ανάγκη είτε από δίψα για αυτοπραγμάτωση. Ενας άνθρωπος που φεύγει είναι ένας μέτοικος, αλλά οι ρίζες παραμένουν στο παπούτσι. Και αυτό μ’ ενδιαφέρει. Οπως και η φευγαλέα εικόνα του σεντονιού που απογειώνεται, εμπεριέχει τον θαυμασμό μου στην πτυχολογία των έργων του Θεοτοκόπουλου».
Υπέροχες πτυχές βρίσκουμε και στα αρχαία αγάλματα… «Το γυμνό και το ημίγυμνο σε θραύσματα αγαλμάτων βρίσκεται σε ολόκληρη τη δουλειά μου, είναι ένας παιδικός έρωτας που κρατάει ακόμη. Με ησυχάζει. Είναι μια σχέση θεραπευτική και βαθύτατα συγκινητική».
Οι δουλειές σας φέρουν μια νοσταλγία. Μοιάζουν με επίμονη επιστροφή σε ένα βαθύ εγώ. «Με τη νοσταλγία ταυτίζομαι από μικρό παιδί, με τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω. Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα έντονη την αίσθηση της καταγωγής. Είμαι φτιαγμένος από χυμούς, που ανέβηκαν από τη μεσογειακή γη. Γυρνάω γύρω από εικόνες και αινίγματα που κρατάνε από την εφηβική και παιδική ηλικία, τόσο πολιτισμικά όσο και σε σχέση με τη γενιά μου».
Γιατί με τη γενιά σας; «H εκλαΐκευση της τεχνολογίας άλλαξε δραματικά τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η ενσυναίσθηση και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας και την κοινωνική μας διάδραση. Και αυτό έγινε στη δική μου γενιά. Μεγάλωσα, λοιπόν, σε κάτι παλιό και βρέθηκα να πρέπει να λειτουργήσω σε κάτι καινούργιο. Για παράδειγμα, η εργασία με τα χέρια. Αντιλαμβάνομαι το μαστοριλίκι με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από εκείνον των νέων ανθρώπων. Από την άλλη, άρχισα να χρησιμοποιώ τον υπολογιστή, να μοντάρω, να δημοσιεύω, να χρησιμοποιώ την κοινωνική δικτύωση και, κουτσά στραβά, να λειτουργώ δημιουργικά και να συνεννοούμαι με τη νέα εποχή· και χαίρομαι».
Εχουν αλλάξει και οι νοοτροπίες. «Ναι. Για παράδειγμα, ο παλιός μεσογειακός ανδρισμός και πώς τώρα τα αρσενικά είναι συμφιλιωμένα, με λιγότερες ενοχές, με την ευάλωτη πλευρά τους, την οποία έχουν ανάγκη, η παλιά αντίληψη για τη γυναίκα και πώς τα σύγχρονα θηλυκά διαμορφώνουν σιγά σιγά την ανεξαρτησία και την παρεμβατικότητά τους, είναι δύο γεύσεις καθοριστικές και για τη δουλειά μου και για τη συνεργασία μου με τους νεότερους ανθρώπους».
Και η εργασία με τα χέρια που αναφέρατε, σε τι συνίσταται; «Εχθές, με τον πολυαγαπημένο μου Αγγελο Μέντη ήμασταν σπίτι και καθισμένοι στο πάτωμα διπλώναμε κομμάτια χαρτί για να φτιάξουμε χάρτινα σχήματα που να θυμίζουν χιτώνα και να περάσουν σαν φλούδες πάνω σε τρία γυναικεία σώματα για μια σκηνή του νέου έργου. Και γελάγαμε με την πάρτη μας που έχουμε γεράσει και ακόμη παίζουμε σαν παιδιά».
Η ελαφρότητα του «είναι» σε μια άλλη διάσταση από εκείνη της τυχαιότητας; «Ναι, και υπάρχουν στιγμές που μου επιτρέπει ο εαυτός μου αυτή την ελαφρότητα. Αλλά και η εργασία μου μού δίνει τέτοιες ευκαιρίες. Οσο σκληρό κι αν είναι το άθλημα της τέχνης, τουλάχιστον απαιτεί να είμαστε παιδιά».
Τα έργα σας έχουν την αίσθηση των έργων του Τσαρούχη. «Πάντα αναρωτιέμαι αν ο δάσκαλός μου θα μπορούσε να είναι υπερήφανος για μένα. Εύχομαι ένα όνειρο που θα με επισκεφθεί και θα μου πει «Κατάλαβες». Θα ήθελα πολύ τη συγκατάνευση αυτού του «πατέρα». Και ελπίζω ότι η σχέση δεν αφορά μόνο την εικονογραφική αναφορά, αλλά κυρίως τη συναίσθηση της ταπεινότητας των υλικών και της οικονομίας των μέσων, που είναι μία ελληνική μεσογειακή μέθοδος για να δημιουργηθεί η ποίηση. Αυτό με συγκινεί και στον Γιάννη Κουνέλλη, έναν καλλιτέχνη που με προσήλωση αγάπησα, αν και δεν γνώρισα ποτέ. Ανακαλύπτω πόσο βαθιά έχει επηρεάσει την εργασία μου και ότι συνδέεται πολύ με τον έρωτα του Τσαρούχη για τη μεταμόρφωση των υλικών».
Σας γοητεύει η μεταμόρφωση; «Η αλχημεία. Αν μπορώ να κομματιάσω ένα ανθρώπινο σώμα και να το ανασυνθέσω, όπως κάνω συνέχεια, αν μπορώ να μεταμορφώσω ένα κομμάτι χαρτί σε αναγεννησιακή πτυχολογία, αν μπορώ να αποκωδικοποιήσω και να ξαναπλάσω, με γνωστά υλικά, εικόνες που τις αναγνωρίζουμε με το υποσυνείδητο, σαν να είναι εικόνες που έχουμε ονειρευτεί… Πάντα με την ελπίδα ότι μέσα από αυτές θα αποδεσμευθεί μια ποιητική στιγμή… Αυτός είναι ο στόχος».
Τα έργα σας είναι ποιήματα σε κίνηση. «Εχω πολλές αμφιβολίες, αλλά σε αυτή την περιοχή αγωνίζομαι. Κολακεύτηκα πολύ όταν η φίλη μου Λίνα Νικολακοπούλου είπε για εμένα: «Είναι ο αγαπημένος μου ποιητής, χωρίς λόγια». Κάθε φορά που βλέπει κανείς ένα καλλιτεχνικό πείραμα να πετυχαίνει, αυτή είναι η αίσθηση. Οτι συνελήφθη μια ποιητική ενέργεια, μέσω της αλχημιστικής ιδιότητας της τέχνης».
Από την ποίηση, επομένως, εμπνέεστε. «Βεβαίως. Εγώ δεν είμαι ένας μορφωμένος άνθρωπος, καλλιεργώ τον εαυτό μου με αυτοσχέδιο τρόπο, αυτό έκανα πάντα. Οταν ήμουν 17 χρόνων ανακάλυψα τον Τζελαλαντίν Ρουμί, ποιητή-μύστη των δερβίσηδων. Ο Ρουμί με συντροφεύει από τότε και είναι από τα στοιχεία –όπως και ο σπόρος του Τσαρούχη –που με ενδυναμώνουν. Το βιβλιαράκι του έχει γίνει κομμάτια από τα χρόνια και τη χρήση. Το έχω συνεχώς μαζί μου και διαβάζοντας τυχαίους στίχους ανακαλύπτω ή ερμηνεύω μια αίσθηση για τη ζωή».
Είναι μερικά βοηθήματα στη ζωή μας…
«…Που αποδεικνύονται σταθεροί συνοδοιπόροι και ενθαρρυντές. Σαν το τριαντάφυλλο ή το κρεμμύδι. Κάτω από το πρώτο φύλλο που σε έχει γοητεύσει υπάρχει και άλλο, και αργότερα και άλλο, και διαισθάνεσαι ότι κάτι πολύ ουσιαστικό κρύβεται ακόμη πιο βαθιά, που μπορείς, μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, να έχεις πρόσβαση και σε αυτό. Μοιάζει ατελείωτο».
Φτάνει κανείς στον πυρήνα; «Μήπως ο πυρήνας ενθαρρύνει το ξεφλούδισμα; Δημιουργεί μήπως η καρδιά μας την ανησυχία να ανακαλύψουμε κι άλλο; Αυτό που οι ψυχαναλυτές ονομάζουν αυτοεκπλήρωση, νομίζω είναι –συμφιλιωμένος με τις ατέλειες, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές μου –να έχω την αίσθηση πως έκανα ό,τι περισσότερο μπορούσα. Με επιμονή, αγάπη, εργατικότητα και κατανόηση».
Αφορά και τους συνεργάτες σας αυτή η σκέψη; «Βεβαίως».
Εχετε καλή σχέση μαζί τους; «Δυνατή. Οι συνεργάτες μου κάνουν ό,τι μπορούν για να υλοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο η δουλειά μας. Αυτό το ερμηνεύω ως καλή σχέση από τη μεριά τους και ότι, επίσης, έχουν επενδύσει αγάπη στο αντικείμενό τους».
Δεν υπάρχουν κόντρες; «Πολλές. Χρειάζεται να συντονιστούν δημιουργικότητες και διαφορετικές προσωπικότητες σε ένα είδος στρατιωτικής πειθαρχίας, η οποία ταυτόχρονα εμπεριέχει μια αναρχική ελευθερία και μια χαοτική διάσταση. Γι’ αυτό και έχω, πολλές φορές, βρεθεί με αγαπημένους μου συνεργάτες σε δυσάρεστη θέση. Εχω υπάρξει πολύ σκληρός, κλειστός, αδιάφορος στην ανθρώπινη ανάγκη, τη στιγμή που είμαι δοσμένος με μανία στο επίτευγμα. Γιατί η θέση μου απαιτεί να προσανατολίζομαι στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα –αυτό συμφέρει όλους μας στην τελική –αλλά στη διαδικασία πολλοί πληγώνονται και εξαντλείται η αντοχή τους».

Νιώθετε ενοχή γι’ αυτό; «Με έναν τρόπο ναι, αφού εγώ έχω δημιουργήσει αυτές τις συνεργασίες. Και όσο χαίρομαι όταν δημιουργούνται φιλίες και έρωτες ή όταν βλέπω πρόσωπα και σώματα με την αγιοσύνη της εξάντλησης και την έξαψη της χαράς του αποτελέσματος, άλλο τόσο αισθάνομαι ενοχικά όταν αντιμετωπίζω τσακωμούς ή μάτια απελπισμένα από την κούραση. Οταν αφήνω συνεργάτες μου να λύσουν μόνοι σκηνικά προβλήματα, επειδή ξέρω ότι μπορούν· νιώθω άδικος. Προσπαθώ πολύ για τη δικαιοσύνη, είναι ο ρόλος μου, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα».
Το καινούργιο έργο σας είναι μια παγκόσμια παραγωγή. Πώς αισθάνεστε; «Εδώ και δυόμισι χρόνια έχει συμβεί μια αλλαγή. Αλλαξε η πίστα. Ηταν στην αρχή κιόλας της παγκόσμιας περιοδείας του «Still life» και της «Πρώτης ύλης» όταν ήρθε η πρόταση από σημαντικά θέατρα και φεστιβάλ ανά τον κόσμο να γίνουν συμπαραγωγοί της επόμενης δουλειάς μου, με βασική παραγωγό τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Οπότε, φτάσαμε στην πρώτη μας προαγορασμένη παγκόσμια συμπαραγωγή, που είναι μια μεγάλη αναγνώριση αλλά και μια πολύ περίεργη συνθήκη. Εχουν εμπιστευτεί το προϊόν χωρίς να ξέρει κανείς μας τι είναι και πόσο καλό θα βγει. Θέλω, λοιπόν, τον επόμενο καιρό, να καταλάβω πώς λειτουργώ μέσα σε αυτή τη συνθήκη και αν μπορώ να αντεπεξέλθω. Εύχομαι να μπορώ».
Σας υποχρεώνει η παραγγελία σε κάποιες διαφοροποιήσεις; «Οχι, καθόλου. Συνεχίζω να δουλεύω με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή μέσα από το χάος να ανιχνεύω κάτι ενδιαφέρον, το οποίο, αν είμαι τυχερός, σχηματίζει τον πυρήνα για να αναπτυχθεί ένα έργο. Εύχομαι να μην απογοητεύσω παραγωγούς και θεατές. Αλλά, αφού εμπιστεύθηκαν μία από τις πιο παράξενες εργασίες μου, το «Still life», και μία από τις πιο αγαπημένες και ωμές εργασίες μου, την «Πρώτη ύλη», αισθάνομαι ελεύθερος. Δεν έχω κάνει πιο προσωπικά και πιο δύσκολα έργα».

Πώς βρίσκετε καλλιτέχνες συνεργάτες, σεργιανώντας στο χάος;
«Ψάχνοντας εκείνους που έχουν τις τεχνικές δεινότητες να μπουν στον κόσμο μου, αλλά και αναγνωρίζοντας ενστικτωδώς τους άνδρες και τις γυναίκες που, εν δυνάμει, μπορώ να ερωτευθώ, άρα να επιθυμήσω για χάρη τους να φτιάξω κάτι ωραίο. Γιατί αυτό είναι ο έρωτας. Να φτιάχνουμε κάτι ωραίο για τον άλλον. Να δημιουργούμε από τα υλικά μας τον ωραιότερο εαυτό μας, την καλύτερη εκδοχή μας· και να την προσφέρουμε».
Στα έργα σας υπάρχει διάχυτος ερωτισμός. «Είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζω υλικά και ανθρώπους. Εκεί έρχεται και η μνήμη της μαστοριάς. Ο επιπλοποιός χαϊδεύει το ξύλο. Δεν μπορεί να αποκαλύψει την ομορφιά ενός υλικού χωρίς να βρίσκεται σε μια ερωτική διαδικασία. Για εμένα είναι ουσία της ύπαρξης ο αισθησιασμός των πραγμάτων και δεν τελειώνει ποτέ αυτή η συγκίνηση. Αντιθέτως, βαθαίνει. Οσο κανείς μεγαλώνει και καταλαβαίνει πως περπατάει προς την αποχώρηση, κάποια αισθήματα ισχυροποιούνται. Η υφή, το βάρος, το χρώμα, η δόνηση, η μυρωδιά της ύλης, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου σώματος, είναι πηγές μεγάλης συγκίνησης, που βαθαίνει με τα χρόνια».
Σας φοβίζει η σκέψη της αποχώρησης; «Οπως όλους. Και κατανοώ στην ηλικία και στη φάση που βρίσκομαι ότι ο μόνος τρόπος να κατευνάσω αυτόν τον φόβο είναι πραγματικά να φροντίσω να πεθάνω πλήρως ξεζουμισμένος. Να μην υπάρχει σταγόνα μέσα μου που δεν δόθηκε στη ζωή».
Πώς πιστεύετε ότι λειτουργούν τα έργα σας στον θεατή; «Δεν καταλαβαίνω ακριβώς πώς λειτουργούν. Θα μου άρεσε ο θεατής, σε μια κατάσταση ύπνωσης, να εισπνεύσει τις εικόνες με όλες τις συντεταγμένες τους. Η διαδικασία αυτή να συμβεί μέσα σε μια ευχάριστη αίσθηση καθυστέρησης οργασμού, που να γονιμοποιεί τη φαντασία. Και τις επόμενες ημέρες, να επιστρέψουν οι εικόνες και να συντροφεύσουν τον άνθρωπο».
Οταν διαβάζετε συνεντεύξεις σας παλιές, με προσωπικές εκμυστηρεύσεις, ενοχλείσθε; «Αν εννοείτε την ομοφυλοφιλία μου, καθόλου. Απελευθερωτικό ήταν. Ως προς τη δουλειά μου, ήμουν μικρός όταν τα media ενδιαφέρθηκαν για εμένα, εξετέθην πολλές φορές άγαρμπα, με μια δόση ανόητης ματαιοδοξίας. Αυτός ο εαυτός, όμως, τότε, ήταν αληθινός».

Αυτός που είστε σήμερα συνδυάζεται με τον Παπαϊωάννου της underground σκηνής του παρελθόντος;
«Συνδυάζεται θαυμάσια! Μετά την πολυετή βόλτα που έκανα σε μεγάλα θέατρα και τεράστια μεγέθη, συνειδητοποίησα με την «Πρώτη ύλη» ότι το ζητούμενό μου ήταν η επιστροφή στον αρχικό εαυτό, αυτόν που διαμορφώθηκε στα υπόγεια, στην κατάληψη, στην underground σκηνή. Με τα χέρια μου, τα μάτια μου και την ψυχή μου έμπειρα σε μια εξαιρετικά πολύπλοκη μαστοριά, να ξανασυνδεθώ με την πρωταρχική πηγή. Αλλά θα ήταν αστείο στυλιστικά να πάω πίσω. Μπροστά θέλω να κοιτάω. Γιατί είμαι πια ένας άλλος άνθρωπος. Και το ζουμί βρίσκεται πάντα στο παρόν. Σε αυτό που είμαι».

Στην ιδιωτική ζωή σας, συνδυάζεται το τότε με το τώρα;
«Η αλητεία με την αστικοποίηση συνδυάζονται εξίσου θαυμάσια. Και αισθάνομαι ένας σπανίως τυχερός άνθρωπος. Κατάφερα, παρά το είδος της εργασίας μου, να περάσω από τεράστια μπάτζετ και να χαρώ οικονομικές απολαβές τέτοιες που μου έδωσαν το δικαίωμα να μπορώ να πειραματίζομαι χωρίς το άγχος του βιοπορισμού. Το γεγονός ότι έχω την πολυτέλεια να επιλέγω τι θα κάνω και πότε θα το κάνω, εδώ και δώδεκα χρόνια, είναι μια τεράστια ελευθερία, πολύτιμη για τον εσωτερικό ρυθμό μου. Φτιάχνω ένα νέο έργο περίπου κάθε δύο χρόνια».

Σε δύσκολες στιγμές σάς έχουν σώσει άνθρωποι;
«Οι δάσκαλοί μου, οι εραστές μου, οι ερωμένες μου, οι φίλοι μου, κυριολεκτικά με έσωσαν. Με μια κουβέντα, με μια συμπεριφορά, με έναν παραδειγματισμό, με μια δυσκολία. Με καθόρισαν, με βοήθησαν να αναγνωρίσω πού έπρεπε να στρίψω για να βρω τον δρόμο μου. Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν την πινακοθήκη προσωπικών ηρώων μου. Είμαι περήφανος για αυτούς».
Εσείς, έχετε βοηθήσει κάποιους; «Ασφαλώς. Ανθρώπους που το ζήτησαν, νεότερους που χρειάστηκαν τη δική μου στέγη για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους και την προσωπικότητά τους, οι οποίοι αναπόφευκτα στη συνέχεια ανεξαρτητοποιήθηκαν, και αυτό έγινε πάντα με πόνο. Ομως, τους βλέπω να πορεύονται θαυμάσια στη ζωή και είμαι περήφανος για τη μικρή συμμετοχή μου. Η διαδικασία αυτή με έσωσε. Και έχουν και αυτοί ξεχωριστή, δεσπόζουσα θέση στην πινακοθήκη των ηρώων».
Οι γονείς σας; «Ο πατέρας μου είναι μια πολύ σημαντική παρουσία στη ζωή μου. Παλιά, είχαμε τρομακτικές εντάσεις, εξαιτίας της ανάγκης μου να ζήσω σύμφωνα με τη φύση μου, που ερχόταν σε σύγκρουση με τη φαντασίωση που εκείνος είχε για εμένα. Τα τελευταία χρόνια ο κόμπος λύθηκε και ανακαλύπτω τη βαθιά αγάπη με την οποία μεγαλώσαμε μαζί, μέχρι να γίνει η σύγκρουση –που ήταν, εξάλλου, η άλλη όψη του νομίσματος της δυνατής μας σχέσης. Αγάπη καθοριστική, που διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο μπορώ να αγαπώ τους ανθρώπους».
Η μητέρα; «Η αρχική λατρεία. Ημουν το μοναδικό παιδί για εννέα χρόνια μέχρι να γεννηθούν τα άλλα αδέλφια μου –είμαστε τέσσερις. Στην εφηβεία μου δημιουργήθηκε μια απόσταση στη σχέση μας και δεν προλάβαμε, δυστυχώς, να γυρίσουμε στην αρχική αγάπη προτού φύγει από τη ζωή. Κατάφερα μόνο να βοηθήσω λίγο στη διάρκεια της δύσκολης ασθένειάς της».

Είναι και πολύ σημαντικό να έχεις αγαπηθεί και αγαπήσει.
«Είναι λίγο το ίδιο. Μοιάζει να μην μπορείς να αγαπήσεις αν δεν μπορείς να δεχτείς να αγαπηθείς».
Και από τα έργα σας; Ποια έχετε αγαπήσει περισσότερο; «Την «Πρώτη ύλη» και τη «Μήδεια». Η αγάπη για τη «Μήδεια» γεννήθηκε στην αρχική εκδοχή της, γιατί ήταν η αποδέσμευση της έντονης ενέργειας στη σύντηξη της Αγγελικής Στελλάτου με εμένα. Ηταν το έργο που της έφτιαξα και που εμπεριείχε την εκρηκτικότητα της επαφής μας και την τρομακτική μεταμορφωτική ικανότητά της. Και αυτό ρίζωσε σαν κάτι πολύ σημαντικό, σαν μια στιγμή που πέτυχε να εγκλωβίσει αυτή την ενέργεια, η οποία νομίζω ότι άλλαξε τη ζωή και των δυο μας. Τη δική μου, πάντως, σίγουρα».
Και την «Πρώτη ύλη»; «Επειδή συμπυκνώνει, κατά κάποιον τρόπο, τα πάντα που μπορώ να κάνω σε μια παράσταση με έναν απλό τρόπο, ο οποίος ωστόσο είναι εξαιρετικά πολύπλοκο να επιτευχθεί. Και επειδή εγκιβωτίζει όλη τη σχέση μου με τη ζωή».
Οσα συμβαίνουν γύρω μας –πόλεμοι, προσφυγιά –τα σκέφτεστε; «Θα πρόσθετα και τον κίνδυνο και τον θρίαμβο της ηλιθιότητας. Με απασχολούν ιδιαιτέρως, με επηρεάζουν βαθύτατα, αναρωτιέμαι αν θα ζήσω αυτό το πισωγύρισμα, δεν έχω ιδέα για το πώς θα αντεπεξέλθω, αν δηλαδή ένας μεγάλος πόλεμος, από τον οποίο κινδυνεύουμε, θα πραγματοποιηθεί σε μερικά χρόνια… Φοβάμαι πολύ…».
Επηρεάζεται η δουλειά σας; «Αν και δεν μου αρέσει η τέχνη μου να σχολιάζει την επικαιρότητα, ως δέκτης της εποχής μου, αυτό γίνεται από μόνο του. Οπως συγκινήθηκα, σε ένα βαθύ επίπεδο, με την πρώτη φωτογραφία του σπουδαστή Βαγγέλη Γιακουμάκη, όταν είχε εξαφανιστεί. Με ενέπνευσε η χάρις αυτού του προσώπου. Επειτα, παρακολούθησα την τραγωδία, την έξαψη του Διαδικτύου, τη βιαιότητα των φίλων του, την κατάληξη του νέου σώματος στη λάσπη. Αυτός ήταν και ο πρώτος σπόρος για το καινούργιο έργο, χωρίς ωστόσο να εμφανίζεται η ιστορία
–θα ήταν μια ασέλγεια στη μνήμη του. Οπως σπόρος ήταν οι εικόνες του ξεριζωμού των ανθρώπων, το μεγάλο κύμα τους που έσκαγε στις όχθες μας. Με συγκίνησαν σαν ένα βαθύ θρησκευτικό ρίγος, αν και δεν είμαι θρήσκος. Ο,τι όμως με αγγίζει, με ταξιδεύει, και καταλήγω σε ένα εσωτερικό τοπίο, από το οποίο πηγάζουν οι εργασίες μου και που πάντα ελπίζω να ταυτιστεί με το εσωτερικό τοπίο των συνανθρώπων μου. Να είναι ο κοινός μας τόπος».
Εξαρτάται από τον άνθρωπο. «Ναι, από τον καθένα χωριστά. Εκπαιδεύεις το άγγιγμά σου, αλλά αν το άλλο σώμα το δεχτεί είναι κάτι που αποκαλύπτεται τη στιγμή της επαφής. Αν πάει χαμένο, πρέπει να πάει χαμένο. Αν πιάσει τόπο… μακάρι!».
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Παπαϊωάννου. «Κι εγώ σας ευχαριστώ!». l
«The Great Tamer»: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (λεωφόρος Συγγρού 107), 24-28/05, 31/05-04/06 και 07-11/06. Ωρα έναρξης: 20.30.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 29 Απριλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ