Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Σαράντα χρόνια –ακριβώς! –στο σανίδι. Εκατοντάδες ρόλοι, έργα σπουδαίων συγγραφέων –δεν θυμάται πόσα και πόσους -, έξι-επτά ταινίες –τις μετρά στα δάχτυλα –και τρία σίριαλ. Ο Δημήτρης Καταλειφός, χαλαρός και ευγενικός, με έναν καφέ μπροστά του –πίνει πολλούς καφέδες και καπνίζει και πολύ, ομολογεί -, χαίρεται για τη συνεργασία του στο θέατρο Εμπορικόν με τον σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχο στο «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» του Αρθουρ Μίλερ, για την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου που είχαν καιρό να συναντηθούν στο θέατρο, για το φθινόπωρο που έφτασε μάλλον πρόωρα, για το ότι «είμαστε ακόμη ζωντανοί». Σαράντα χρόνια στο σανίδι, διαγράφοντας μια εξαιρετική και δυναμική πορεία, και προσφέροντας στην τέχνη στιγμές μεγάλης αισθαντικότητας και αλήθειας, και με συνεργασίες πολύ δυνατές και με σκηνοθέτες με βαριά ονόματα, ο Δημήτρης Καταλειφός, πολυβραβευμένος για τις επιτυχίες του, δεν μιλάει για τον εαυτό του, παρά μόνο αν ερωτηθεί. Αλλιώτικα, η συζήτηση περιστρέφεται στη δύναμη της τέχνης, καθώς και στην ανάλυση των κοινωνικών συνθηκών, για τις οποίες σχεδόν απολογείται ενοχικά. Αν πρέπει να χαρακτηρίσουμε αυτόν τον τόσο σημαντικό αλλά και αγαπητό ηθοποιό σε ένα πολύ μεγάλο και αφοσιωμένο κοινό, θα πούμε ότι είναι ένας καλλιτέχνης που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο, ταγμένος στον υπερβατικό κόσμο των κειμένων, ένας σεμνός άνθρωπος που ψάχνει τις πτυχές κάθε στοχασμού και συναισθήματός του, που σκέπτεται προτού εκφραστεί, που ενδιαφέρεται για τον απέναντί του, που πιστεύει σε αξίες διαχρονικές. Για όλα αυτά και για όσο μας έχει συγκινήσει με την τέχνη του, πρέπει, σφίγγοντάς του το χέρι, να τον επαινέσουμε.

Κύριε Καταλειφέ, πώς νιώσατε με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ; Ξενυχτήσατε παρακολουθώντας τα αποτελέσματα; «Δεν ξενύχτησα αλλά πηγαίνοντας το πρωί για έναν καφέ και ακούγοντας τα νέα, ένιωσα σοκ και έκπληξη. Είχα την ελπίδα, σχεδόν τη σιγουριά, ότι θα κερδίσει η Κλίντον. Αυτό που νιώθω τώρα είναι ένας πολύ μεγάλος φόβος. Αυτό είναι το κυρίαρχο συναίσθημα. Φόβος, επειδή μπαίνουμε σε μια καινούργια ιστορική εποχή, όπου στην Ευρώπη ανεβαίνει η Aκροδεξιά και στην Αμερική ο Τραμπ διέπεται από ακραίες αντιλήψεις σε όλα τα πεδία. Μια εποχή απειλητική για όλους μας».

Ας ελπίσουμε ότι οι αρνητικοί οιωνοί θα διαψευστούν. Αλλά ας περάσουμε καλύτερα στο θέατρο. Πρωταγωνιστείτε στο έργο «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» του Αρθουρ Μίλερ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου. Πέρυσι σας είδαμε στον «Χορό του θανάτου» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ. Και τα δύο αναφέρονται στις ενδοοικογενειακές σχέσεις. Σας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως αυτό το θέμα;
«Πρώτα από όλα, και όσο έχω τη δυνατότητα, μου αρέσει να επιλέγω πολύ καλά έργα. Το ότι πολλά έχουν θέμα την οικογένεια είναι δευτερεύον. Και το έργο του Μίλερ την οικογένεια φέρνει στο φως, αλλά πάει κι ένα βήμα παραπέρα, θέτοντας επί τάπητος τη σχέση της με την κοινωνία. Ο ήρωας κατ’ αρχάς νοιάζεται για τους δικούς του ανθρώπους, όπως κάνουν εκατομμύρια άλλοι στον κόσμο. Κι εκεί έρχεται ο Μίλερ και λέει ότι δεν μπορείς να παραβλέπεις την κοινωνική σου ευθύνη. Είναι πολύ σημαντικό έργο, κυρίως για τις ημέρες μας. Η οικογένεια, όμως, απασχολεί όλους τους μεγάλους συγγραφείς επειδή είναι θεμελιώδης πυρήνας για τη ζωή. Διαμορφώνει τόσο το άτομο όσο, κατ’ επέκταση, και την κοινωνία. Πλάθει ανθρώπους».

Συντηρεί και τη συνέχεια του είδους. Καλώς ή κακώς; «Νομίζω καλώς, γιατί είναι ωραίο που έχουμε γεννηθεί. Παρόλο που ο Τόμας Μπέρνχαρντ (σ.σ.: κορυφαίος αυστριακός συγγραφέας) υποστήριζε ότι είναι τελείως μάταιο, και παρόλο που βλέπουμε τόσα γύρω, η συνέχεια του είδους είναι η αποδοχή της ζωής. Και μιλώ εγώ, ένας άνθρωπος που δεν έχει κάνει παιδιά ή γάμο».

Τι βλέπουμε γύρω; «Τον κόσμο σε μια φοβερή σύγχυση, σε αμηχανία, σε φόβο. Τον κόσμο να αλλάζει, το Σύμπαν να καταστρέφεται κι εμείς να καθόμαστε στους καναπέδες μας, παθητικοί δέκτες της τηλεοπτικής εικόνας. Βλέπουμε τρομακτικές ειδήσεις και τις παρακολουθούμε με την απάθεια που φέρνει ο εθισμός. Δεν εκπληρώνει κανείς μας τις κοινωνικές του ευθύνες. Ολοι έχουμε απομονωθεί στον μικρόκοσμό μας».

Συνέβαινε πάντα, νομίζω, αλλά η κλίμακα αλλάζει κατά εποχές. «Ισως. Κάποια μέρα είδα στην τηλεόραση μία από τις πιο συγκλονιστικές εικόνες που μου έχει τύχει. Μια έγκυο στο Χαλέπι, που πήγαινε να γεννήσει και την τραυμάτισε μια οβίδα. Στο νοσοκομείο που τη χειρουργούσαν τρεις εναπομείναντες γιατροί, βγήκε το μωράκι, στην αρχή είπαν «Είναι νεκρό» και ξαφνικά κάτι άρχισε να κουνιέται στον ομφάλιο λώρο και άρχισαν να φωνάζουν «Ζει! Ζει!» και αυτό άρχισε ένα γοερό κλάμα. Μου φάνηκε από τις πιο συγκλονιστικές επιτομές του παραλογισμού μας αλλά και της δύναμης της ζωής. Γεννήθηκε μέσα στη φρίκη, κι εγώ ένιωσα τόσο ενοχικά…».

Τι θα μπορούσατε να είχατε κάνει; «Τίποτε, αλλά αναρωτήθηκα γιατί γίνονται τόσες διαδηλώσεις για τα οικονομικά και άλλα παρεμφερή, και για αυτό το αυτονόητο, για αυτόν τον ηλίθιο, παράλογο κόσμο, δεν κάνουμε τίποτε. Που θα μπορούσαμε να κατεβαίνουμε στις πλατείες και να φωνάζουμε».

Πηγαίνετε σε διαδηλώσεις; «Εχω πάει σε κάποιες, αλλά όχι για θέματα τρέχοντα. Για να σταματήσει, όμως, ένας πόλεμος, θα πήγαινα με τα χίλια. Με συγκινεί να κατέβω και να φωνάξω για κάτι παγκόσμιο. Τα σύνορα πάντα κάνουν κακό, πρώτα τα σύνορα της οικογένειας, μετά της πατρίδας. Μια καλή οικογένεια και μια καλή χώρα πρέπει να ανοίγουν προς τον κόσμο. Αν χωριζόμαστε στο «εμείς» και οι «άλλοι», είμαστε καταδικασμένοι. Και, όπως λέει και ο Μίλερ, αυτό, σαν μπούμερανγκ, κάποια στιγμή, επιστρέφει και τιμωρεί. Είναι μια θεία δίκη».

Είναι η ανάγκη της επιβίωσης που μας κλείνει; Είναι και που οι κοινωνίες γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικές, βίαιες; «Κι αυτό υπάρχει στο έργο. Ο ήρωάς μου, εγκληματώντας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, είναι ταυτόχρονα ένας πολύ συνηθισμένος οικογενειάρχης, χωρίς κάποιο πρότυπο ήθους, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει σε μια κοινωνία άγρια, βίαιη, ανταγωνιστική, έχοντας ως αξίες το χρήμα και την επιτυχία. Αυτά μας τρώνε και στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, όταν διάβασα τη συνέντευξή σας με τον Λεωνίδα Καβάκο –και σας παρακαλώ να το γράψετε -, ένιωσα πραγματικά υπερήφανος που υπάρχει στην πατρίδα μας ένας τέτοιος άνθρωπος-πρότυπο. Τα λόγια του μου έδωσαν αισιοδοξία και δύναμη. Ο Καβάκος είναι ένας σπάνιος Ελληνας που θαυμάζω περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, όπως παλαιότερα τον Μόραλη».

Δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν υπάρχουν και άλλοι, χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία του κυρίου Καβάκου ή, ασφαλώς, του Μόραλη…
«Ναι, αλλά η πλειοψηφία; Αν ρωτήσετε κάποιον «Γιατί δεν δηλώνεις όλο το εισόδημα;», θα πει: «Βλάκας είμαι να το δηλώσω;». Ζούμε σε μια κοινωνία που δεν επιβραβεύει το καλό, κι εμείς δεν ξέρουμε ότι δεν έχουμε μόνο δικαιώματα, αλλά ότι έχουμε και υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος. Ετσι, μοιραία, πολλοί γίνονται από μικροαπατεώνες μέχρι μεγαλοαπατεώνες».

Εσείς δεν ανήκετε στην κατηγορία του κυρίου Καβάκου; «Με ποια έννοια με ρωτάτε;».

Με την έννοια της πνευματικότητας, του ήθους. «Δεν είναι εύκολο να σας απαντήσω. Αλλά κάνοντας την αυτοκριτική μου όσο μπορώ πιο τίμια, νιώθω καλά με την ηθική και την αισθητική μου. Ωστόσο, ως προς την κοινωνική προσφορά μου, όχι και τόσο. Θα ήθελα να έχω προσφέρει κάτι στην κοινωνία, πέρα από το να παίζω καλά έναν ρόλο. Επειδή μεγαλώνω, νιώθω ότι δεν αρκεί. Σε αυτό έχω ενοχές».

Μα αφού δεν είστε άνθρωπος του συμφέροντος· έχετε κάνει κάτι μόνο για τα χρήματα και ας μη σας αρέσει; «Ποτέ δεν το έχω κάνει αυτό. Ποτέ. Ποτέ δεν ήταν κριτήριο. Καλώς ή κακώς. Και από χρήματα, δεν ξέρω ούτε τι έχω στην τσέπη μου. Ούτε σπίτι δεν έχω. Στο ενοίκιο μένω».

Το είδος του θεάτρου με το οποίο εσείς καταπιάνεστε συμβάλλει στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτό δεν ηρεμεί τη συνείδησή σας; «Ως προς αυτό το θέμα, νιώθω καλά με τον εαυτό μου. Τουλάχιστον ως πρόθεση· ως αποτέλεσμα δεν μπορώ να το κρίνω. Λαμβάνω πάντα υπόψη μου τους θεατές, τους συνεργάτες μου, και πιστεύω ότι είναι πραγματικά κοινωνική πολιτική πράξη η ευθύνη της επιλογής του έργου».

Η ιστορία του κόσμου περνά και μέσα από τα θεατρικά έργα. Πόλεμοι, νικητές και ηττημένοι, θρησκείες και ηθικοί κώδικες, πολιτειακές αλλαγές, η οικογένεια και οι σχέσεις για τις οποίες μιλάμε σήμερα… Είχαν και έχουν πάντα ουσιαστικό και παιδευτικό ρόλο το θέατρο. «Ετσι είναι. Και οι μεγάλοι συγγραφείς του τελευταίου αιώνα συνεχίζουν να ασχολούνται με θεσμούς, με κοινωνικές διαφοροποιήσεις, με την οικογένεια, με την ανάγκη συνύπαρξης. Ακόμη και «Ο επιστάτης» του Πίντερ –το οποίο δεν είναι έργο που να αναφέρεται σε μια οικογένεια -, κι αυτός είχε τόση ανάγκη να ανήκει κάπου. Βλέπουμε, όμως, σε άλλα έργα και τον ανταγωνισμό των δύο φύλων. Το παιχνίδι της εξουσίας ανάμεσά τους. Εχουμε το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», τον «Χορό του θανάτου» και τόσα ακόμη…».

Και τη Νόρα στο «Κουκλόσπιτο» του Ιψεν, που είναι κομβικός ρόλος για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία… «Ναι, γιατί έως τότε η γυναίκα ήταν σύζυγος και μητέρα, και η Νόρα είναι η πρώτη που ξεμυτίζει από το σπίτι της. Μετά παίρνει τη σκυτάλη ο Στρίντμπεργκ, που βάζει τη γυναίκα αντίπαλο του άνδρα και φτάνουμε στον Αλμπι και στον Πίντερ, οι οποίοι είναι τρομερά επηρεασμένοι από τους προηγούμενους. Ο Ο’Νιλ βάζει τον πατέρα να προμηθεύει με αγαθά την οικογένειά του…».

Οι θεατές ταυτίζονται με κάποιους ρόλους; Βοηθούνται όταν έχουν παρόμοια προβλήματα; «Συμβαίνει μια τέτοια ταύτιση, γιατί τα έργα αυτά είναι συμπαντικά και διατυπώνουν συμπυκνωμένες ανθρώπινες καταστάσεις. Γι’ αυτό και όλοι οι σπουδαίοι συγγραφείς θέτουν πρωτογενή ερωτήματα. Δεν δίνουν, όμως, απαντήσεις. Είναι καλύτερα να ζει κανείς μόνος του ή σε ένα γάμο-φυλακή; Να ζει κανείς ή να μη ζει; Είναι έργα που αφυπνίζουν με τον λόγο κάτι στη σκέψη ή στο συναίσθημα του θεατή. Και τα ερωτήματα κρατούν ζωντανό τον άνθρωπο. Γεννούν την περιέργεια να καταλάβουμε περισσότερο τον εαυτό μας. Γιατί τίποτα δεν ξέρουμε. Και το θέατρο λειτουργεί ως μια μορφή αντίστασης. Συντηρεί τη σκέψη, που όλο και λιγότερο έχουμε χρόνο να την καλλιεργούμε. Εκεί έγκειται και η χρησιμότητά του».

Εν αρχή ην ο λόγος, λοιπόν… «Ναι. Και καθώς ατροφεί η σκέψη, ο λόγος που έχει δύναμη πάει στην μπάντα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Οταν δεν υπάρχει διατυπωμένος αρθρωμένος λόγος και οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και λιγότερο, και τα νέα παιδιά είναι αφοσιωμένα στα κινητά τους, και έχει παύσει η συνομιλία, τι σημαίνει; Αν μη τι άλλο, στο θέατρο ο θεατής ακούει μια συνομιλία. Και ο λόγος, για να αναδειχθεί, απαιτεί τεράστιο μόχθο. Πρέπει να σκάψεις πολύ κάτω από τις λέξεις του συγγραφέα για να φέρεις στην επιφάνεια τον κόσμο του. Δίνω τεράστια σημασία στον λόγο, γι’ αυτό δίνω και τεράστια σημασία στη μετάφραση. Η μετάφραση είναι πολύ σπουδαία τέχνη».

Οσα έχετε αναφέρει υποδηλώνουν μια διάλυση του κοινωνικού ιστού; «Ναι. Παλιά η μάνα προσπαθούσε να δέσει την οικογένεια και ο πατέρας να κυριαρχήσει. Παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα κρατιόντουσαν. Και οι συγγενείς που έρχονταν σπίτι, είτε αληθινά είτε υποκριτικά, συνομιλούσαν. Οταν ήμουν πολύ μικρός, στις γιορτές, μαζευόμασταν όλοι και μιλάγαμε και γελάγαμε. Αφότου μπήκε η τηλεόραση, μπορεί να ήμασταν οι ίδιοι άνθρωποι, να μαγειρεύονταν τα ίδια φαγητά, αλλά όλοι ήταν σιωπηλοί για να παρακολουθήσουν τον «Αγνωστο πόλεμο». Αυτή η απουσία συνομιλίας έχει οδηγήσει σε ένα φοβερό απομονωτισμό».

Γιατί επιμένετε τόσο στα θέματα της οικογένειας; Σας λείπει; «Μου λείπει. Ολοι νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια. Δεν θέλω να είμαι παρελθοντολάγνος, αλλά νομίζω ότι οι οικογενειακοί δεσμοί παλαιότερα είχαν κάποιο νόημα. Εκανε η μάνα κουλουράκια, μαγείρευε, μύριζε το σπίτι, γύριζε ο πατέρας και έτρωγε όλη μαζί η οικογένεια –έστω την Κυριακή. Δεν ξέρω αν ωραιοποιώ τα πράγματα, αλλά υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες για επαφή».

Το βλέπετε λίγο ρομαντικά;
«Ελπίζω, όχι. Οκτώ στα δέκα παιδιά, εκεί που διδάσκω, έχουν γονείς χωρισμένους. Αυτό δεν συνέβαινε παλιά. Καλώς ή κακώς, με συναίνεση, με σιωπή και, βεβαίως, με περισσότερη υπομονή, ήταν όλοι εκεί. Η υπομονή είναι μια μεγάλη αρετή που έχουμε χάσει. Και πριν από λίγες ημέρες που ήμουν στην Κρήτη, μπήκα σε μια εκκλησία και είδα ότι υπάρχει Αγία Υπομονή. Δεν το ήξερα. Μας λείπει και η πίστη. Πίστη σε ένα πράγμα ό,τι και να είναι. Σε μια ιδεολογία. Εγώ δεν ξέρω σε τι να πιστέψω. Οι αξίες έχουν εκπέσει και δεν έχουμε και την επιμονή να σταθούμε σε ό,τι έχουμε διαλέξει να πιστεύουμε. Είναι παρά πολύ δύσκολοι οι καιροί και όλος ο κόσμος, σε διεθνή κλίμακα, είναι σε χαοτική κατάσταση».

Ετοιμαζόμαστε για μια καταστροφή; «Πιθανόν. Νιώθω όχι μόνο σαν να έρχεται μια καταστροφή, αλλά σαν να την επιζητούμε».

Τι σώζει έναν άνθρωπο; «Αν σώζει κάτι έναν άνθρωπο, είναι αυτό που είχε πει κάποτε ένας ψυχίατρος για μένα: ότι με σώζουν τα πρωτογενή ερωτήματα που θέτω στον εαυτό μου. Και το σκέφτηκα, και είναι πολύ σωστό να κάνουμε πρωτογενή ερωτήματα, που μπορεί μεν να φαντάζουν αφελή και απλά, είναι όμως πολύ ουσιαστικά, γιατί αυτό που μας λείπει είναι η κοινή λογική. Δηλαδή, γιατί κάνω εγώ τώρα αυτό το έργο; Γιατί δίνω τώρα μια συνέντευξη;».

Γιατί, αλήθεια, δίνετε τώρα αυτή τη συνέντευξη; «Υπάρχει και το ερώτημα: «Εσείς γιατί μου ζητήσατε αυτή τη συνέντευξη;»».

Επειδή ο αναγνώστης μας και ο θεατής σας θέλει να γνωρίσει και τις δικές σας σκέψεις, εκτός εκείνων των ηρώων σας. Είμαι το ενδιάμεσο. Εσείς, λοιπόν; «Για μένα η συνέντευξη είναι μια συνομιλία με τον δημοσιογράφο, μια ανταλλαγή απόψεων με έναν άνθρωπο και μια έμμεση επαφή με τον αναγνώστη. Αλλά, στις συνεντεύξεις, δεν μιλώ για την προσωπική μου ζωή. Αυτή δεν αφορά κανέναν».

Στις συνεντεύξεις σας, πάντως, έχετε μια διάθεση εξωτερίκευσης. Δεν νιώθετε λίγο ντροπή; «Καθόλου. Θέλω την επικοινωνία. Κάποια πράγματα, βέβαια, μπορεί να είναι μυστικά, αλλά και τα μυστικά έχουν μια γοητεία».

Τι σας αρέσει στη ζωή, εκτός από το θέατρο; «Ο κινηματογράφος, τα γλυκά, η θάλασσα, η μουσική όλων των ειδών, και το καλύτερο, να τρώω με φίλους. Μου αρέσουν αρκετά και τα ταξίδια, αλλά από τότε που πήγα στην Αμερική, πετώντας πάνω από τον ωκεανό, αγριεύτηκα. Με έπιασε μεγάλος φόβος για το αεροπλάνο. Σκεφτείτε ότι μετά πήγα στο Λονδίνο με καράβι και τρένο. Πέντε ημέρες να πάω και πέντε να γυρίσω. Θέλω να κάνω κάτι, μήπως και το ξεπεράσω».

Είστε και σκηνοθέτης, και θα σας χαρακτήριζα κλασικό. Δεν θα σας ενδιέφερε να κάνετε κάτι πρωτοποριακό; «Είμαι κυρίως ηθοποιός και λίγο σκηνοθέτης. Και κλασικό δεν σημαίνει αποστειρωμένο, χωρίς χυμούς και τόλμη. Κάτι ή είναι ζωντανό και καλό, ή νεκρό και αδιάφορο. Είναι πολύ παρεξηγημένο το τι είναι κλασικό και το τι μοντέρνο και πρωτοποριακό. Είναι, δηλαδή, μοντέρνο αυτό που δεν καταλαβαίνουμε; Εγώ όταν κάνω ένα έργο, ενστικτωδώς ή συνειδητά, θέλω να ανοιχτώ προς τον κόσμο· γι’ αυτό, άλλωστε, υπάρχει η τέχνη. Και τον εαυτό μου δεν τον θεωρώ κλασικό ηθοποιό, αλλά μοντέρνο ηθοποιό».

Μα, ο όρος «κλασικός» δεν είναι αρνητικός. «Θα σας πω κάτι που με συγκινεί. Στον «Γλάρο» του Τσέχοφ, ο Τρέπλιεφ, ο οποίος μια ζωή παλεύει να φέρει κάτι καινούργιο στην τέχνη, λέει: «Τι βλακείες ήταν αυτές; Ή κάποιος κάνει κάτι με ανάγκη ή δεν το κάνει». Δεν είναι ανάγκη να πεις κάτι καινούργιο. Είναι μεγάλη παγίδα το καινούργιο. Δεν υπάρχει. Ο έρωτας, ο θάνατος, η φιλία, η αγάπη, όλα είναι διαχρονικά».

Τα σύγχρονα έργα, όπως της Σάρα Κέιν, πώς σας φαίνονται; Δεν εκπροσωπούν τη σημερινή κοινωνία; «Είναι μεγάλο ερώτημα. Συγγραφείς, που κάποιοι τους θεωρούν και σπουδαίους, με έργα ταραγμένα, χωρίς κώδικες, δεν ξέρω ποιους μπορεί να συγκινούν. Εμένα μου αρέσει κάτι που είχε πει ο Πίτερ Μπρουκ· ότι μια παράσταση είναι σαν να πίνεις κρασί. Ή θα σου αρέσει εκείνη την ώρα ή δεν θα σου αρέσει. Δεν μπορώ να μπερδεύομαι και να φεύγω από το θέατρο εκνευρισμένος. Γι’ αυτό έχω δυσκολία και με την ποίηση. Εκτός από τον Καβάφη που τον λατρεύω, επειδή τα ποιήματά του έχουν ιστορία, τα άλλα τα βαριέμαι επειδή δεν επικοινωνώ· αν και είναι κακό αυτό που λέω».

Γιατί γίνατε ηθοποιός; «Αυτό το ερώτημα το έχω βάλει κι εγώ στον εαυτό μου. Νομίζω ότι κάνω θέατρο, επειδή με πλήττει η πραγματικότητα, κι επειδή φοβάμαι την πραγματικότητα. Το θέατρο είναι μια καταπληκτική ηρωίνη. Μπαίνω σε έναν χώρο που είναι καταφύγιο και που συγχρόνως έχει τεράστια δύναμη επικοινωνίας».

Τι θα πει «φοβάμαι την πραγματικότητα»; «Οτι ενώ στη διαδικασία ανεβάσματος ενός έργου είμαι πολύ μαχητικός, έτοιμος να συγκρουστώ με τον σκηνοθέτη και να παλέψω με πάθος για να γίνει καλύτερη η παράσταση, στα θέματα της ζωής είμαι από δειλός μέχρι νωθρός, τεμπέλης».

Και αποσύρεστε; «Ναι. Ακόμη κι αν καταπατήσουν ένα δικαίωμά μου, μπορεί να πω: «Δεν βαριέσαι…». Επειδή και βαριέμαι, και φοβάμαι».

Φοβάστε που, κάποια στιγμή, θα σταματήσετε και το θέατρο;
«Ναι. Απωθώ τη σκέψη, ξέρω ότι είναι πρωτογενές ερώτημα, πραγματικά τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να ζω και να μην κάνω θέατρο. Δεν θέλω. Δεν θα έχω λόγο να ζω».

Ως τότε, λοιπόν, ποιον ρόλο θα θέλατε διακαώς να υποδυθείτε; «Τον Βασιλιά Ληρ, που τον έχω παίξει και στο παρελθόν, αλλά σε συνθήκες που δεν μου ταίριαζαν. Και μου έχει μείνει ένα τραύμα».

Το θέατρο είναι και ένας λόγος που δεν κάνατε οικογένεια; «Μπορεί. Το θέατρο είναι το πρώτο στη ζωή μου. Ούτε λεφτά έβγαλα για να μπορώ να έχω οικογένεια ούτε μου άρεσε να δεθώ με έναν άνθρωπο. Δεν έχω αγαπήσει ανθρώπους όσο το θέατρο. Και αυτό που λέω είναι κακό, αλλά είναι η αλήθεια».

Δεν έχετε αγαπήσει κάποιον άνθρωπο πάρα πολύ; «Τους γονείς μου και τους πολύ στενούς μου φίλους».

Και ο έρωτας; «Είναι μάλλον το θέατρο».

Πάντως, είναι ωραία η ζωή. «Βασική προϋπόθεση να έχουμε υγεία. Το εκτιμούμε μόνον όταν βλέπουμε να διακινδυνεύει. Επειτα, έρχονται η δημιουργία και η φιλία. Αυτά βάζω στη ζωή μου. Ναι, η ζωή είναι ωραία επειδή γνωρίζουμε αυτόν τον πλανήτη, κάνουμε σκέψεις, έχουμε τέχνη –υπέροχη επινόηση. Ναι, είναι ωραία η ζωή και πολύ άσχημος ο θάνατος. Πρωτογενές ερώτημα κι αυτό, και απάντηση συγχρόνως».

Και μοιραία συμπεραίνω ότι τον φοβάστε. «Ναι, δεν χρειάζεται καν να με ρωτήσετε. Ναι, φοβάμαι τον θάνατο. Είναι ωραίο να είσαι ζωντανός, δημιουργικός, να πιστεύεις σε κάτι. Να είσαι ζωντανός παρόλο που γύρω συμβαίνουν τόσα άσχημα».

Φέτος επανήλθατε στην τηλεόραση, με το σίριαλ «Η λέξη που δε λες» (κάθε Τρίτη στον Alpha). Ποια είναι αυτή η λέξη; «Η λέξη που δεν λες είναι ότι το παιδί σου έχει αυτισμό. Το κρύβεις γιατί ντρέπεσαι για τη διαφορετικότητα. Αυτή είναι η υπόθεση και ένα πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Και ο αυτισμός έχει αυξηθεί από το 8% στο 15%. Το σίριαλ είναι ριμέικ από ένα ισραηλίτικο. Παίζω τον ρόλο του παππού και τους γονείς του παιδιού παίζουν η Μαρία Πρωτόπαππα και ο Βασίλης Μπισμπίκης. Το ξέρετε ότι και ο Σπίλμπεργκ είχε αυτισμό αλλά σε ήπια μορφή;».

Ομολογώ ότι όχι, αλλά η διαφορετικότητα παίζει πολύ στις μέρες μας. Πώς τη βλέπετε; «Τι θα πει αυτό; Θεωρώ αδιανόητο ένας καλλιτέχνης να μη σέβεται την ιδιαιτερότητα που δίνει σε έναν άνθρωπο, η φύση. Και να, η διαφορετικότητα που ξεσήκωσε τους γονείς στα σχολεία εναντίον των παιδιών των μεταναστών, και να, τα παιδιά που κάνουν μπούλινγκ σε ένα άλλο παιδί επειδή είναι χοντρό, και να, πίσω από αυτό, η οικογένεια με τα σύνορα που λέγαμε. Μπορεί και εταιρεία συμφερόντων να είναι η οικογένεια, μια εταιρεία που κλείνεται στο καβούκι της και όλοι οι άλλοι δεν υπάρχουν. Μην ξεχνάμε ότι για τα οικογενειακά συμφέροντα γίνονται και εγκλήματα παντός τύπου, και ότι μερικές φορές οι οικογένειες μοιάζουν με μικρές εγκληματικές εταιρείες».

Η άλλη πλευρά του φεγγαριού… Κύριε Καταλειφέ, ποια λέξη, όμως, δεν θα θέλατε ποτέ να πείτε, που λέει και το σίριαλ, και θα μας την πείτε σε αυτή τη συνέντευξη; «Δεν θα ήθελα να πω ποτέ τη λέξη «παραιτούμαι». Θα ήθελα πάντα να αγωνίζομαι για κάτι, να έχω δύναμη να πετυχαίνω αυτό που θέλω».

Σας το εύχομαι και σας ευχαριστώ πολύ! «Κι εγώ σας ευχαριστώ!».
«Ηταν όλοι τους παιδιά μου»: Θέατρο Εμπορικόν (Σαρρή 11, Αθήνα), Τετάρτη έως Κυριακή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ