Εκεί στο μακρινό Βανκούβερ όπου όλα φαντάζουν ειδυλλιακά, αλλά λίγο έως πολύ βαρετά – αν λάβουμε υπόψη την άποψη που έχουν για τους καναδούς γείτονές τους οι Αμερικανοί – συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράγματα. Εκεί ξεκίνησε φέρ’ ειπείν η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace, το 1971. Εκεί ξεκίνησε και το περιοδικό «Adbusters», εν έτει 1989. Δύο μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ακτιβιστικού χαρακτήρα με απώτερο στόχο και όραμα να αλλάξουν τον κόσμο. `Η έστω να το αποπειραθούν. Η δράση της Greenpeace είναι λίγο-πολύ γνωστή. Αυτή του «Adbusters», από την άλλη, δεν είχε λάβει ανάλογη δημοσιότητα μέχρις ότου απέκτησε έναν πρώτης τάξεως λόγο για να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα (ή από υπολογιστή σε υπολογιστή) εκατομμυρίων ανθρώπων: Το επιτελείο του περιοδικού ξεκίνησε το κίνημα «Occupy Wall Street (OWS)» (Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ) ή για να είμαστε ακριβείς «άναψε τη σπίθα που έβαλε τελικά φωτιά σε αυτό το κίνημα που απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη της Αμερικής, αλλά και έξω από αυτήν», σύμφωνα με τον Κάλε Λασν, τον έναν εκ των ιδρυτών του περιοδικού μαζί με τον Μπιλ Σμαλτζ. Δεν ήταν παρόντες στο πάρκο Τζουκότι, στο Λόουερ Μανχάταν, στο σημείο όπου χτυπούσε η καρδιά των κινητοποιήσεων σε απόσταση αναπνοής από τη Γουόλ Στριτ. Από τον «ληθαργικό», υποτίθεται, Καναδά, πυροδότησαν μια ατμόσφαιρα που μύριζε ήδη μπαρούτι. Με τη βοήθεια του περιοδικού, με το εμβληματικό πλέον πόστερ που συμπεριέλαβαν στο 97ο τεύχος τους στο οποίο μια μπαλαρίνα ισορροπεί με χάρη επάνω σε έναν ταύρο υπό τον τίτλο «Ποια είναι η μία απαίτησή μας;» και βεβαίως μέσω του δικτύου υποστηρικτών, το οποίο αριθμεί ούτε λίγο ούτε πολύ 90.000 άτομα. Αυτό ήταν. Μια απλή «σπίθα», όπως τόνισε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας ο 69χρονος Καναδοεσθονός, η οποία ευτυχώς δεν έφερε την καταστροφή, αλλά μεταλαμπαδεύτηκε σε πόλεις και χώρες και αναστάτωσε τον ύπνο των αγέρωχων μέχρι πρότινος χρηματιστών. Η οποία σπίθα είχε με τη σειρά της ταξιδέψει από τις συγκεντρώσεις της πλατείας Ταχρίρ. Και όχι μόνο.

«Οι ακτιβιστές στην Αμερική ήταν μαγεμένοι από όλες τις συγκεντρώσεις που γίνονταν στον υπόλοιπο κόσμο» διηγείται ο συμπαθής Λασν με τον χειμαρρώδη λόγο του. «Στην Ισπανία, στην Ελλάδα… Καταλυτική επίδραση άσκησαν, όμως, η Τυνησία και η Αίγυπτος. Γιατί διαπιστώσαμε ότι οι νέοι δεν είναι σε θέση μόνο να ονειρεύονται, αλλά έχουν τη δύναμη να αλλάζουν και καθεστώτα. Η Αμερική δεν είναι Αίγυπτος. Εκεί – και ίσως και στην Ελλάδα ισχύει το ίδιο – υπάρχει ένα άλλου είδους καθεστώς. Αυτό που ελέγχεται από τις μεγάλες πολυεθνικές οι οποίες επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις στην Ουάσινγκτον και με λίγα λόγια κάνουν ό,τι θέλουν. Oπως και οι κερδοσκόποι ή η Goldman Sachs. Οι νέοι νιώθουν ότι έχουν χάσει τον έλεγχο όχι μόνο της χώρας τους και της οικονομίας της, αλλά και της προσωπικής τους ζωής. Είναι πολύς ο κόσμος στην Αμερική ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει ότι κάθε πτυχή της ζωής του, από το τι παπούτσια θα φορέσει μέχρι το τι ενημέρωση θα λάβει, ελέγχεται από δύο – το πολύ – μεγάλες εταιρείες. Nike και Adidas, CNN και Fox αντίστοιχα. Μέχρι πρόσφατα ελπίζαμε ότι ο Ομπάμα θα άλλαζε τα πράγματα για εμάς, γι’ αυτό και τον ψηφίσαμε. Υποτίθεται ότι θα ήταν ο τύπος που θα έκανε το όραμα πραγματικότητα και η Αμερική θα προχωρούσε με έναν διαφορετικό τρόπο. Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν έχει το θάρρος της γνώμης και των πεποιθήσεών του. Γι’ αυτό και ο κόσμος αντέδρασε το 2011, τρία χρόνια μετά την κρίση που εκδηλώθηκε το 2008».

Μια άλλη Καναδέζα, η δημοσιογράφος και συγγραφέας Ναόμι Κλάιν, έδωσε το «παρών» στο πάρκο Τζουκότι για να μιλήσει στο συγκεντρωμένο πλήθος και έγραφε την επομένη στην εφημερίδα «New York Times»: «Πρόκειται για ένα νέο κίνημα το οποίο βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία όπου ανακαλύπτει πόσο ισχυρό είναι, και είναι ακριβώς αυτή η ισχύς του που θα καθορίσει τι μπορεί να διεκδικήσει. Τα μικρά κινήματα πρέπει να συμβιβάζονται με μικρές μεταρρυθμίσεις, τα μεγάλα έχουν την ελευθερία να ονειρεύονται». Αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς τι απάντηση δόθηκε στο ερώτημα της Κλάιν. Για τον Κάλε Λασν τα πράγματα είναι αυτονόητα, το κίνημα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Τουλάχιστον εκεί ανήκει δικαιωματικά ο ίδιος ως τέκνο του Μάη του ’68 και όχι μόνο ονειρεύεται, αλλά προβλέπει θεμελιώδεις αλλαγές για το 2012. {{{ moto }}}

«Τo 2012 θα δείτε οικονομική και κοινωνική αλλαγή από όλους αυτούς τους νέους που ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον. Η προοπτική για μια παγκόσμια επανάσταση ήταν μια ορατή πιθανότητα. Από την Ελλάδα και την Ισπανία ως τη Ρωσία και – γιατί όχι; – και την Κίνα» εικάζει. «Είκοσι χρόνια πριν κανείς δεν είχε ακούσει για την κλιματική αλλαγή, την οικολογική κρίση και η διαφθορά στην κυβέρνηση δεν ήταν στα σημερινά επίπεδα. Τώρα βιώνουμε μια σφαιρική κρίση και οι ηγέτες μας δεν ξέρουν τι να κάνουν για να τη διαχειριστούν, είναι χαμένοι. Αυτό ισχύει για όλους. Νέοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, εκατομμύρια από αυτούς, έχουν συνειδητοποιήσει ότι το μέλλον δεν βγάζει νόημα, είναι μια μαύρη τρύπα και ότι η ζωή τους θα περιστρέφεται γύρω από την υπερθέρμανση του πλανήτη, την πολιτική και οικονομική κρίση, και ότι δεν θα είναι σε θέση να βρουν μια δουλειά και να ζήσουν τη ζωή που έζησαν οι γονείς τους. Αφυπνίζονται και καταλαβαίνουν ότι αν δεν παλέψουν για ένα διαφορετικό μέλλον δεν θα έχουν καθόλου μέλλον. Τι μορφή παίρνει, όμως, αυτό το όραμα και πώς το κάνεις πράξη; Αυτό είναι το μεγάλο θέμα».

Πώς, ποιος, πού, τι, λοιπόν; Τι μπορεί να γίνει; Ποιες πρέπει να είναι οι πράξεις που βρίσκονται μπροστά από τα λόγια; Ο Λασν έχει κάποιες απαντήσεις, αναπόφευκτα είναι λίγο αόριστες και εξίσου αναπόφευκτα τις βλέπει να αναδύονται από τον κόσμο της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς νέας κοπής, η οποία θα ορθοποδήσει ξανά για να κάνει τον κόσμο ένα καλύτερο και δικαιότερο μέρος, όπως το είχε αποπειραθεί κατ’ αρχάς το ’68. Φύσει αισιόδοξος, ο Λασν δεν είναι από αυτούς που πιστεύουν ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. «Η Αριστερά έχει χάσει τον δρόμο της» παραδέχεται. «Οταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, το να είσαι αριστερός ήταν συνώνυμο με το να ζεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με αλληλεγγύη και με το όραμα να χτίσεις ένα καλύτερο μέλλον. Πέσαμε, όμως, στο κρεβάτι με τον καπιταλισμό και μετά το ’89, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, χάσαμε εντελώς την αφήγηση. Μας ξέμειναν τα παλιά σλόγκαν, βρήκαμε μια θέση στον ήλιο όταν έγινε η μάχη του Σιάτλ κατά της παγκοσμιοποίησης πριν από δέκα χρόνια. Αλλά ο καπιταλισμός κέρδισε και πάλι έδαφος. Μείναμε στα λόγια για το τι πηγαίνει λάθος, με γκρίνια και παράπονα, κουνώντας το δάχτυλο προς πάσα κατεύθυνση, χωρίς όμως να έχουμε κάτι να αντιπροτείνουμε. Νέοι από τον χώρο μιας νέας Αριστεράς, που γεννήθηκε μέσα από το Internet, δείχνουν επιτέλους να έχουν τα κότσια να αλλάξουν τη διεθνή κατάσταση. Είναι μια ελπιδοφόρα στιγμή. Μια στιγμή όπου η Αριστερά έχει ξανανιώσει. Επειτα από χρόνια απόλυτης αναποτελεσματικότητας, ήρθε η στιγμή να γίνει αυτό που λέμε στο “Adbusters” εδώ και 15 χρόνια, να πηδήξουμε δηλαδή πάνω από το νεκρό σώμα της παλιάς Αριστεράς». Πολλές από τις συγκεντρώσεις που κατατάσσονται στο ευρύτερο κίνημα του «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» έχουν διαλυθεί, η «πρώτη φάση», όπως τη χαρακτηρίζει ο Λασν, της κατάληψης πάρκων και δημοσίων χώρων έχει ατονήσει σημαντικά. Αραίωσαν και τα απειλητικά τηλεφωνήματα κατά του Λασν και των άλλων εργαζομένων στο περιοδικό από «ανθρώπους οι οποίοι έδιναν την αίσθηση ότι δουλεύουν για αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες».

Το σχέδιο δράσης για τη χρονιά που μας έρχεται, από τον Ιανουάριο, όταν μετά τις γιορτές ο κόσμος θα προσγειωθεί ξανά στη ζοφερή πραγματικότητα της παγκόσμιας κρίσης, είναι το εξής: «Επιθέσεις με τη μορφή καταλήψεων, απρόσμενα, συντονισμένα σε πολλά μήκη και πλάτη της Γης, σε 1.000 πόλεις ταυτόχρονα, μόνο για μια μέρα» λέει με ενθουσιασμό ο Λασν. «Οπως ελεγε ο Μοχάμεντ Αλι, πρέπει να “επιπλέεις σαν πεταλούδα και να τσιμπάς σαν μέλισσα”. Μία μέσα σε επιτελείο πολυεθνικών, μία άλλη σε πανεπιστημιουπόλεις. Χιλιάδες κινητοποιήσεις που πιάνουν τις Αρχές στον ύπνο, έτσι ώστε μέχρι να φτάσει η αστυνομία θα έχουμε εξαφανιστεί. Να τους δυσκολέψουμε από το να κάνουν “business as usual”. Νομίζω ότι οι καταλήψεις πρέπει να γίνουν πιο πρωτότυπες, και να είναι αιχμής. Οι επαναστάσεις συχνά ξεκινούν από πανεπιστημιουπόλεις, και θα έπρεπε να έχουν ως αφετηρία το Οικονομικό Τμήμα. Να φιλονικήσουν οι φοιτητές με τους καθηγητές. Αν αυτό γίνει σε μεγάλη κλίμακα, τότε θα επιφέρει μετατόπιση στο είδος της οικονομίας που εφαρμόζεται στον δυτικό κόσμο. Να διαλυθεί το παγκόσμιο καζίνο όπου οι κερδοσκόποι με το χέρι πάνω στο ποντίκι βγάζουν χρήματα για τα χρήματα, σαν να είναι στο Λας Βέγκας. Μια μετατόπιση προς την οικολογική οικονομία».

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 31 Δεκεμβρίου 2011