Η μαγεία και το μυστήριο της σιωπής
Το Κάτω Κάστρο κοιμάται αγκαλιά με τη σιωπή του: «Τοπίο σκληρό σαν τη σιωπή» μονολογούσε ο ποιητής. Μόνο ο ήλιος κάνει «θόρυβο» στον ορίζοντα, όσο θόρυβο μπορεί να κάνει ο ήλιος που αφήνει το επισκεπτήριό του προβάλλοντας από τα σύννεφα.
Αυτό όμως είναι αρκετό να γλυκάνει το τοπίο, κάνοντας την εκκλησιά της Παναγίας πραγματικά Χρυσαφίτισσα. Κι η θάλασσα κάνει έναν γλυκό θόρυβο, καθώς νανουρίζει την πολιτεία που κοιμάται ακόμη μέσα στο λίκνο των αιώνων. Πίσω, το Επάνω Κάστρο, στα χρώματα της άνοιξης στέκει ακόμη πιο σιωπηλό.
Είναι ξημέρωμα, αλλά εδώ πάνω λίγοι επισκέπτες ανεβαίνουν το οχυρωμένο καλντερίμι και αυτοί δεν μιλούν ανάμεσα στα ερείπια. Αν δεν φυσούσε τόσο δυνατά ο αγέρας, ίσως ακουγόταν το μολύβι του Πάβλου Χαμπίδη, του ζωγράφου με όλα τα στοιχεία παλιού περιηγητή του θρυλικού Grand Tour των ευρωπαίων ευγενών, που σκιτσάριζε συγκρατώντας με κόπο τα χαρτιά του τη ριψοκίνδυνη Αγία Σοφία.
Τίποτε δεν είναι ικανό να σε εμποδίσει να προσπαθήσεις να κρατήσεις για πάντα μέσα σου τη μαγεία του «υπερνεφέλου φρουρίου» της Μονεμβασιάς που η Εβδομάδα των Παθών και της Ανάστασης ενισχύει το μυστήριό του…
Το οχυρωμένο μονοπάτι είναι λαξευμένο στον βράχο και κάθε «βόλτα» του είναι μία πρόκληση να στραφείς προς τα πίσω και να απολαύσεις μία ακόμα εικόνα της καστροπολιτείας. Κάποιες στέγες αποκαλύφθηκαν, ένα σκάφος εμφανίστηκε στη θάλασσα έξω από τα τείχη και το φως πάνω στον πολυκαιρισμένο τρούλο της Μυρτιδιώτισσας πέφτει διαφορετικά. Τώρα και η Πέρα Ντάπια φαίνεται καλύτερα…
Ακολουθώντας όμως τη συνέχεια του κεντρικού καλντεριμιού και μετά την πλατεία με τον Ελκόμενο και το Αρχαιολογικό Μουσείο, εύκολα ο επισκέπτης θα βρει στα δεξιά του τη δίκλιτη εκκλησία της Αγίας Αννας (κτίσμα της ενετικής περιόδου με το ένα κλίτος γκρεμισμένο) και πιο κάτω την εκκλησία του Αγίου Νικολάου (του 1200 περίπου), η οποία δεν λειτούργησε ποτέ ως εκκλησία, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγινε κατά τη διάρκεια της κατασκευής της ένα έγκλημα, μια δολοφονία.
Δεν μπήκαν ποτέ εικόνες και λειτούργησε ως σχολαρχείο. Τώρα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος και η πρώτη έκθεση ήταν αφιερωμένη στον Γιάννη Ρίτσο που ανήκε ψυχή τε και σώματι στη Μονεμβασιά.
Τώρα συνεχίζει επάξια η ανιψιά της, η Βενετία. Αυτή έχει τη συνταγή για τη μαγειρίτσα, όπως και για πολλές άλλες νοστιμιές. Τα αντιπροσωπευτικά της Μονεμβασιάς σαΐτια (χόρτα, σπανάκι, δυόσμος, λάπαθο, μυρώνια, τυλιγμένα σε φύλλο πασπαλισμένο με τυρί), απίθανους λαχανοντολμάδες, ντολμάδες με αμπελόφυλλα, αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, γαρδουμπίτσες, κεφτεδάκια, μοσχαράκι με χυλοπίτες, χοιρινό κρασάτο με πορτοκάλι, εξαιρετική φασολάδα και όλα αυτά μαζί με αγιωργίτικο της Οινοποιητικής Μονεμβάσιας του Γ. Τσιμπίδη, εμφιαλωμένο για τη «Ματούλα».
Εχει μείνει ότι από τη Μονεμβασιά πέρασαν δύο βυζαντινοί αυτοκράτορες, αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς ποιοι. Ο Ανδρόνικος Β’ αναφέρεται συχνά και λένε ότι οι ξύλινοι θρόνοι που υπήρχαν πριν από πολλά χρόνια στον Ελκόμενο έγιναν για εκείνον και την αυτοκράτειρα.
Ο Ανδρόνικος Β’ είναι πιθανόν να πέρασε από τη Μονεμβασιά το έτος 1300 και σύμφωνα με το συναξάρι που μνημονεύει το πέρασμά του χάρισε στην πόλη την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας για να είναι προστάτιδά της: «Ανδρόνικος ο αυτοκράτωρ (…) ιθύνοντας τα σκήπτρα της βασιλείας εις τους 1300 (…) απέρασεν εις την Πελοπόννησον (…) κάμνονας πολλάς αγαθοεργίας και χαρίζοντας βασιλικάς δωρεάς (…) εξαιρέτως δε εις τους πολίτας της Μονεμβασίας έδωκε πολλάς τιμάς και χαρίσματα, ωσάν που ήσαν άνδρες γενναίοι και αγχίνοες» (Χάρις Α. Καλλιγά, Μονεμβασιά μία βυζαντινή πόλις-κράτος).
Στο σαλόνι ενός από τους χώρους διαμονής υπάρχει το πηγάδι του συγκροτήματος, 800 ετών, με το αυθεντικό μαρμάρινο στόμιό του, αντίγραφο του οποίου υπάρχει στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Στον ψηλό πύργο του συγκροτήματος – του μοναδικού στο κάστρο – ο επισκέπτης κοιμάται τριγυρισμένος από επτά παράθυρα.
Μοναδική είναι επίσης και η μεγάλη βεράντα πάνω από το κάτω τείχος, που πολλοί την αποκαλούν «μπαλκόνι της Μεσογείου». Στον ξενώνα ζεις την ιστορία της Μονεμβασιάς και γι’ αυτό φροντίζουν όχι μόνο τα κτίσματα, αλλά και η Δέσποινα και ο Βασίλης που σου μιλούν με τόση θέρμη γι’ αυτήν, αφού τη ζουν και οι ίδιοι.
Η εικόνα, του 1400, είχε κλαπεί και επέστρεψε. Θα λείπει όμως ο μπαρμπα-Μήτσος, ο μάστορας του δρώμενου με τον «Ιούδα», και όλοι νοιάζονται πώς θα γίνει εφέτος αυτό το χαρακτηριστικό έθιμο το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Ο μπαρμπα-Μήτσος, ο οποίος πουλούσε στο σοκάκι της μέσης την καλύτερη ρίγανη από το Επάνω Κάστρο, όταν περνούσε την πύλη της καστροπολιτείας έλεγε ότι πάει στο εξωτερικό. Και τώρα, στα 95 χρόνια του, αρρώστησε και ήλθε στην Αθήνα, στα παιδιά του.
Αυτός όμως μόνο ήξερε την τέχνη να γεμίζει με μπαρούτι από τη Δημητσάνα και να καίει τον Ιούδα κρεμασμένο στη μουριά, έξω από τον Ελκόμενο. Εψαχνε τις τσέπες του ανδρείκελου, έβρισκε τα αργύρια που ο ίδιος είχε βάλει και γινόταν έξαλλος: «Πήρες χρήματα για να προδώσεις τον Χριστό; Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω»… Και έβαζε φωτιά στις εφημερίδες που τύλιγαν τα παπούτσια του Ιούδα.
Οι εκρήξεις προχωρούσαν προς τα πάνω και γίνονταν όλο και πιο σφοδρές, ώσπου έμενε ο σκελετός του ανδρείκελου να κρέμεται στη μουριά. Ο μπαρμπα-Μήτσος το είχε καημό να βρεθεί κάποιος νεότερος να συνεχίσει αυτό το έθιμο που έχει βίο αιώνων και όλοι εύχονται αυτός να βρεθεί από εφέτος.
Στον βράχο της Μονεµβασιάς, στο ξενοδοχείο «Λαζαρέτο» (τηλ. 27320 61991-4, lazareto.gr).
Φαγητό
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ