Πρόταση για δίωξη της εισαγγελέως Εφετών κυρίας Γεωργίας Τσατάνη για τον τρόπο που χειρίστηκε τη δικογραφία του επιχειρηματία κ. Ανδρέα Βγενόπουλου έχει υποβάλει εδώ και μερικές εβδομάδες στην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου η αντιπρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου κυρία Ασπασία Καρέλλου. Την κατηγορεί, όπως αποκαλύπτει σήμερα «Το Βήμα», για συμπεριφορά η οποία δεν συνάδει με την ιδιότητα και το κύρος της ως δικαστικής λειτουργού και προτείνει την παραπομπή της στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου.
Η πρόταση για πειθαρχική έρευνα


Το περιεχόμενο της πρότασης για μια πειθαρχική έρευνα η οποία έχει ως αντικείμενο το αν είχε το δικαίωμα η εισαγγελέας Εφετών να αφαιρέσει τη δικογραφία από την Εισαγγελία Διαφθοράς σηματοδοτεί ουσιαστικά ένα ακόμη επεισόδιο στη διαδικασία τού πώς διερευνήθηκε δικαστικά η υπόθεση της Marfin και του Ανδρέα Βγενόπουλου η οποία έχει ήδη αρχειοθετηθεί με διάταξη της εισαγγελέως Τσατάνη.
Σύμφωνα με την πρόταση της κυρίας Καρέλλου, η συμπεριφορά της κυρίας Τσατάνη δεν συνάδει με τη δικαστική της ιδιότητα και θίγει το κύρος της Δικαιοσύνης για δύο λόγους.
Πρώτον, αφαίρεσε έπειτα από παραγγελίες της, τις δικογραφίες, τις οποίες επί ενάμιση χρόνο διερευνούσαν οι εισαγγελείς διαφθοράς, ενώ κατά την άποψη της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, οι εισαγγελείς διαφθοράς είχαν αποκλειστική αρμοδιότητα για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Δεύτερον, συμπεριέλαβε στη διάταξή της για αρχειοθέτηση της υπόθεσης το αδίκημα της δωροδοκίας του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου από στέλεχος της τράπεζας Marfin και συνεργάτη του Ανδρέα Βγενόπουλου (σ.σ.: πρόκειται για τον φυγόδικο Ευθύμιο Μπουλούτα), παρότι σε συνάντηση που είχε γίνει στο υπουργείο Δικαιοσύνης με τη συμμετοχή κυπριακών και ελληνικών δικαστικών αρχών, στην οποία συμμετείχε και η κυρία Τσατάνη, είχε συμφωνηθεί ότι ως προς το αδίκημα της δωροδοκίας θα περίμεναν τους κύπριους συναδέλφους τους. Στην πρόταση Καρέλλου υποστηρίζεται ότι συμφωνήθηκε ότι οι ελληνικές δικαστικές Αρχές θα περίμεναν να τους αποσταλεί το πόρισμα και λεπτομερειακό αποδεικτικό υλικό από τις κυπριακές Αρχές, η έρευνα των οποίων είχε προηγηθεί κατά πολύ της έρευνας των Ελλήνων.
Την τελική κρίση για το αν η κυρία Γεωργία Τσατάνη παραπεμφθεί ή όχι στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου θα εκφράσει η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου, η οποία έχει την επιλογή ή να ασκήσει πειθαρχική δίωξη ή να αρχειοθετήσει την υπόθεση.
Το παρασκήνιο της διερεύνησης


Ενα παρασκήνιο για τον τρόπο και τους χειρισμούς της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης Βγενόπουλου αποκαλύπτει η δικογραφία του πειθαρχικού σε βάρος της κυρίας Τσατάνη με τις καταθέσεις κυπρίων και ελλήνων δικαστών, οι οποίες δόθηκαν στον Αρειο Πάγο και είχαν ως επίκεντρο την αρχειοθέτηση της τριετούς έρευνας που αφορούσε τα δάνεια της Marfin σε ιδιώτες, εταιρείες και άλλους παράγοντες.
Η πρόταση Καρέλλου βασίζεται ιδιαίτερα στις καταθέσεις του εισαγγελέα Εφετών κ. Γιάννη Αγγελή, αλλά και της προϊσταμένης της Εισαγγελίας Διαφθοράς, κυρίας Ελένης Ράικου, η οποία επιμένει ότι «λόγω της σοβαρότητας της αναφοράς του κυρίου Αγγελή πρότεινε στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ανατεθεί η υπόθεση σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου…». Οπως εξηγεί στην κατάθεσή της η υπόθεση που αφορούσε βαρύτατες καταγγελίες για αδικήματα τελεσθέντα στην Κυπριακή Δημοκρατία σε βάρος έλληνα πολίτη και δωροληψίες κυπρίων αξιωματούχων, καθώς και οικονομικά σκάνδαλα στη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου «έπρεπε κατά τη γνώμη της να ανατεθεί σε ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό… Αργότερα βέβαια πληροφορήθηκα ότι η δικογραφία χρεώθηκε στην κυρία Τσατάνη, εισαγγελέα Εφετών… Δεν γνωρίζω τι μεσολάβησε και δεν χρεώθηκε σε ανώτερο κατά βαθμό του κυρίου Αγγελή εισαγγελικό λειτουργό». Η κυρία Ράικου επιβεβαίωσε ότι «στην επίμαχη συνάντηση της 10ης Ιουλίου 2015 μεταξύ ελλήνων και κυπρίων εισαγγελέων «συμφωνήθηκε να ασχοληθούμε εμείς με τα δάνεια της τράπεζας και για τη διερευνώμενη από την κυρία Τσατάνη δωροδοκία να περιμένουμε το πόρισμα των κυπρίων συναδέλφων μας». Αναφέρει πάντως ότι «στις 11 Σεπτεμβρίου οι κληθέντες κατέθεσαν τα υπομνήματά τους και ενώ στις 14 Σεπτεμβρίου περίμεναν το τελευταίο υπόμνημα έλαβα ένα τηλεφώνημα από την κυρία Τσατάνη και μου ζήτησε να πάω στο γραφείο της όπου μου είπε ότι σκέφτεται ότι θα ήταν προτιμότερο η υπόθεση να κριθεί ενιαία. Δεν με ρώτησε αν και ποια ευρήματα είχαν προκύψει και αντί για αυτό επανέλαβε ότι η υπόθεση έπρεπε να κριθεί ενιαία… Συμφωνήσαμε την άλλη μέρα το πρωί να έρθει στο γραφείο μου και να συζητήσουμε το θέμα. Την επομένη μου έστειλε έγγραφο με το οποίο μου παρήγγειλε να της υποβάλω άμεσα την εν λόγω δικογραφία». Η κυρία Ράικου αναφέρεται επίσης στο επεισόδιο Τσατάνη – Παπαγγελόπουλου λέγοντας: «Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης άνοιξε την πόρτα, ρώτησε με τι ασχολείται η σύσκεψη και στη συνέχεια, χωρίς να μπει στο γραφείο, αποχώρησε όταν έμαθε για το αντικείμενο της σύσκεψης».
Ο επίκουρος εισαγγελέας Διαφθοράς κ. Ιωάννης Δραγάτσης, ο οποίος με τον συνάδελφό του Αντώνη Ελευθεριάνο διενεργούσαν την προκαταρκτική, επιβεβαιώνει επίσης ότι «προτού περαιωθεί η τυπική διαδικασία, μου έγινε γνωστό ότι η δικογραφία συσχετίζεται με συναφή δικογραφία κατόπιν παραγγελίας της κυρίας Τσατάνη».
Καταθέσεις έχουν δώσει πάντως και οι κύπριες εισαγγελείς Ελενα Κλεόπα και Ελενα Ζαχαριάδου οι οποίες είπαν ότι «η κυρία Τσατάνη αρνήθηκε να αποστείλει στην Κύπρο την απόφαση αρχειοθέτησης της δικογραφίας Βγενόπουλου με το σκεπτικό ότι ουδεμία συμφωνία εγένετο μετά τη συνάντησή τους για διερεύνηση συγκεκριμένης υπόθεσης δωροδοκίας του πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου» και δηλώνουν ότι «η αναφορά Τσατάνη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα γιατί τέτοια συμφωνία υπήρξε».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ