Μια χημική ουσία η οποία φαίνεται να ελέγχει την ευαισθησία του οργανισμού στον πόνο και τον ερεθισμό του δέρματος από το ηλιακό έγκαυμα εντοπίστηκε για πρώτη φορά από τους επιστήμονες. Η ανακάλυψη ελπίζεται ότι θα οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων αναλγητικών φαρμάκων που θα αντιμετωπίζουν πιο αποτελεσματικά τον πόνο όχι μόνο από το έγκαυμα αλλά και από χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως η αρθρίτιδα.

Η «οδυνηρή» ουσία ονομάζεται CXCL5. Ανήκει σε μια οικογένεια πρωτεϊνών οι οποίες είναι γνωστές ως χημειοκίνες και εμπλέκονται στον μηχανισμό της αντίδρασης του ανοσοποιητικού συστήματος εναντίον των φλεγμονών.

Στη μελέτη τους, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Science Translational Medicine», οι ερευνητές του King’s College του Λονδίνου υποστηρίζουν ότι η ουσία αυτή έχει ενεργό ρόλο στην αίσθηση του πόνου όταν κάποιος καίγεται από τον ήλιο αλλά ενδέχεται επίσης να εμπλέκεται και στο αίσθημα του πόνου που προκαλείται από διάφορες χρόνιες παθήσεις.

Όχι μόνο για το έγκαυμα

«Εντοπίσαμε αυτή τη χημειοκίνη ως σημαντικό παράγοντα που προκαλεί ορισμένες μορφές πόνου και το επιτύχαμε στο πλαίσιο της υπεριώδους ακτινοβολίας UVB _ δηλαδή του ηλιακού εγκαύματος» δήλωσε ο Στίβεν Μακ Μάον, επικεφαλής της μελέτης.

«Η μελέτη αυτή όμως δεν αφορά μόνο το έγκαυμα» πρόσθεσε ο καθηγητής, ο οποίος είναι επίσης επικεφαλής μιας ερευνητικής πρωτοβουλίας για τη μελέτη του πόνου με τον τίτλο The London Pain Consortium. «Αν το δούμε ευρύτερα εντοπίσαμε έναν μεσολαβητή πόνου ο οποίος μπορεί να έχει σημαντικό ρόλο σε μια ποικιλία διαφορετικών καταστάσεων _ ιδιαίτερα εκείνων που συνδέονται με τις φλεγμονές, και οι οποίες είναι πολλές, όπως για παράδειγμα στην αρθρίτιδα».

Στοχευμένη «ηλιοθεραπεία»

Στο πλαίσιο της μελέτης τους οι ερευνητές υπέβαλαν μικρές περιοχές του δέρματος υγιών εθελοντών σε υπεριώδη ακτινοβολία UVB προκαλώντας τους μικρά εγκαύματα. Στη συνέχεια παρακολούθησαν την εξέλιξή τους.

Οι «ηλιοκαμένες» περιοχές του δέρματος ερεθίστηκαν μέσα στις επόμενες ώρες και ο πόνος έφθασε στην κορύφωσή του ύστερα από μια ως δυο ημέρες. Τη στιγμή της κορύφωσης οι επιστήμονες πήραν μικρά δείγματα βιοψίας από τις συγκεκριμένες περιοχές και τα ανέλυσαν εξετάζοντας εκατοντάδες ουσίες που θεωρείται ότι εμπλέκονται στον πόνο.

Εντόπισαν αρκετές από αυτές _ μεταξύ των οποίων τη CXCL5 _ σε υψηλά επίπεδα. Ετσι στη συνέχεια εξέτασαν τη δράση τους σε ποντικούς ώστε να δουν τι ρόλο είχε η καθεμιά τους στον πόνο του εγκαύματος.

Ενοχη η χημειοκίνη CXCL5

Τα αποτελέσματά τους ανέδειξαν ως «υπεύθυνη» τη χημειοκίνη CXCL5 για ένα μεγάλο ποσοστό του πόνου. Επίσης, σε επόμενα πειράματα που διεξήγαγαν σε ποντικούς, διαπίστωσαν ότι η «στόχευση» της CXCL5 με ένα αντίσωμα το οποίο την εξουδετέρωνε μείωνε σημαντικά την αίσθηση του πόνου από την υπεριώδη ακτινοβολία.

Τώρα οι ερευνητές θέλουν, όπως δηλώνουν, να αναπτύξουν μια ανθρώπινη εκδοχή του συγκεκριμένου αντισώματος. Η μελέτη των χημειοκινών αποτελεί ερευνητικό στόχο πολλών μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών, οπότε ο καθηγητής Μακ Μάον δηλώνει αισιόδοξος ότι ενδέχεται σύντομα να εντοπιστεί κάποια ουσία η οποία θα μπορεί να εξεταστεί άμεσα σε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους.

«Η χορήγηση ενός αντισώματος αποτελεί μια εξαιρετικά ελκυστική θεραπευτική στρατηγική επειδή, αν και το αντίσωμα πρέπει να χορηγηθεί ενέσιμα, συνήθως παραμένει στον οργανισμό για εβδομάδες και μπλοκάρει εντελώς τους παράγοντες με τους οποίους συνδέεται» υπογράμμισε ο δρ Μακ Μάον εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι αυτού του είδους η θεραπεία θα αποβεί πιο αποτελεσματική από τα υπάρχοντα παυσίπονα.