Αγία Πετρούπολη, μυθική πόλη – λίκνο του κλασικού μπαλέτου. Εδώ γεννήθηκε η Γκαλίνα Ουλάνοβα στις 8 Ιανουαρίου του 1910, για να διασχίσει έναν αιώνα με απόλυτη προσήλωση στην τέχνη του χορού. Οταν η Δύση αγνοούσε τι σημαίνει ρωσικό μπαλέτο, γνώριζε μόνο το δικό της όνομα. Εφυγε στα 88 της χρόνια, στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας πλήρης ημερών στη Μόσχα, όπου δίδασκε από το 1962, μεταδίδοντας στις νεότερες μπαλαρίνες των Μπαλσόι την εμπνευσμένη τέχνη της.


Η Ουλάνοβα συνοψίζει κάτι από τη θαυμαστή συνέχεια που χαρακτηρίζει τη ρωσική σχολή χορού, όταν μεταφέρεται βιωματικά από τη μια γενιά στην άλλη, μια ολόκληρη παράδοση δεξιοτεχνίας, εμπειρίας και γνώσης.


Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Σοβιετική Ρωσία, δεν υπήρξε ντίβα, δεν αυτομόλησε στη Δύση, δεν δημιούργησε σκάνδαλα, ώστε να ασχοληθούν τα μέσα ενημέρωσης μαζί της. Και όμως σε μιαν εποχή θορυβώδη σαν τη δική μας ο μύθος της παρέμεινε ανεξίτηλος. Μοναδική και αναντικατάστατη, έζησε διακριτικά και σεμνά, απόμακρη σε έναν δικό της κόσμο. Στον ίδιο αυτό κόσμο που κατάφερε να μας παρασύρει με τις ερμηνείες της. Σταχτοπούτα, Οντέτ – Οντίλ, Αυγή, Ραϋμόνδα, πρωτίστως όμως αξεπέραστη Ζιζέλ αλλά και ιδεώδης ενσάρκωση της Ιουλιέτας, όπως την έπλασαν οι Λεονίντ Λαβρόφσκι και Σεργκέι Προκόφιεφ.


Γόνος οικογένειας χορευτών, μυείται στη χορευτική τέχνη από την ίδια τη μητέρα της προτού ακόμη εισαχθεί στη σχολή των Κίροφ, όπου μαθητεύει πλάι στη μεγάλη παιδαγωγό Αγριππίνα Βαγκάνοβα. Δεν επιλέγει, πρακτικά τής επιβάλλεται αυτό το επάγγελμα, αφού από παιδί βρίσκεται εσωτερική σε καλλιτεχνικό σχολείο και, τι πιο φυσικό, τα πρώτα χρόνια μόνο απέχθεια αισθάνεται για το μπαλέτο. Μέσα από την έλξη – απώθηση και τις αναστολές, κάνει την πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή 29 χρόνων. Ελεγε για το ντεμπούτο της στη Λίμνη των Κύκνων: «Ηταν τέτοιο το άγχος της μητέρας μου, γιατί ήξερε καλά κάθε δυσκολία του έργου καθώς και τις αδύνατες πλευρές μου. Οταν στην γ’ πράξη είχα να εκτελέσω τα 32 φουετέ, άφησε το θεωρείο της και βγήκε έξω να προσευχηθεί για μένα».


Μοναχική φύση, θα ξεπεράσει με τεράστια προσπάθεια τον φόβο του κοινού: «Τα πρώτα χρόνια προτιμούσα να κλείνω τα μάτια και να σκέφτομαι ότι είμαι μόνη, υψώνοντας το βλέμμα προς το πιο σκοτεινό σημείο στην οροφή του θεάτρου». Θα καταφέρει τελικά όχι μόνο να κυριαρχήσει τον φόβο αλλά και να τον μεταστρέψει σε τεράστιο απόθεμα ευαισθησίας. Εκτοτε ­ ερμηνεύοντας σχεδόν όλο το κλασικό ρεπερτόριο ­ η κριτική θα υμνήσει την ποιητική και δραματική της διάσταση. Συνοψίζει κατά τον καλύτερο τρόπο μια προσωπικότητα εύθραυστη, άψογη τεχνική και συγχρόνως τη σπάνια ικανότητα να γίνεται ένα με τον εκάστοτε ρόλο.


Αποσύρεται από τη σκηνή το 1962, για να αφιερωθεί στη διδασκαλία. Αποδεικνύεται χαρισματική και σε αυτόν τον τομέα. «Η διδασκαλία είναι μια πράξη έμπνευσης, όπου δίνεις τον εαυτό σου, δεν διατάζεις» υποστήριζε. Καθώς μάλιστα η ίδια κατέκτησε την εξαιρετική της δεξιοτεχνία ως προϊόν σκληρής προσπάθειας, δεν έπαυε να ταυτίζει το ταλέντο με τη δουλειά. Αυστηρός κριτής στην αξιολόγηση δασκάλων και σπουδαστών, είχε τον τρόπο να αφήνει στον καλλιτέχνη την αναγκαία ελευθερία για να εκφραστεί. Οι μεγάλες ρωσίδες μπαλαρίνες άλλωστε δεν έκαναν άλλο από το να υποδύονται τον εαυτό τους και μόνο, παρά το αυστηρό στυλιζάρισμα του μπαλέτου. Ελεγε χαρακτηριστικά: «Απεχθάνομαι την επανάληψη και τη μίμηση. Ο χορός αλλάζει διαρκώς. Στη δική μας εποχή έπρεπε να ακολουθούμε έναν κώδικα τόσο ερμητικό, με ελάχιστους επιτρεπόμενους νεωτερισμούς, που το σώμα έμενε σχεδόν ανέκφραστο. Εγώ έσπασα τη σιωπή αυτή με τα χέρια μου. Οταν συνειδητοποίησα τις εκφραστικές τους δυνατότητες, αφιέρωσα πολύ χρόνο για να τα δυναμώσω. Υστερα από αυτή την ανακάλυψη μπόρεσα να γίνω πραγματική ερμηνεύτρια».


Ο θάνατός της μας άφησε πιο μόνους. Με παντοτινή κληρονομιά όμως τον χορό της ως αποθέωση του ανεξήγητου.