Σε κάποιο από τα τελευταία άρθρα της σελίδας αυτής γινόταν αναφορά στην κλίση αλλά και στην αγάπη που έδειχναν ανέκαθεν οι έλληνες διπλωμάτες σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Οπως και στη γενναιότητά τους να εκφράζουν ενίοτε απόψεις που δεν άρεσαν στις ηγεσίες τους. Το σημερινό άρθρο επιχειρεί την εξαγωγή των αναγνωρισμένων αυτών χαρισμάτων εκτός γεωγραφικών ορίων της ημεδαπής. Η αναφορά στον Εμανουέλε Γκράτσι, τον ιταλό πρεσβευτή στην Αθήνα, ο οποίος επέδωσε το ιστορικό τελεσίγραφο περί επικειμένης εισβολής των ιταλικών φασιστικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.


Θα ήταν τουλάχιστον μικρόψυχο να κατηγορήσει κάποιος τον ιταλό διπλωμάτη Εμανουέλε Γκράτσι ότι βάδιζε επί ασφαλούς εδάφους, όταν τολμούσε να γράφει, και μάλιστα στον καθημερινό Τύπο της χώρας του, απόψεις με τις οποίες καταδίκαζε δημοσίως τα σχέδια της φασιστικής ηγεσίας της χώρας του να καθυποτάξει την Ελλάδα. Και επιπλέον, να αναφέρεται με μακροσκελή άρθρα του στην ψυχή του Ελληνα, στην οργάνωση του κράτους και με απεριόριστο θαυμασμό στους εκπροσώπους της Διπλωματικής του Υπηρεσίας «η οργάνωσις της οποίας με άριστον προσωπικόν ηδύνατο να αποτελέση πρότυπον διά πολλάς υπηρεσίας Υπουργείων Εξωτερικών ακόμη και χωρών μεγαλυτέρων της Ελλάδος» (φύλλο 5ης Αυγούστου 1945).


Τα όντως πυκνογραμμένα, 21 τον αριθμό, άρθρα του Γκράτσι δημοσιεύτηκαν όλα στη μεγαλύτερης κυκλοφορίας εφημερίδα της εποχής «Τζιορνάλε ντελ Ματίνο» σε διάστημα μόλις τριών εβδομάδων, μεταξύ 29 Ιουλίου και 21 Αυγούστου 1945. Τα άρθρα αυτά αποτέλεσαν στη συνέχεια τη σπονδυλική στήλη γύρω από την οποία χτίστηκε το βιβλίο του, την ίδια χρονιά, με τίτλο «Η αρχή του τέλους. Η επιχείρηση της Ελλάδας» («Principio della fine. L’ impresa di Grecia»).


Το 1945 ο Γκράτσι ήταν μόλις 54 ετών, στην καλύτερη ίσως φάση της καριέρας του. Νέος πρεσβευτής κάθε άλλο ίσως του επιτρεπόταν από το να μιλάει τόσο κολακευτικά για έναν αντίπαλο που ταπείνωσε, αν όχι γελοιοποίησε, τον στρατό της χώρας του στα ψηλά βουνά της Πίνδου. Και ας είχαν καταδικαστεί και εκτελεστεί οι φασίστες και ας παρέπαιε η χώρα ώσπου να σταθεί στα πόδια της. Η κοινωνική στέρηση και οι ελλείψεις τροφίμων στη μεταπολεμική Ιταλία που η Ευρώπη των νικητών Συμμάχων είχε θέσει στη γωνία, μαζί με τη Γερμανία, ήσαν από μόνοι τους ικανοί λόγοι για να προκαλέσουν αρκετή δόση ντροπής και ταπείνωσης στους Ιταλούς. Το να το ακούνε όμως και από έναν δικό τους διπλωμάτη, έπεφτε σίγουρα βαρύ. Για εμάς τους Ελληνες πάλι, έχει ενδιαφέρον να μάθουμε πώς μας έβλεπε η ερευνητική ματιά ενός ξένου και δη εκπροσώπου αντίπαλης χώρας. Το επίθετο Γκράτσι άλλωστε από μόνο του έγινε θρύλος. Σχεδόν ταυτίστηκε με την ιστορία του «ΟΧΙ».


«Δεν γνωρίζω» έγραφε, ξεκινώντας το πρώτο του άρθρο στις 28 Ιουλίου, «πώς θα ήρχιζα καλύτερα την σειράν αυτήν των άρθρων των προωρισμένων να φέρουν εις γνώσιν του κοινού πολλά πράγματα άγνωστα ή κακώς γνωστά γύρω από την καταστρεπτικήν ελληνικήν περιπέτειαν, ει μη δημοσιεύων την φωτοτυπίαν του πρωτοτύπου ενός αγνώστου μέχρι στιγμής εγγράφου» (Σημ.: πρόκειται για το χειρόγραφο με την ιδιόχειρη επιστολή του Μουσολίνι που δημοσιεύεται στο παρόν άρθρο). Στο πρώτο εκείνο άρθρο, το οποίο σύντομα οι Ελληνες θα έχουν τη δυνατότητα να αναγνώσουν λέξη προς λέξη, όπως και τα υπόλοιπα 20, σε ειδική έκδοση που προετοιμάζει η Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου ΥΠΕΞ, ο Γκράτσι έκανε λόγο για «πράξι δολιότητος ολίγων ανθρώπων μοχθηρών και κατεχομένων υπό παράφρονος μεγαλομανούς ονείρου» σε βάρος μικράς χώρας ο λαός της οποίας διεπνέετο «από την σιδηράν απόφασιν ν’ αποθάνη μάλλον παρά να εγκαταλείψη εις τον επιδρομέα το πάτριον έδαφος» και προέβλεπε ότι «αι μελλοντικαί γενεαί όταν θα μελετούν την ιστορίαν των ετών τούτων των πλήρων δακρύων και αίματος» θα δυσκολεύονται να κατανοήσουν την πράξη αυτή της Ιταλίας «χωρίς να μεσολαβήση η ελαχίστη πρόκλησις εκ μέρους της Ελλάδος» (ΑΠ 3596, από Ρώμη, πρεσβευτής Εξηντάρης).


Μόλις μία εβδομάδα μετά, στις 29 Ιουλίου, ακολουθεί το δεύτερο άρθρο του Γκράτσι με τίτλο «Ο Μεταξάς τείνει την χείρα. Ο Μουσσολίνι δείχνει τα δόντια». Απεκδυόμενος κυριολεκτικώς την ιδιότητα του διπλωμάτη, ο Γκράτσι τολμά να προχωρήσει σε έναν εκ βαθέων απολογισμό των αμαρτημάτων που διέπραξε η ιταλική εξωτερική πολιτική μετά το τέλος του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου εις βάρος της Ελλάδας: Από τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων «κατά τρόπον αφήσαντα εντός των αλβανικών συνόρων αξιόλογον ελληνικήν μειονότητα κατά την καταγωγήν και το θρήσκευμα» ως τη Δωδεκάνησο. «Ητο λογικόν και ανθρώπινον να τρέφη ο ελληνικός λαός ζωηρότατον αλυτρωτικόν αίσθημα διά τας νήσους ταύτας, τας κατοικούμενας εξ ολοκλήρου σχεδόν υπό ελληνικού πληθυσμού, αι οποίαι μετά την εξαφάνισιν της ημισελήνου από το Αρχιπέλαγος είχον παραμείνει όπως και η Κύπρος αι μόναι νήσοι του Αιγαίου υπό κατοχήν ξένης Δυνάμεως». Και για μεν την Κύπρον ομολογούσε ότι η Αγγλία παρέμενε φίλη χώρα «εκ παραδόσεως από της ηούς της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», ο δε Μεταξάς του έδωσε, όπως είπε, τον όρκο του ως στρατιώτη ότι ουδεμία μυστική συμφωνία, όπως ισχυριζόταν ο Μουσολίνι, είχε υπογράψει με τους Βρετανούς. «Η Ελλάς δεν ήτο ποσώς αγγλικόν φέουδον ως έγραψεν ο Μουσσολίνι εις άρθρον του δημοσιευθέν εις τον «Εσπερινόν Ταχυδρόμον» του Μιλάνου στις 18 Ιουλίου 1944» διετείνετο ο Γκράτσι, ο οποίος μιλούσε, αντιθέτως, για «πολιτικήν συνεχών και μικροπρεπών καταπιέσεων προ παντός επί του θρησκευτικού πεδίου» σε βάρος των Δωδεκανησίων κυρίως, επί Ντε Βέκι, οδηγώντας μόνο κατά τα τελευταία έτη περισσότερους από 10 χιλιάδες Δωδεκανησίους στην Ελλάδα και το εξωτερικό, εγκαθιδρύοντας εστίες αλυτρωτισμού παντού στον κόσμο.


Ακολούθησε το τρίτο κατά σειράν άρθρο, στις 31 Ιουλίου, με τίτλο «Ο Βασιλεύς της Ελλάδος αμελητέα ποσότης». Με αφορμή την υπεροψία με την οποία ο Μουσολίνι συνάντησε στο Παλάτσο Βενέτσια τον έλληνα βασιλέα διερχόμενο από τη Ρώμη, ο Γκράτσι επισκοπεί την ακολουθούμενη από το ιταλικό ΥΠΕΞ πολιτική παραμονές της αναχωρήσεώς του στην Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα πρεσβευτή της χώρας του. «Η πολιτική μας εβάδιζε πηδηκτά, σπασμωδικώς, με αποτόμους και ενίοτε ριζικάς μεταβολάς εις την τροχιάν της» έγραφε, προσθέτοντας ότι τον Μουσολίνι δεν μπορούσε να δει κανείς πρεσβευτής, ακόμη και να τον ζητούσε. Το ίδιο όμως ίσχυε και με τον Τσιάνο «αι ημέραι και αι νύκτες» του οποίου «ήσαν κατειλημμέναι με πολλαπλάς κωμικάς υποχρεώσεις» μέσα σε ένα περιβάλλον «αποτελούμενο από κόλακας και συκοφάντας αμφοτέρων φύλων». Εν τω μεταξύ ο Γκράτσι επιμένει να δει τον Τσιάνο, τουλάχιστον προτού αναχωρήσει για την Αθήνα, έστω να λάβει οδηγίες για το ελληνοϊταλικό σύμφωνο του 1928 το οποίο έληγε μόλις τον Σεπτέμβριο του 1939. Η πολυπόθητη συνάντηση ορίζεται το απόγευμα της 14ης Απριλίου, παραμονή της αναχωρήσεώς του για την Αθήνα. «Ανέμεινα υπομονετικώς μέχρι της 9ης εσπερινής» έγραφε. «Την στιγμήν εκείνην ενεφανίσθη εις τον αντιθάλαμον ο Ανφούζο, Διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου. Μου είπεν ότι ο Υπουργός ήτο εις γεύμα με τον Μούτι, ότι δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερον να μοι είπη και μοι εύχετο καλό ταξίδι. Με το εφόδιον τούτο ο νέος πρέσβυς της Ιταλίας εις την Ελλάδα εξεκίνησε διά τον προορισμόν του» κατέληγε το κείμενο.


«Περίεργος τύπος, αξέστου χωρικού»…


Στο τέταρτο άρθρο (1 Αυγούστου 1945) – με τίτλο «Ο Μεταξάς» και υπότιτλο «Η Ελλάς είναι έτοιμη να χύση όλον το αίμα της διά την υπεράσπισιν του εδάφους της εναντίον οιουδήποτε εχθρού» – ο Γκράτσι αναφέρεται στην άφιξη το πρωί της 19ης Απριλίου στον Πειραιά και την πρώτη συνομιλία του με τον Μεταξά κατά την επίδοση των διαπιστευτηρίων του. Στο ιδιαίτερα μακροσκελές αυτό άρθρο του ο Γκράτσι ακτινογραφεί με λεπτομέρειες όχι μόνο τον Μεταξά «μικρού αναστήματος μάλλον χονδρόν με καλοκάγαθον μειδίαμα αγαθού οικογενειάρχου και με μάτια λάμποντα οπίσω από τα ματογυάλια του, μάτια που συχνά εβούρκωναν γιατί ο Μεταξάς συνεκινείτο πολύ εύκολα», αλλά και το υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Για τον Μανιαδάκη έγραψε λόγου χάρη: «Περίεργος τύπος, αξέστου χωρικού, εργατικώτατος, απολύτως αδιάφορος προς οιανδήποτε κοσμικήν κίνησιν, κλεισμένος από το πρωί έως το βράδυ εις το γραφείον του, όπου εδέχετο οιονδήποτε, και εις οιανδήποτε ώραν, μεταχειριζόμενος όλους, οιαδήποτε και εάν ήτο η κοινωνική των θέσις κατά τον ίδιον απότομον αλλά καλοκάγαθον τρόπον, καίτοι δεν είχε βεβαίως ελαφράν την χείραν…». Από την πρώτη κιόλας εκείνη συνάντηση όπως έγραφε ο Γκράτσι και έτσι μετέδωσε και στη Ρώμη, εν συνεχεία ο Μεταξάς, τελείως ειλικρινής, επιζητούσε «εγκαρδιωτέραν και μονιμωτέραν μετά της Ιταλίας συνεργασίαν» διαβεβαιώνοντας ότι «την αγγλογαλλικήν εγγύησιν» που δεν έπρεπε να κάνει την Ιταλίαν να ανησυχεί «δεν την είχεν ζητήσει η Ελλάς, αλλά και δεν ηδύνατο να την αρνηθή και επίσης ότι εκείνος την είχε δεχθή με το αυτό πνεύμα με τον οποίον είχε δεχθή τας ιταλικάς διαβεβαιώσεις». Ο Γκράτσι σημείωνε επίσης ότι, αν και ο Μεταξάς δεν έμοιαζε στα εξωτερικά χαρακτηριστικά (δεν κυκλοφορούσε ποτέ με στρατιωτική στολή, αλλά πάντοτε με πολιτικά, επεσήμαινε ο ίδιος) με τους σκληρούς δικτάτορες της εποχής του ούτε όμως και κατά τη στρατιωτική οργάνωση του κράτους με ένοπλη νεολαία κτλ., το παράδοξο είναι ότι έλαβε, δικτάτωρ ο ίδιος, «την εγγύησιν της δημοκρατικής Γαλλίας και Αγγλίας κατά του κινδύνου επιθέσεως εκ μέρους της φασιστικής Ιταλίας». Και συμπλήρωνε επιγραμματικά: «Η επίθεσις κατά του Μεταξά προήλθεν ακριβώς από τον άνθρωπον του οποίου εθεώρει τον εαυτόν του μαθητήν!».


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.