Ενα μήνα μετά την αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν, η τύχη των αρχαιοτήτων του Μουσείου της Καμπούλ απασχολεί τον διεθνή Τύπο και διατυπώνονται φόβοι για την τύχη του θησαυρού με τα χρυσά του Τιλιά Τεπέ καθώς και των άλλων συλλογών του μουσείου. Οι αρχαιότητες του Μουσείου της Καμπούλ ­ και όχι μόνο τα χιλιάδες χρυσά του θησαυρού του Τιλιά Τεπέ ­ είναι ελάχιστα γνωστές στη Δύση. Γι’ αυτό ίσως αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα πάμπλουτο μουσείο που φιλοξενούσε εκθέματα όλων των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν κατά περιόδους στα σκληρά εδάφη του Αφγανιστάν. Ανάμεσά τους σημαντικότατα ελληνιστικά έργα και μια μοναδική στον κόσμο συλλογή ελληνιστικών και ρωμαϊκών νομισμάτων, τα οποία δεν πρέπει να συγχέονται με τα επίσης σημαντικά χρυσά του Τιλιά Τεπέ, που έφερε στο φως το 1978 ο ελληνικής καταγωγής ρώσος αρχαιολόγος κ. Βίκτωρ Σαριγιαννίδης και φυλάσσονταν, για ένα τουλάχιστον διάστημα, στο ίδιο μουσείο. Ο κ. Σαριγιαννίδης, ο οποίος βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην Αθήνα, μίλησε στο «Βήμα» για την περίφημη πια ανασκαφή του στο Τιλιά Τεπέ της Βακτρίας, αλλά και για τις περιπέτειες του θησαυρού με τα χρυσά που άφησε φεύγοντας από το Αφγανιστάν στο Μουσείο της Καμπούλ. Μίλησε ακόμη και για τις ανασκαφές του στην αρχαία Μαργιανή, που βρίσκεται στο σημερινό Τουρκμενιστάν.



Ο κ. Βίκτωρ Σαριγιαννίδης γεννήθηκε το 1929 στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου σπούδασε και απεφοίτησε το 1949 από το πανεπιστήμιο με την ειδικότητα του αρχαιολόγου της Εγγύς Ανατολής. Εργάστηκε για ένα χρόνο στο Μουσείο της Σαμαρκάνδης και στη συνέχεια πήγε στη Μόσχα, όπου από το 1955 εργάζεται στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Από το 1949 ο κ. Σαριγιαννίδης συμμετείχε στις ανασκαφές στην Κεντρική Ασία και στο Αφγανιστάν, όπου αποκάλυψε το 1978 τους περίφημους πια βασιλικούς τάφους του 1ου αι. μ.Χ. στο Τιλιά Τεπέ με τον θησαυρό των 20.000 χρυσών κοσμημάτων και αντικειμένων. Παράλληλα, ως προϊστορικός αρχαιολόγος, συνεχίζει τις ανασκαφές στην έρημο Καρα-Κουμ του Τουρκμενιστάν, όπου εντοπίστηκε η προϊστορική Μαργιανή των αρχών της 2ης π.Χ. χιλιετίας.


Φυσιογνωμικά ο κ. Σαριγιαννίδης μοιάζει περισσότερο Ελληνας παρά Ρώσος. Ασπρα πλούσια μαλλιά, πλούσιο μουστάκι και βλέμμα αετίσιο. Μιλάει ελάχιστα ελληνικά, τόσο λίγα που αναγκαστικά χρειάζεται διερμηνέα. Ο ίδιος λέει ότι οι τάφοι του 1ου αι. μ.Χ. στο Τιλιά Τεπέ βρέθηκαν τυχαία και χρονολογούνται σε μια περίοδο που δεν είναι της ειδικότητάς του. Εν τούτοις, τα ευρήματα των τάφων του Τιλιά Τεπέ δεν παύουν να είναι συνταρακτικά, όπως δεν παύει η πνευματική ιδιοκτησία τους να ανήκει στον κ. Σαριγιαννίδη. Η αφήγησή του μεταφράζεται φράση φράση από την αδελφή του, κυρία Ινα Σαριγιαννίδη.


Η ανασκαφή του Τιλιά Τεπέ κράτησε τέσσερις περίπου μήνες. Στον τύμβο (Τεπέ) εντοπίστηκε μια συστάδα εννέα τάφων και ως τον Φεβρουάριο του ’79 οι αρχαιολόγοι πρόφθασαν και ανέσκαψαν τους έξι. Από αυτούς τους έξι τάφους προέρχονται τα περίπου 20.000 χρυσά κοσμήματα, κύπελλα κτλ. Η έρευνα διακόπηκε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1979 όταν άρχιζε η περίοδος των βροχών. Η ανασκαφή λοιπόν έκλεισε και οι αρχαιολόγοι μετέφεραν τα ευρήματα στην Καμπούλ αφήνοντας στον τύμβο τρεις ανεξερεύνητους τάφους με την προοπτική να επιστρέψουν το ερχόμενο φθινόπωρο και να συνεχίσουν την έρευνα. Τους πρόφθασε όμως ο πόλεμος.


«Δεν πρόλαβα να τα μελετήσω και να τα δημοσιεύσω» λέει ο κ. Σαριγιαννίδης, «όμως μόλις φύγαμε εμείς, πήγε στην Καμπούλ μια αντιπροσωπεία ιαπώνων επιστημόνων και δημοσιογράφων και φωτογράφισαν τα χρυσά που είχαμε παραδώσει και φυλάγονταν στο Μουσείο της Καμπούλ. Αυτοί δημοσίευσαν φωτογραφίες των ευρημάτων μου στον ιαπωνικό Τύπο, αλλά καθώς δεν γνώριζαν τι είναι το κάθε εύρημα με αναζήτησαν και με προσκάλεσαν να πάω στο Τόκιο και να συνεργαστώ μαζί τους, πράγμα που φυσικά δεν δέχθηκα». Οι δημοσιεύσεις στην Ιαπωνία σταμάτησαν ύστερα από παρέμβαση της σοβιετικής κυβέρνησης, συνεχίστηκαν όμως άλλού.


«Δύο χρόνια μετά την ιστορία με τους Ιάπωνες, ένας αμερικανός δημοσιογράφος έγραψε σε μια αμερικανική εφημερίδα για τις ανασκαφές μου. Και στο δημοσίευμά του υποστήριξε ότι δήθεν εγώ έφερα όλα τα ευρήματα από το Αφγανιστάν στη Μόσχα, στην Εραλδική Αίθουσα του Κρεμλίνου, όπου οι Σοβιετικοί έβγαλαν εκμαγεία, κράτησαν τα αυθεντικά και έστειλαν πίσω στην Καμπούλ αντίγραφα. Το δημοσίευμα κατακρίθηκε από όλον τον επιστημονικό κόσμο ως ψευδές και οι διαδόσεις καταλάγιασαν για ένα μεγάλο διάστημα».


Από τη σοβιετική εισβολή όμως ως σήμερα το Αφγανιστάν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, το Μουσείο της Καμπούλ έχει πληγεί από οβίδες και πολλές αρχαιότητες έχουν καταστραφεί ή λεηλατηθεί. Είναι φυσικό λοιπόν ο κόσμος να ανησυχεί για την τύχη των αρχαίων του Μουσείου αλλά κυρίως για τα πολύτιμα ευρήματα του Τιλιά Τεπέ. Ο κ. Σαριγιαννίδης υποστηρίζει ότι αρχικά ο θησαυρός των χρυσών φυλάχτηκε στο Μουσείο της Καμπούλ, μετά στο θησαυροφυλάκιο στα υπόγεια της Εθνικής Τράπεζας του Αφγανιστάν και για ένα διάστημα και στο Προεδρικό Μέγαρο. Λέει:


«Αργότερα μετέφεραν τα χρυσά στο Προεδρικό Μέγαρο όπου τα εκθέσανε σε μια αίθουσα και εκεί έδειχναν την έκθεση στους επισήμους. Οταν εμείς οι αρχαιολόγοι φύγαμε την άνοιξη του ’79 από την Καμπούλ, αφήσαμε τα αρχαία στο Μουσείο αφού προηγουμένως καταγράψαμε όλα τα ευρήματα. Υπολογίζαμε να επιστρέψουμε για να συνεχίσουμε την ανασκαφή των υπόλοιπων τριών τάφων φθινόπωρο του ’79. Η εισβολή ανέτρεψε τα σχέδιά μας».


Στην Καμπούλ ξαναγύρισε ο Βίκτωρ Σαριγιαννίδης τρία χρόνια αργότερα και λέει: «Οταν επέστρεψα το ’82 στην Καμπούλ για να βγάλω φωτογραφίες των ευρημάτων μου, τα βρήκα όλα στο Μουσείο. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό. Ισως να τα μετέφεραν επίτηδες όταν έμαθαν πως θα πήγαινα…». Γύρισε στη Μόσχα με τις φωτογραφίες και το 1985 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του για τον θησαυρό στα αγγλικά. Είναι το «Bactrian Gold» του εκδοτικού οίκου Aurora Art Publishers του Λένινγκραντ. Δέκα χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Αδελφών Κυριακίδη της Θεσσαλονίκης ένα άλλο βιβλίο με τίτλο «Βασιλικοί Τάφοι στη Βακτριανή», το οποίο είχε προλογίσει ο Μανόλης Ανδρόνικος.


Πάλι όμως κεντρίστηκε το διεθνές ενδιαφέρον για την τύχη του θησαυρού και έτσι, μετά τους Ιάπωνες και τους Αμερικανούς, ήρθαν και οι Γάλλοι. Το 1989 δημοσιεύθηκε στον γαλλικό «Monde» ένα μεγάλο άρθρο για τα χρυσά του Τιλιά Τεπέ. «Σε αυτό το άρθρο ο γάλλος δημοσιογράφος υποστήριζε ότι είχε δει ο ίδιος με τα μάτια του τα σοβιετικά στρατεύματα να φορτώνουν σε καμιόνια κασόνια με τα χρυσά ευρήματα για να πάνε στη Σοβιετική Ενωση. Πρόκειται για μεγάλο ψέμα και απορώ πώς μια τόσο έγκυρη εφημερίδα το δημοσίευσε» κατέληξε ο ανασκαφέας που πρόσθεσε ότι και αυτή τη διάδοση την διέψευσε η σοβιετική εφημερίδα «Κουλτούρα».


Από την άλλη μεριά στο ερώτημα πώς εξηγείται ότι σε παζάρι του Πακιστάν αλλά και σε παλαιοπωλεία της Ευρώπης εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια διάφορα χρυσά από το Τιλιά Τεπέ, ο κ. Σαριγιαννίδης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να προέρχονται από τους τρεις ανεξερεύνητους από εκείνον τάφους του τύμβου, οι οποίοι υποθέτει ότι συλήθηκαν μετά την αποχώρηση των σοβιετικών αρχαιολόγων. «Εχω πληροφορίες ότι μετά από εμάς λεηλατήθηκαν οι δύο αν όχι και οι τρεις τάφοι που δεν προφθάσαμε να ανασκάψουμε» καταλήγει.


Η αποκάλυψη της αρχαίας Μαργιανής



Σήμερα η τύχη του θησαυρού του Τιλιά Τεπέ παραμένει άγνωστη. Κοντά όμως στην αρχαία Βακτρία, από την άλλη πλευρά των συνόρων που χωρίζουν το Αφγανιστάν από το Τουρκμενιστάν, ο κ. Βίκτωρ Σαριγιαννίδης διεξάγει ανασκαφές στο Καρα-Κουμ. Εκεί αποκαλύφθηκε η αρχαία Μαργιανή, όπου βρέθηκαν ανάκτορο, φρούρια και οικισμοί και ένα τεράστιο νεκροταφείο. Τα ευρήματα χρονολογούνται στην πρώιμη περίοδο του Χαλκού. «Ερευνούμε τώρα ένα τεράστιο νεκροταφείο με 2.500 τάφους, που είναι το μεγαλύτερο της Κεντρικής Ασίας» λέει. Χρονολογικά ο πολιτισμός της Μαργιανής τοποθετείται στο γύρισμα της 3ης προς τη 2η χιλιετία π.Χ. και είναι σχετικός με τον Κρητομυκηναϊκό. Από τα σημαντικότερα ευρήματα του φετινού φθινοπώρου είναι ένας κυλινδρικός σφραγιδόλιθος από αχάτη, ο οποίος φέρει επιγραφή σε μια άγνωστη γλώσσα, ενώ εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι επίσης ένα χάλκινο κεφάλι αλόγου, ίσως από βασιλικό σκήπτρο, και μια αργυρή σάλπιγγα που πιστεύεται ότι χρησίμευε για την εκπαίδευση αλόγων για παρελάσεις, πράγμα που δείχνει την υψηλή ανάπτυξη του πολιτισμού της Μαργιανής.