Τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα έχουν γίνει βραχνάς με διαφορετικό… κόμπο για πάμπολλες χώρες. Η Ελλάδα, π.χ., βλέπει να σφίγγει ο κλοιός καθώς είναι υπόλογη απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση αν αποδειχθεί ότι όχι μόνο εισήγαγε μεταλλαγμένο βαμβακόσπορο ­ κάτι που απαγορεύει η κοινοτική νομοθεσία ­ αλλά και ότι αυτός ο βαμβακόσπορος καλλιεργήθηκε στα χωράφια μας. Η Ισπανία επίσης μπλέχθηκε στην υπόθεση αφού και αυτή εισάγει χωρίς ελέγχους βαμβακόσπορο από τις ΗΠΑ.


Ηρθε και η ώρα της Αγγλίας καθώς μόλις πριν από λίγες ημέρες διαπιστώθηκε ότι κάποιοι γεωργοί καλλιεργούσαν, χωρίς να το γνωρίζουν, γενετικά τροποποιημένη ελαιοκράμβη και είναι έτοιμοι να προσφύγουν κατά της κυβέρνησής τους, η οποία τους καλεί να καταστρέψουν τις καλλιέργειές τους! Ακριβώς το ίδιο σκηνικό υπήρξε και στη Σουηδία και στη Γαλλία με επιμολυσμένη ελαιοκράμβη. Ετσι κυκλώθηκε η Ευρώπη από μια πραγματικότητα που φαίνεται να είναι διαφορετική από τις κορόνες για ελέγχους ­ που, όπως φαίνεται, δεν γίνονται ­, τις νομοθετικές ρυθμίσεις και τις απαγορεύσεις που, όπως φαίνεται, δεν εφαρμόζονται. Την ίδια ώρα ο πρόεδρος της μεγαλύτερης παραγωγού χώρας μεταλλαγμένων προϊόντων κ. Μπιλ Κλίντον ξεκινούσε την επταήμερη περιοδεία του στην Ευρώπη και ανάμεσα στα θέματα του αντιβαλλιστικού προγράμματος, της συνάντησης Πούτιν και της σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Πτέρυγα της Ευρώπης αναδύθηκε το… επίμαχον. Ο δικός του εμπορικός βραχνάς: Τι θα γίνει με την υπόθεση των μεταλλαγμένων προϊόντων που μπλοκάρει την αμερικανική αγορά στην επιθυμία της να διεισδύσει αποτελεσματικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία αρνείται το «άνοιγμα»; Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τις συνομιλίες του στη Λισαβόνα έδωσε έμφαση στην προσπάθεια να βρεθεί ένας δρόμος συνεννόησης με πρόταση για αμερικανοευρωπαϊκή επιτροπή σχετικά με τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα. Η Αμερική θα μπορούσε να δώσει έδαφος για τη σήμανση αυτών των προϊόντων, ελάχιστο έδαφος στο θέμα του διαχωρισμού στη βιομηχανία των μεταλλαγμένων προϊόντων από τα μη μεταλλαγμένα, αλλά καθόλου περιθώριο στο δικαίωμα μιας χώρας να μην εισάγει τέτοιου είδους προϊόντα.


Σήμερα «Το Βήμα» παρουσιάζει στοιχεία για το μείζον ζήτημα των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων που ήδη έχει αγγίξει και τη χώρα μας ­ και όχι μόνο ­ και το οποίο τείνει να λάβει διαστάσεις πλημμυρίδας για το διεθνές οικονομικοπολιτικό πεδίο αλλά και για το οικοσύστημα ­ εν μέσω υπερμάχων και πολεμίων της γενετικής επέμβασης στις καλλιέργειες.






«Τα μεταλλαγμένα έχουν πεθάνει.
Προβλέπουμε ότι τα προϊόντα αυτά, που κάποτε θεωρούνταν η ατμομηχανή, θα γίνουν ο παρίας του κόσμου» αναφέρεται σε έκθεση της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής τράπεζας, της Deutsche Bank, η οποία συμβουλεύει τους επενδυτές να απαλλαγούν από τις μετοχές εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή γενετικά τροποποιημένων οργανισμών.


Η έκθεση, που δημοσιεύτηκε στη βρετανική εφημερίδα «Guardian», ανέφερε μεταξύ άλλων την αδυναμία της εταιρείας Μονσάντο να πείσει τους βρετανούς πολίτες να τρώνε μεταλλαγμένα τρόφιμα, παρά τα αστρονομικά ποσά που διέθεσε για τη διαφήμισή τους. Υστερα από μία χρονιά γεμάτη εκδηλώσεις διαμαρτυρίας η Μονσάντο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στην Ευρώπη. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες χώρες.


Την ίδια στιγμή δύο από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές της Μονσάντο στην Ευρώπη, ο ελβετικός φαρμακευτικός κολοσσός Novartis και η βρετανική εταιρεία παραγωγής φαρμάκων AstraZeneca, είναι έτοιμοι να ενώσουν τα γεωργικά τμήματά τους σε μία εταιρεία και να την πουλήσουν εγκαταλείποντας ουσιαστικά τις έρευνες για μεταλλαγμένες σοδειές.


Ιαπωνικές επιχειρήσεις αποφάσισαν να σταματήσουν τη χρήση γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων και ο μεγαλύτερος παραγωγός τορτίγια στο Μεξικό αποφάσισε να μη χρησιμοποιεί πλέον μεταλλαγμένο καλαμπόκι. Μετά από πιέσεις της Greenpeace η Novartis αποφάσισε να σταματήσει τη χρήση μεταλλαγμένης σόγιας στην παραγωγή των παιδικών τροφών Gerber.


Η Συμφωνία για το Πρωτόκολλο Ασφαλείας που υπεγράφη στις 28.1.2000 στο Μόντρεαλ, στον Καναδά, χαρακτηρίζεται θετική για τους καταναλωτές, τους παραγωγούς και το εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Η εφετινή επιτυχία της συμφωνίας αυτής αποτελεί συνέχεια των απρόβλεπτων δυσμενών εξελίξεων στον τομέα των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων στις διάφορες αγορές, της πτώσης της τιμής τους στις ΗΠΑ αλλά και της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Σιάτλ τον περασμένο Δεκέμβριο.


Ολα αυτά, μακράν του να σηματοδοτούν το τέλος του, δεν είναι παρά ακόμη ένα θερμό επεισόδιο στον ανελέητο πόλεμο για τους γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς και προϊόντα. Ενας πόλεμος που εδώ και δύο δεκαετίες εξαπλώνεται σε μία παγκόσμια αρένα όπου συγκρούονται η επιστήμη, οι κοινωνικές αξίες και το εμπόριο.


Τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα, ο μονόδρομος της ανάπτυξης, οι επιστημονικές ανακαλύψεις, η άκρατη εμπορική τους εκμετάλλευση, τα ζητήματα ηθικής και ελεύθερου ανταγωνισμού δεν είναι παρά επιχειρήματα για τη μία ή την άλλη πλευρά, όπλα τα οποία χρησιμοποιούν στη δημόσια συζήτηση.


Εν τω μεταξύ ο πόλεμος συνεχίζεται σε συνεχώς νέα μέτωπα με απώτερο σκοπό, όπως επισημαίνουν αρκετοί αναλυτές, τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς των σπόρων και των αγροχημικών και κατ’ επέκταση τον έλεγχο σημαντικού τμήματος της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής.


Ο τζίρος στην παγκόσμια αγορά σπόρων για γεωργικές καλλιέργειες υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 45 δισ. δολάρια τον χρόνο, από τα οποία το ένα τρίτο αφορά σπόρους που έχουν παραχθεί από εμπορικές εταιρείες, ένα τρίτο παράγεται από κυβερνητικούς οργανισμούς και ένα τρίτο αφορά την αξία σπόρων που έχουν φυλαχθεί από γεωργούς για τις δικές τους ανάγκες σε μελλοντικές σοδειές.


Η παγκόσμια αγορά σπόρων ελέγχεται όλο και περισσότερο από μερικές μεγάλες εταιρείες ύστερα από μια σειρά συγχωνεύσεων και εξαγορών. Υπολογίζεται ότι το 1998 οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες εμπορίας σπόρων ήλεγχαν το 30%-40% της παγκόσμιας αγοράς.


Ο τομέας της ανάπτυξης γενετικά μεταλλαγμένων σοδειών ελέγχεται όλο και περισσότερο από τη Μονσάντο και κάποιες άλλες αγροχημικές εταιρείες όπως η DuPont, η Dow Elanco, η Novartis, η AgrEvo και η Zeneca. Οι προσπάθειες αυτών των εταιρειών επικεντρώνονται μέχρι στιγμής σε σοδειές υψηλής απόδοσης, οι οποίες προσφέρουν τη δυνατότητα απόσβεσης του κόστους της έρευνας και μπορούν να παρουσιάσουν κέρδη, όπως σόγια, καλαμπόκι, βαμβάκι, ηλιόσποροι, πατάτες και τομάτες.


Οι αγροχημικοί κολοσσοί επενδύουν τεράστια ποσά στην ανάπτυξη και στην προώθηση γενετικά μεταλλαγμένων σοδειών. Κύριοι εκφραστές των επιδιώξεων της βιομηχανίας είναι οι χώρες που συμμετέχουν στην «Ομάδα Μαϊάμι» (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Χιλή, Αργεντινή, Ουρουγουάη), καθώς επίσης και η Ιαπωνία, η Ελβετία, η Νέα Ζηλανδία και η Ρωσία.


Οι χώρες αυτές είχαν οδηγήσει σε ναυάγιο τη συνδιάσκεψη για το Πρωτόκολλο της Βιοασφάλειας, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1999 στην Κολομβία, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμούν κανέναν περιορισμό στην εισαγωγή, στην εξαγωγή και στη χρήση των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών.


Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν τεθεί επικεφαλής της προσπάθειας για παρεμπόδιση της λήψης ουσιαστικών μέτρων προκειμένου να διασφαλίσουν τα βιομηχανικά συμφέροντα της Μονσάντο και άλλων αμερικανικών γιγάντων του αγροχημικού τομέα όπως η Dow, η DuPont κ.ά.


Τα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα, με ελάχιστες αναφορές πιστοποίησης στις ετικέτες τους, αποτελούν στις ΗΠΑ τα πλέον αποδεκτά προϊόντα στην ιστορία της σύγχρονης γεωργίας. Πριν από μία δεκαετία δεν υπήρχε καμία μεταλλαγμένη σοδειά στον κόσμο. Το 1995 οι σοδειές αυτές κατελάμβαναν έκταση 4 εκατ. εκταρίων. Το 1999 η έκταση αυτή είχε αυξηθεί σε 100 εκατ. εκτάρια. Στις ΗΠΑ το ήμισυ της τεράστιας παραγωγής σόγιας και το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής καλαμποκιού είναι μεταλλαγμένα.


Από την άλλη πλευρά βρίσκονται χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Ν. Αμερικής που φοβούνται ότι θα υποστούν σοβαρότατες απώλειες της βιοποικιλότητας και του εθνικού τους εισοδήματος αν οι παραδοσιακές καλλιέργειες αντικατασταθούν από φυτείες ειδών που έχουν υποστεί γενετικές τροποποιήσεις.



Κάπου στο ενδιάμεσο, δεχόμενη τεράστιες πιέσεις από τις ΗΠΑ και τους υποστηρικτές τους, βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία εμφανίζεται πολλαπλά διχασμένη. Χώρες όπως η Βρετανία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Ισπανία και η Γαλλία εκφράζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την υποστήριξή τους προς τη βιομηχανία της βιοτεχνολογίας και της γενετικής μηχανικής. Αλλες χώρες όπως η Ελλάδα, η Δανία και η Αυστρία εκφράζουν αρκετές επιφυλάξεις. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι καταναλωτές εκφράζουν βαθύτατη δυσπιστία και εκδηλώνουν έντονη απροθυμία να καταναλώσουν γενετικά μεταλλαγμένα προϊόντα.


Η βιομηχανία της βιοτεχνολογίας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εκφράζει αυξανόμενες ανησυχίες για την άρνηση της Ευρώπης να δεχθεί αυτή την τεχνολογία. Ασκεί πιέσεις στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να φέρει το θέμα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου αν η Ευρώπη επιμείνει στην άρνησή της να ανοίξει εντελώς τις αγορές της στα προϊόντα από γενετικά μεταλλαγμένες σοδειές.


Το νέο μέτωπο


Η Κίνα αναμένεται να είναι το νέο μέτωπο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους υπέρμαχους και στους επικριτές των μεταλλαγμένων καθώς σχεδιάζει να σπείρει το 50% των καλλιεργήσιμων εδαφών της με μεταλλαγμένο ρύζι, ντομάτες, πιπεριές και πατάτες μέσα στα επόμενα πέντε ως δέκα χρόνια.


Αναπόφευκτη χαρακτήρισε την αύξηση της παραγωγής των γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων ο αντιπρόεδρος του Πανεπιστημίου του Πεκίνου και επιστημονικός σύμβουλος της κινεζικής κυβέρνησης, καθηγητής Ζανγκλιάν Τσεν, σε συνέδριο που έγινε πρόσφατα στο Εδιμβούργο με τη συμμετοχή 400 επιστημόνων και περιβαλλοντολόγων.


Στο ίδιο συνέδριο όσοι επιστήμονες τάσσονται υπέρ των γενετικά μεταλλαγμένων καλλιεργειών δέχθηκαν την επίθεση του αμερικανού δικηγόρου Στίβεν Ντράκερ, ο οποίος έχει καταθέσει αγωγή εναντίον της Αμερικανικής Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), υποστηρίζοντας ότι απέκρυψε τις έντονες ανησυχίες δικών της επιστημόνων για τους πιθανούς κινδύνους που εγκυμονούν για τη δημόσια υγεία τα προϊόντα αυτά. Η αγωγή βασίζεται σε χιλιάδες έγγραφα τα οποία η FDA αναγκάστηκε, βάσει νόμου, να δώσει στη δημοσιότητα.


Ποιος πληρώνει τις βλάβες;


Ενα από τα βασικά σημεία τριβής ανάμεσα στους αντιμαχόμενους είναι και το ποιος πληρώνει τις όποιες βλάβες προκύψουν αν κάτι πάει στραβά με κάποιον γενετικά μεταλλαγμένο οργανισμό. Αν ένας τέτοιος οργανισμός προκαλέσει βλάβες στο περιβάλλον, στην αγροτική παραγωγή ή στην ανθρώπινη υγεία, ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για τις νομικές συνέπειες και ποιος θα καταβάλει την αποζημίωση: η εταιρεία που δημιούργησε τους μεταλλαγμένους οργανισμούς, η χώρα που έκανε την εξαγωγή, η χώρα που έκανε την εισαγωγή, ο αγρότης που φύτεψε το συγκεκριμένο είδος, όλοι οι παραπάνω ή κανένας από αυτούς;


Η βιομηχανία της βιοτεχνολογίας και οι ανεπτυγμένες χώρες προτιμούν να μην υπάρχει καμία αναφορά στην «αντικειμενική ευθύνη» και έχουν προσπαθήσει επανειλημμένως να εμποδίσουν τις συζητήσεις και τη σύνταξη σχετικού κειμένου τορπιλίζοντας οποιαδήποτε πρόοδο στο ζήτημα αυτό. Αντίθετα πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου ανησυχούν για τους πιθανούς κινδύνους από τους μεταλλαγμένους οργανισμούς και πολλές από αυτές παραμένουν ανυποχώρητες στη θέση ότι θα πρέπει να υπάρχει σαφής ανάληψη ευθύνης.


Από την πλευρά της η ασφαλιστική βιομηχανία εκφράζει ανησυχίες για τους μεγάλους κινδύνους που καραδοκούν και το εύρος των ενδεχόμενων απαιτήσεων από καταλογισμό ευθυνών για την απελευθέρωση γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών στο περιβάλλον. Σύμφωνα με την εταιρεία αντασφαλίσεων Swiss Re, οι κίνδυνοι από τις γενετικές τροποποιήσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν μέσω των παραδοσιακών πολιτικών ασφάλισης.