Μια χαμπανέρα για την ελευθερία






«Ελάτε,
ελάτε τώρα! Το βλέπετε πως είμαι τσιγγάνα. Θέλετε να σας πω τη μοίρα σας; Ακούσατε να μιλάνε για την Καρμενθίτα; Ε, εγώ είμαι». Ετσι απλά του συστήθηκε. Και εκείνος βρέθηκε έξαφνα μπροστά σε «μια ομορφιά παράδοξη και άγρια, μια μορφή που ξένιζε αρχικά, μα που έμενε αλησμόνητη. Τα μάτια της ιδίως είχαν μια έκφραση ταυτόχρονα φιλήδονη και ανήμερη, που από τότε δεν ξαναείδα σε κανένα βλέμμα ανθρώπινο».


Η συνάντηση της Κάρμεν με τον Ντον Χοσέ, στη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ «Κάρμεν», η συνάντηση της απόλυτης γυναίκας και του άντρα που παρασύρεται, που εκμηδενίζεται κάτω από την ανελέητη δύναμη της θηλυκότητάς της δεν είναι αυτό που θα λέγαμε κεραυνοβόλος έρωτας. Ο ήρωας στέκεται σκεφτικός, με κριτικό μάτι, μπροστά σε ένα πλάσμα εντελώς διαφορετικά από εκείνα που είχε συναντήσει ως τότε. Αμφιβάλλοντας αν «ήταν φυλετικά καθαρή». Επισημαίνοντας ότι «δεν μπορούσε να έχει αξιώσεις τελειότητας». Καταλαβαίνοντας, ενόσω εκείνη του έριχνε τα χαρτιά, ότι «δεν ήταν ούτε κατ’ ιδέαν μάγισσα». Και η γυναίκα τού φέρεται σχεδόν σαν επαγγελματίας χαρτορίχτρα, χωρίς να διστάζει να του ρίχνει βλέμματα «βαθύτατης περιφρόνησης» όταν εκείνος δεν παίζει το παιχνίδι με τους δικούς της όρους.


Αντίθετα, στην κοσμαγάπητη «Κάρμεν» του Μπιζέ, την όπερα που βασίζεται στη νουβέλα του Μεριμέ (και στην οποία οφείλει ουσιαστικά η νουβέλα τη δημοτικότητά της), μια Χαμπανέρα είναι αρκετή για να πυροδοτήσει τα αισθήματα, για να φέρει τους δύο ήρωες αντιμέτωπους με το πιο έντονο (και άγριο συχνά) πάθος. Η Κάρμεν εισβάλλει στη σκηνή σαν αγρίμι, σε μια μοναδική έκρηξη αισθησιασμού, χορεύοντας και τραγουδώντας: «Αν δεν με αγαπάς, σε αγαπώ! Και αν σε αγαπώ, φυλάξου από εμένα!». Και ο Ντον Χοσέ στέκεται απέναντί της εκστατικός, μετατρέπεται σε κλάσματα δευτερολέπτου σε έναν άντρα απόλυτα ερωτευμένο, παραδίνεται.


Οπερα που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην πρώτη παρουσίασή της (Οπερά Κομίκ, 3 Μαρτίου 1875) λόγω της τολμηρότητας με την οποία διαπραγματευόταν τον ελεύθερο έρωτα, η «Κάρμεν» κατέκτησε στη συνέχεια μοναδική θέση στην ιστορία του λυρικού μελοδράματος και στις καρδιές των θεατών. Η «δυνατή», ρεαλιστική ερωτική ιστορία του Μεριμέ ευτύχησε στη μετατροπή της σε λυρική τραγωδία: ο Μπιζέ έντυσε το πάθος των ηρώων με μελωδίες υψηλής αισθητικής, οι οποίες όμως ταυτόχρονα ήταν και εύληπτες για το ευρύ κοινό.


Η δική του «Κάρμεν» δεν ήταν άλλη μία εξωπραγματική και υπερβολική ερωτική ιστορία (θέμα που κατ’ εξοχήν συναντάμε στο μελόδραμα) αλλά ένας ύμνος στη γυναίκα, στην αγάπη, στο πάθος και, πάνω απ’ όλα, στην ελευθερία. Μια μαγική όσο και βίαιη συνάντηση απλών ανθρώπων, η οποία άφηνε στους θεατές τα περιθώρια να ταυτιστούν μαζί τους, να θυμώσουν, να συμπάσχουν… Μια όπερα που γύριζε την πλάτη στα παραμυθοδράματα με τις βασίλισσες, τις μάγισσες, τους ιππότες και τις κυρίες επί των τιμών του παρελθόντος και ύφαινε τον πλούσιο μουσικό καμβά της στα καπνεργοστάσια και στις φτωχογειτονιές της Σεβίλλης, ανεβάζοντας στη σκηνή εργάτες και εργάτριες, απλούς στρατιώτες, ξυπόλυτα παιδιά, χωριάτες και χωριατοπούλες.


Για το αριστούργημα του Μπιζέ έχουν γραφτεί αναλύσεις επί αναλύσεων. Ιδιαίτερα δε για την κεντρική ηρωίδα, η οποία είναι μία από τις πιο σύνθετες φιγούρες του μελοδράματος. Η Κάρμεν είχε χαρακτηριστεί από κάποιους ­ ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια της παρουσίασής της ­ πόρνη, γύναιο που αδιαφορεί για τους πάντες και τα πάντα, προκειμένου να κάνει τη ζωή της. Η θριαμβευτική πορεία της στα χρόνια που πέρασαν στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου την απάλλαξε από κάθε ρετσινιά: σήμερα η ηρωίδα των Μεριμέ – Μπιζέ είναι το σύμβολο του ανθρώπου ο οποίος το μόνο που επιθυμεί είναι να ζήσει χωρίς περιορισμούς, χωρίς απαγορεύσεις, ελεύθερος σαν το «oiseau rebelle» της Χαμπανέρας. Είναι ο άνθρωπος που πληρώνει γενναία το κόστος των επιλογών του, όταν στον αγώνα του για να κατακτήσει αυτή την ελευθερία θυσιάζει την ίδια τη ζωή του.


Ρόλος γοητευτικός, πρόκληση για τις πριμαντόνες, η «Κάρμεν» ευτύχησε να τραγουδηθεί από τα μεγαλύτερα ονόματα του αιώνα μας: από την περίφημη Εμα Καλβέ, την Κοντσίτα Σουπερβία, τη Μαίρη Γκάρντεν και την Τζεραλντίν Φαράρ, ως τις Εμπε Στινιάνι, Ρίζε Στίβενς, Κλόε Ελμο, Τζουλιέτα Σιμιονάτο, Κρίστα Λούντβιχ, Ιρίνα Αρχίποβα, Γελένα Ομπρατσόβα, Γκρέις Μπάμπρι, Σίρλεΐ Βερέτ, Τερέζα Μπεργκάνθα και Αγνή Μπάλτσα, οι διάσημες μεσόφωνοι και υψίφωνοι που «αναμετρήθηκαν» με την απαιτητική παρτιτούρα του Μπιζέ έδωσαν διαφορετικές αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες ερμηνείες. Πλουσιότατη είναι και η δισκογραφία του έργου με πολλές ζωντανές αλλά και στουντιακές ηχογραφήσεις: η «Κάρμεν» με τη μία ή με την άλλη ερμηνεύτρια είναι ένα έργο που σήμερα βρίσκεται σε όλες σχεδόν τις δισκοθήκες.


«Τη χτύπησα δύο φορές. Επεσε στο δεύτερο χτύπημα χωρίς να φωνάξει. Μου φαίνεται πως βλέπω ακόμα το μεγάλο μαύρο μάτι της να με κοιτάζει ακίνητο. Υστερα θόλωσε κι έκλεισε. Εμεινα εκμηδενισμένος για μια ώρα μπροστά στο πτώμα»: το τέλος της νουβέλας του Μεριμέ (εκδόσεις «Γαλαξίας», μετάφραση Νίκου Φωκά). «Μπορείτε να σε συλλάβετε… εγώ τη σκότωσα. Την Κάρμεν, τη λατρεμένη μου Κάρμεν»: το φινάλε της όπερας του Μπιζέ. Το τέλος του έρωτα και της ελευθερίας. Οταν πέφτει η αυλαία, δεν έχει απλώς ολοκληρωθεί άλλο ένα (πικρό) παραμύθι. Η ιστορία της Κάρμεν, ακόμη και στις πιο ακραίες εκφάνσεις της, είναι μια υπόθεση απόλυτα ανθρώπινη. Ενα έγκλημα πάθους από αυτά που συχνά κυριαρχούν στα δελτία ειδήσεων: δεν τον αγαπούσε πια, ήθελε να φύγει μακριά του, εκείνος θόλωσε και τη σκότωσε. Πολλές δεκαετίες μετά την έκδοση της νουβέλας και την πρεμιέρα της όπερας η «Κάρμεν» μπορεί ακόμη να συγκινεί με τη δύναμη, τη ζωντάνια και την απλότητά της. Η τραγική ιστορία της είναι πάντα επίκαιρη, όπως πάντοτε είναι και θα είναι επίκαιρα ο έρωτας, το πάθος, η ανάγκη του ανθρώπου να αγαπήσει και να αγαπηθεί, αλλά και η ανάγκη του να ζήσει ελεύθερος. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τους εμπνευσμένους μουσικούς χρωματισμούς του Μπιζέ, εξηγεί απόλυτα την τεράστια επιτυχία που γνωρίζει ακόμη και σήμερα αυτή η όπερα διεθνώς.