Αποκαλύφθηκε η αιτία της υπερευαισθησίας που επέδειξε η Αγκυρα στην αποστολή των ελληνικών πολεμικών αεροσκαφών στην Κύπρο: το τουρκικό σύστημα αεράμυνας δεν μπόρεσε να εντοπίσει την πτήση των F-16 προς τη νήσο. Η τουρκική στρατιωτική ηγεσία αντελήφθη ότι κάτι έκτακτο συμβαίνει μόνο όταν έφτασαν στην Αγκυρα πληροφορίες ότι (απροσδιόριστος) αριθμός ελληνικών αεροσκαφών είχε (ήδη) προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Πάφου. Φαίνεται ότι το τουρκικό Γενικό Επιτελείο σχημάτισε μια σχετικά πιο ολοκληρωμένη εικόνα κυρίως από δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις. Το γεγονός δημιούργησε έντονη ανησυχία στις τουρκικές στρατιωτικές αρχές οι οποίες αιφνιδίως αντελήφθησαν ότι τα ραντάρ που είναι εγκατεστημένα στη μεσογειακή περιφέρεια της Τουρκίας δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στην κύρια αποστολή τους. Τα προαναφερόμενα στοιχεία δόθηκαν στην Ελλάδα από συμμαχική χώρα και περιλαμβάνονται στην έκθεση που υπέβαλαν οι στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες της για τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας.


Η πληροφορία που δόθηκε στην Αθήνα εξηγεί τη σπουδή με την οποία η τουρκική στρατιωτική ηγεσία ανακοίνωσε λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα της Κύπρου την ενεργοποίηση των παραγγελιών για την εγκατάσταση ενός συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης του Αιγαίου, παρά το γεγονός ότι τα σχετικά σχέδια παρέμειναν ανενεργά από το 1993, όταν είχαν συνταχθεί οι πρώτες σχετικές μελέτες. Επίσης, αποκτά και μια πιο λογική ερμηνεία η απόφαση για την αποστολή στον εναέριο χώρο της Κύπρου τουρκικών αεροσκαφών τα οποία έφεραν στους πυλώνες τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που το σύστημα αεράμυνας μιας χώρας αδυνατεί να εντοπίσει την κίνηση ενός μικρού αριθμού αεροσκαφών, καθώς ανάλογα φαινόμενα έχουν καταγραφεί σε όλο τον κόσμο.


* Το ΝΑΤΟ και τα διαβήματα


Μία από τις χειρότερες εβδομάδες των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν αυτή που πέρασε, με αφορμή την εκατέρωθεν αποστολή πολεμικών αεροσκαφών στην Κύπρο. Η Αθήνα και η Αγκυρα επιδόθηκαν σε ενημερωτικά διαβήματα τόσο προς τους συμμάχους στην Ατλαντική Συμμαχία όσο και στις χώρες που είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι αμφότερες οι χώρες απέφυγαν να διατυπώσουν τις αιτιάσεις τους η μία προς την άλλη. Η Αγκυρα, η οποία εγκαινίασε τον σχετικό «χορό» ζήτησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία να ασκήσουν την επιρροή τους στην Αθήνα ώστε να μην επαναληφθούν ανάλογες ενέργειες από την ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Η Αθήνα από τη δική της πλευρά κατηγόρησε την Αγκυρα ότι μεθοδεύει τεχνητή ένταση στο πλαίσιο της πάγιας στρατηγικής που ακολουθεί την επαύριο συνόδων κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Ο τόνος των διαβημάτων αποδίδεται χαρακτηριστικά από την επιστολή που απηύθυνε, μετά από ειδικές οδηγίες του υπουργού Εξωτερικών κ. Θ. Πάγκαλου, ο έλληνας Μόνιμος Αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ πρέσβης κ. Γ. Σαββαΐδης προς τον γενικό γραμματέα της Συμμαχίας κ. Χαβιέρ Σολάνα. Η επιστολή αναφέρει συγκεκριμένα: «Οι αρχές της χώρας μου ζήτησαν να φέρω στην προσοχή σας τις πρόσφατες προκλητικές ενέργειες και δηλώσεις της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου λόγω της σύντομης πτήσης στην Κύπρο τεσσάρων ελληνικών F-16. Στην πραγματικότητα, οι τούρκοι επίσημοι, σε κορυφαίο επίπεδο, χρησιμοποιούν και πάλι σαν πρόσχημα την απόλυτα νόμιμη αμυντική συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Κύπρο για να εξαπολύσουν εναντίον μας μια νέα εκστρατεία απειλών με προφανείς συνέπειες στη σταθερότητα της περιοχής και στις ελληνοτουρκικές διμερείς σχέσεις». Η δριμύτητα της φρασεολογίας που χρησιμοποείται στην επιστολή αυτή είναι ασυνήθιστη για τα δεδομένα της Συμμαχίας και υποδεικνύει την έμφαση που θέλει να δώσει ο κ. Πάγκαλος στην όλη υπόθεση.


Η ελληνική επιχειρηματολογία εστιάζεται σε τέσσερα κυρίως σημεία: Το πρώτο είναι ότι «η άφιξη ελληνικών αεροσκαφών στην Κύπρο δεν είναι κάτι νέο, καθώς έχει συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν. Σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση τα ελληνικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν εκπαιδευτική επίσκεψη μερικών ωρών στο αεροδρόμιο της Πάφου, προσκεκλημένα από τις αρχές της Δημοκρατίας της Κύπρου». Το δεύτερο επιχείρημα επικεντρώνεται στη διαφορετική διεθνή συμπεριφορά της Ελλάδας και της Τουρκίας: «Η Ελλάδα ούτε απειλεί κανέναν, ούτε έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει την απειλή βίας. Αντίθετα, η Τουρκία, η οποία διαρκώς παραβιάζει την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και συνεχώς πραγματοποιεί υπερπτήσεις και προσγειώσεις στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, έχει επανειλημμένα απειλήσει και εξακολουθεί να απειλεί με τη χρήση βίας». Στο ίδιο πλαίσιο στην επιστολή υπενθυμίζεται: «Η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για την αποστρατοποίηση του νησιού». Το τρίτο στοιχείο είναι η δήλωση πως «η διασύνδεση της εκπαιδευτικής πτήσης των ελληνικών αεροσκαφών με τη μελλοντική εγκατάσταση των αντιαεροπορικών πυραύλων S-300 είναι τελείως αυθαίρετη…». Το τέταρτο και σημαντικότερο είναι οι κατηγορία που απευθύνει η Αθήνα εναντίον της Αγκυρας ότι «προφανώς οι υπερβολικές αυτές αντιδράσεις κρύβουν άλλους σκοπούς» και η οποία συμπληρώνεται με την άποψη ότι η Τουρκία δημιουργεί κατά την πάγια τακτική της τεχνητές εντάσεις. «Η διαφορετική προσέγγιση της Αθήνας και της Αγκυρας υπογραμμίζεται από την τουρκική άρνηση να αποδεχθεί την πρόταση του κ. Πάγκαλου για «καθιέρωση ζώνης απαγόρευσης πτήσεων υπεράνω της Κύπρου». Τέλος, η Ελλάδα επαναφέρει στο προσκήνιο τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών οι οποίες προβλέπουν τον «προοδευτικό αφοπλισμό»με στόχο την «πλήρη αποστρατοποίηση» της νήσου.


Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία ήταν οι πιο δραστήριες στις παρεμβάσεις τους αμέσως μετά την εκδήλωση της νέας ελληνοτουρκικής έντασης. Αλλωστε οι δύο αυτές χώρες ήταν οι πρώτες στις οποίες απευθύνθηκε η Αγκυρα, καθώς είναι γνωστή η επιρροή που ασκεί η Ουάσιγκτον, ενώ το Λονδίνο είναι μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Κύπρου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία πραγματοποίησαν επίσημα διαβήματα τόσο προς την Ελλάδα όσο και προς την Τουρκία, με στόχο την άσκηση της επιρροής τους για να αποτραπεί η κλιμάκωση της ελληνοτουρκικής έντασης. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί δεν αμφισβήτησαν τη νομιμότητα των ενεργειών της Δημοκρατίας της Κύπρου ούτε το δικαίωμά της να δέχεται (ή να μη δέχεται) στο έδαφός της επισκέψεις αεροσκαφών τρίτης χώρας. Η προσοχή των Αμερικανών και των Βρετανών εστιάστηκε στην ανάγκη επίδειξης «αυτοσυγκράτησης» και στην «αποφυγή ενεργειών» οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν το άνοιγμα ενός κύκλου δράσεων – αντιδράσεων με απρόβλεπτο τέλος. Ο τόνος των αμερικανικών διαβημάτων πάντως ήταν ιδιαίτερα αυστηρός και δεν άφηνε κανένα περιθώριο υποτίμησης της δυσφορίας της Ουάσιγκτον.


Η τελική αποτίμηση του κύκλου των διπλωματικών κινήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας την επαύριο της συνόδου κορυφής του Κάρντιφ ελάχιστα ικανοποιημένες μπορεί να αφήνει τις δύο χώρες.