Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται με βάση το αποτέλεσμα της κάλπης της προηγούμενης Κυριακής ως ο απόλυτος κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό –τουλάχιστον για το ορατό μέλλον.
Παρά ταύτα και εν μέσω γενικού ενθουσιασμού και θριαμβολογίας, η εμπειρία της τελευταίας εξαετίας κάνει κάποιους στο στενό επιτελείο του Πρωθυπουργού να είναι σκεπτικοί.
Ο τρόπος με τον οποίο τα δύο προηγούμενα μνημόνια «καταβρόχθισαν» κυβερνήσεις και οδήγησαν τουλάχιστον ένα κόμμα όπως το ΠαΣοΚ από το 44% του 2009 στο σημερινό 6,28% αποτελεί μία από τις παραμέτρους που αξιολογούνται από κάποια –λιγοστά, είναι η αλήθεια –πρόσωπα στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια.
Με αυτό το σκεπτικό ο σχηματισμός της δεύτερης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν αντιμετωπίζεται από όλους ως κάτι το τελεσίδικο και οριστικό. Αντιθέτως, κατά κάποιους συνιστά την αρχή ενός προδιαγραφόμενου power game, ενός σύνθετου παιχνιδιού εξουσίας, το οποίο θα πρέπει να προβλέψει και να ελέγξει ο Αλ. Τσίπρας, με την ελπίδα να μην περιέλθει σε θέση ανάλογη με εκείνη του Γ. Παπανδρέου ή του Αντ. Σαμαρά.
Σύμφωνα με όσους, παρά την καθαρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, προτιμούν να παραμένουν πολιτικά προσγειωμένοι, η φαινομενική πολιτική ηγεμονία του κ. Τσίπρα δεν θα εμπεδωθεί αυτομάτως ούτε η υπεροχή του έναντι των αντιπάλων του θα είναι μόνιμη. Υπό αυτό το πρίσμα, κορυφαία στελέχη του κόμματος άφηναν να διαφανεί ήδη από το απόγευμα της προηγούμενης Κυριακής ότι η συγκυβέρνηση με τον Π. Καμμένο είναι απλώς ένα στάδιο. «Η είσοδος του Καμμένου στη Βουλή μάς λύνει το πρόβλημα –σε αυτή τη φάση…» έλεγε σε τηλεφωνική συνομιλία ένα από τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, υπουργός στην προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα.
Η εφαρμογή του Μνημονίου, όσο κι αν ο κ. Τσίπρας και οι υπουργοί του προς το εσωτερικό θα επιδιώκουν να εμφανίζουν μια προσπάθεια μετριασμού της σκληρότητάς του, αντιμετωπίζεται ως παράγων αναπόφευκτης φθοράς της κυβέρνησης –πιθανώς και με ταχείς ρυθμούς.
Οι αναγκαίες εφεδρείες


Σε αυτό το πλαίσιο καλά πληροφορημένες πηγές αφήνουν να διαφανεί ότι μια επεξεργασία δεδομένων και προοπτικών έχει ήδη γίνει με αντικείμενο την εξασφάλιση πολιτικών εφεδρειών και εναλλακτικών λύσεων. Για την ακρίβεια, η διαδικασία αυτή έχει ξεκινήσει πολύ πριν από τις εκλογές, ενώ κάποια σκέλη του «παιχνιδιού» εκτυλίσσονται και στις διεθνείς επαφές του κ. Τσίπρα. Σύμφωνα με πληροφορίες, το διάστημα που προηγήθηκε των εκλογών οι δίαυλοι επικοινωνίας κυρίως μεταξύ Κουμουνδούρου και Χαριλάου Τρικούπη ήταν ανοιχτοί με πρωταγωνιστή τον Κ. Λαλιώτη και με θέμα συζήτησης το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας σε περίπτωση που η ανάγκη το επέβαλλε. Οι αντίστοιχες συζητήσεις με το Ποτάμι και τον Στ. Θεοδωράκη είχαν μάλλον παγώσει όταν στη Σεβαστουπόλεως κατανόησαν ότι η βεβαιότητα της προοπτικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ επιδρούσε καταστρεπτικά για τα εκλογικά ποσοστά τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο κ. Τσίπρας αποκάλυψε ήδη από τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής περιόδου τη στρατηγική που έχει καταστρώσει και που φαίνεται ότι έχει ορίζοντα μερικών μηνών. «Δηλαδή, θέλετε να πείτε ότι θα οδηγήσουν τη χώρα σε δεύτερες εκλογές το ΠαΣοΚ και το Ποτάμι;» ανέφερε μεταξύ άλλων σε μια απάντησή του κατά τη συνέντευξη Τύπου στη Θεσσαλονίκη. Ηδη δε από το βράδυ των εκλογών άρχισε να καλλιεργεί το έδαφος για μια ενδεχόμενη συνεργασία με το ΠαΣοΚ, όταν από την Κουμουνδούρου διακινήθηκε η φημολογία ότι ο κ. Τσίπρας ζήτησε από τη Φώφη Γεννηματά να μπει στην κυβέρνηση και εκείνη αρνήθηκε.
«Πρόσκληση – πρόκληση»


Η κυρίαρχη εκτίμηση με βάση τα όσα μεταφέρουν συνομιλητές του Πρωθυπουργού είναι ότι μετά το πρώτο στάδιο εφαρμογής του Μνημονίου και εφόσον μια ενδεχόμενη φθορά της κυβέρνησης απειλήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το χαρτί που θα ρίξει ο κ. Τσίπρας στο τραπέζι θα είναι η «πρόσκληση – πρόκληση» προς το ΠαΣοΚ και το Ποτάμι. Θα τους καλέσει να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση με βασικό επιχείρημα τη σταθερότητα και την αποφυγή μιας νέας εκλογικής περιπέτειας και με φιλοδοξία να ηγεμονεύσει πλέον στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Το πώς θα αντιδράσουν τα δύο κόμματα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι το ζητούμενο.
Παράλληλα με την επεξεργασία αυτών των σεναρίων ο ίδιος ο κ. Τσίπρας επιχειρεί να μεταφέρει το πολιτικό παιχνίδι των συσχετισμών και στο εξωτερικό, όπου επιδιώκει την καλλιέργεια ενός κλίματος συνεργασίας μεταξύ της κυβέρνησής του και της Κεντροαριστεράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο περιθώριο της συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες οι επαφές και οι συνομιλίες του περιελάμβαναν σχεδόν αποκλειστικά εκπροσώπους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας: τον Φρανσουά Ολάντ, τον Μάρτιν Σουλτς και τον Τζιάνι Πιτέλα.

ΟΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ
Η «πασοκογενής» κυβέρνηση
Η πρωτοφανώς σύντομη αποπομπή ενός στελέχους από την κυβέρνηση, όπως αυτή του Δ. Καμμένου, επισκίασε με διττό τρόπο κάθε άλλο σχόλιο για τη σύνθεση. Για τους πολιτικούς αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ το περιστατικό ήταν μια ένδειξη προχειρότητας. Για τους οπαδούς του, «ένα λάθος που διορθώθηκε γρήγορα», δημιουργώντας μάλιστα την εντύπωση ότι ακροδεξιές και ρατσιστικές συμπεριφορές δεν είναι ανεκτές. Παράλληλα η περίπτωση «χρεώθηκε» εν μέρει στον Π. Καμμένο…
Παρά ταύτα, κάποια άλλα χαρακτηριστικά της κυβέρνησης κρίθηκαν ως περισσότερο ενδιαφέροντα. Βασικό στοιχείο είναι η παραμονή του Ι. Δραγασάκη στη θέση του αντιπροέδρου, παρά τη βάσιμη αρχική εκτίμηση που τον έφερε στην Προεδρία της Βουλής. Η διατήρηση του κ. Δραγασάκη στην πρώτη γραμμή είναι κατά κάποιους (εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ) μια ένδειξη για το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας «βλέπει» πολιτικές εξελίξεις και θέλει να έχει σε πολιτικά μάχιμη θέση το κορυφαίο αυτό στέλεχος. Η εκτίμηση αυτή που διατυπώνεται από έμπειρα πρόσωπα στο περιβάλλον του Πρωθυπουργού δεν αφορά μόνο τους εσωκομματικούς συσχετισμούς αλλά και τους ευρύτερους.
Ενα άλλο, νέο χαρακτηριστικό στοιχείο της νέας κυβερνητικής σύνθεσης είναι η υπουργοποίηση τριών πρώην μελών των κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ (Θεοδώρα Τζάγκρη, Μ. Μπόλαρης και Π. Κουρουμπλής στη θέση του πρώτου τη τάξει υπουργού). Η κίνηση αυτή του κ. Τσίπρα, όπως και η αναβάθμιση του Χρ. Σπίρτζη, ερμηνεύθηκε ως σαφές μήνυμα του Πρωθυπουργού προς τους πασοκογενείς ψηφοφόρους για τη διάθεσή του να επιχειρήσει σταδιακά την «άλωση» της σοσιαλδημοκρατίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ