Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου, ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 επέστρεψαν στην Ελλάδα κάποια λαμπρά μυαλά εγκαταλείποντας ακόμη πιο λαμπρές καριέρες σε πανεπιστήμια της Αμερικής και της Αγγλίας. Την περίοδο πριν από την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης επιστράτευσε ό,τι καλύτερο υπήρχε στη χώρα, αναζητώντας ικανά στελέχη, παραβλέποντας την κομματική και συνδικαλιστική επετηρίδα, ακόμη και τις διαφορετικές πολιτικές καταβολές όσων εντάσσονταν στο επιτελείο του. Η «δεξαμενή» που δημιουργήθηκε τότε προμηθεύει και σήμερα τα πρόσωπα που καλούνται να υπηρετήσουν τη χώρα σε κρίσιμες θέσεις: Λουκάς Παπαδήμος, Γιάννης Στουρνάρας, Γκίκας Χαρδούβελης, Βασίλης Ράπανος διάγουν επί τριάντα συναπτά έτη βίους διασταυρούμενους γράφοντας τη σύγχρονη πολιτική και οικονομική ιστορία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που και ένας «γαλάζιος» πρωθυπουργός, ο Αντ. Σαμαράς, στην αποκαλούμενη «dream team της ΟΝΕ» προστρέχει για να διασφαλίσει σε αυτή την καθοριστική περίοδο κρίσιμα πόστα, όπως είναι η θέση του υπουργού Οικονομίας και αυτή του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τι συνέβη και αποξηράνθηκε τα τελευταία χρόνια η δεξαμενή των έμπειρων και ικανών τεχνοκρατών; Την απάντηση δίνει ο Αλ. Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Πολεμώντας τον επόμενο πόλεμο» (Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις). «Μετά το ξάφνιασμα και το μούδιασμα που υπέστησαν την περίοδο 1996 – 2000 οι δυνάμεις του ποπουλισμού επέστρεψαν αποφασιστικά. Μάλιστα πολλοί «ευκαιριακοί της εξουσίας» από εκείνους που υποδύθηκαν τους «μεγάλους εκσυγχρονιστές» το 1996 ήταν και εκείνοι οι οποίοι πρωτοστάτησαν εναντίον κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, όπως εκείνη η αποτυχημένη απόπειρα μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού τον Μάιο του 2001, καθώς και στην υγεία, την παιδεία, το φορολογικό σύστημα, την αγορά εργασίας, τη δημόσια διοίκηση. Το πνεύμα του εκσυγχρονισμού που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1990 από δύναμη αναδημιουργίας αναγορεύτηκε στη δεκαετία του 2000 από όλες τις πολιτικές ελίτ της χώρας σε ιδεολογικό εχθρό και συνεχίζει μέχρι σήμερα» γράφει.
Σχέσεις εμπιστοσύνης
Το 1984, όταν η χρεοκοπία της χώρας δεν υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα, ο κ. Παπαδήμος επέστρεψε στην Ελλάδα από τη Νέα Υόρκη, όπου δίδασκε στο Πανεπιστήμιο Columbia, με παραίνεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρη Χαλικιά. Για ένα έτος (1984 -1985) δίδαξε στην ΑΣΟΕΕ ως επισκέπτης καθηγητής Οικονομικών. Το επόμενο έτος εξελέγη τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παράλληλα ανέλαβε τη θέση του διευθυντή Οικονομικών Μελετών στην Τράπεζα της Ελλάδος. Την περίοδο 1985 – 1988 διετέλεσε μέλος της Νομισματικής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το 1993 εξελέγη πρόεδρος της μόνιμης υποεπιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Επιτροπής των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών. Τότε χειρίστηκε ζητήματα του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε συνεργασία με τον Μάριο Ντράγκι. Εκείνο το διάστημα υπήρξε η αφετηρία της σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε με τον Ι. Στουρνάρα και τον Ν. Γκαργκάνα –και οι δύο κατείχαν υψηλές θέσεις στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Η πρώτη κυβερνητική αποστολή του κ. Στουρνάρα ήταν το 1988 στη Ρωσία για να διαπραγματευτεί μαζί με τον Αναστάση Πεπονή τον αγωγό φυσικού αερίου. Μέχρι το 1985 δίδασκε ως λέκτορας στο Κολέγιο St. Catherine’s στην Οξφόρδη και εργαζόταν ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Ενεργειακών Σπουδών αλλά είχε επιστρέψει στην Αθήνα ως ειδικός σύμβουλος του υπουργείου Οικονομίας. Τον επιστράτευσε, δέκα ημέρες προτού απολυθεί από τον στρατό, ο υφυπουργός Ι. Παπαντωνίου, ο οποίος θυμόταν πάντοτε με εκτίμηση τον έναν από τους δύο φοιτητές του στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Αθηνών τον οποίο βαθμολόγησε με «Αριστα 10» –ο άλλος ήταν ο μετέπειτα καθηγητής Οικονομικών Ν. Θεοχαράκης.
Οταν τον παρουσίασε στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Κ. Σημίτη, εκτός των αναμενόμενων ερωτήσεων κλήθηκε να απαντήσει και σε μία που τον αιφνιδίασε. Οι δύο συνομιλητές του τού επισήμαναν ότι επειδή η θέση είναι πολιτική, θα δεχτεί ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους για την πολιτική του τοποθέτηση. «Στην οικογένειά μου ψηφίζουμε παραδοσιακά ΚΚΕ» απάντησε ο κ. Στουρνάρας. Οι συνομιλητές του απόρησαν. «Ψηφίζεις ΚΚΕ και είσαι λέκτορας στην Οξφόρδη;». Η συζήτηση έληξε εκεί γιατί αυτό που μετρούσε ήταν τα προσόντα και όχι η πολιτική προέλευση –βεβαίως ο λεπτολόγος κ. Σημίτης είχε φροντίσει να ζητήσει και τη γνώμη του καθηγητή Γιάννη Σπράου για το νέο μέλος του επιτελείου. Ο κ. Στουρνάρας, έπειτα από πενταετή θητεία στην Τράπεζα της Ελλάδος (1989 – 1994), ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
Συγκλίνουσες πορείες
Οι πορείες των προσώπων που πρωταγωνιστούν σε όλες τις σύγχρονες περιόδους κρίσης συνέκλιναν συνεχώς. Το καλοκαίρι του 1995 δημιουργήθηκε πρόβλημα με τον κυβερνητικό επίτροπο στην Τράπεζα Κρήτης, o οποίος έπρεπε να αλλάξει εν όψει της ιδιωτικοποίησης. Η συνήθης πρακτική ήταν να συμφωνούνται τέτοιου είδους θέματα ανάμεσα στην Τράπεζα της Ελλάδος, που είχε την τυπική ευθύνη, και στην κυβέρνηση. Ενα πρωί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Ιωάννης Μπούτος τηλεφώνησε στον Γιάννο Παπαντωνίου και τον ενημέρωσε ότι όχι μόνο είχε επιλέξει το πρόσωπο για τη θέση του επιτρόπου αλλά και ότι ο διορισμός του είχε ήδη σταλεί στο ΦΕΚ. Η έκπληξη ήταν δυσάρεστη για τον υπουργό, με δεδομένο το αυξημένο ενδιαφέρον της κυβέρνησης για τη συγκεκριμένη τράπεζα, και αμέσως ενημέρωσε τον Πρωθυπουργό. «Ποιον προτιμάς για τη θέση του Μπούτου;» ρώτησε χωρίς περιστροφές ο Ανδρέας Παπανδρέου. «Πιο κατάλληλο θεωρώ τον υποδιοικητή Λουκά Παπαδήμο» απάντησε ο κ. Παπαντωνίου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ζήτησε να του στείλει επιστολή στην οποία να εισηγείται την αντικατάσταση του Μπούτου από τον Παπαδήμο.
Ο Πρωθυπουργός τηλεφώνησε επίσης στον Αλέκο Παπαδόπουλο, που ήταν ο αρμόδιος υπουργός Οικονομίας, και ζήτησε τη γνώμη του για τον Παπαδήμο. Ο υπουργός και ο υποδιοικητής είχαν καθημερινή συνεργασία μέσω της οποίας γεννήθηκε μια μακρόχρονη φιλία. Ο κ. Παπαδόπουλος υπερθεμάτισε για τη συγκεκριμένη επιλογή και λίγες ημέρες αργότερα ο κ. Παπαδήμος ορκίστηκε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο Παπανδρέου πιεζόταν από τη Δήμητρα Λιάνη και από άλλους παράγοντες που κινούνταν τότε γύρω από τη σύζυγο του Πρωθυπουργού να διορίσει άλλο πρόσωπο ως διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Οπότε χρησιμοποίησε τους δύο υπουργούς ως ανάχωμα σε αυτές τις πιέσεις.

Η είσοδος Χαρδούβελη
Μετά τις εκλογές του 2000 υπήρξε αλλαγή φρουράς στο οικονομικό επιτελείο. Την είσοδο στο ευρώ τη χειρίστηκαν άλλα πρόσωπα. Ο Β. Ράπανος, ο οποίος είχε διατελέσει οικονομικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου, διαδέχθηκε τον Ι. Στουρνάρα (ανέλαβε διοικητής της Εμπορικής Τράπεζας) ως πρόεδρος του ΣΟΕ. Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών ορίστηκε ο Ν. Χριστοδουλάκης και ο Τ. Γιαννίτσης ανέλαβε υπουργός Εργασίας. Προτού μετακινηθεί στο νέο του πόστο ανέλαβε την υποχρέωση να βρει τον αντικαταστάτη του.

Ο Γκίκας Χαρδούβελης θεωρήθηκε ότι ήταν η καλύτερη επιλογή για τη θέση του οικονομικού συμβούλου του Πρωθυπουργού την οποία διατήρησε ως το 2004. Η πανεπιστημιακή του καριέρα, στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα, και η μακρά εμπειρία του σε κεντρικές τράπεζες και τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα συμπλήρωναν ένα βαρύ βιογραφικό: υπήρξε οικονομικός σύμβουλος του Ομίλου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (1996-2000), οικονομικός σύμβουλος στην Τράπεζα της Ελλάδος (1994-1995), αναπληρωτής του διοικητή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και σύμβουλος Ερευνών στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης (1987-1993). Από εκείνη την περίοδο χρονολογείται και η στενή προσωπική σχέση του με τον μετέπειτα πρόεδρο της FED Μπεν Μπερνάνκι.

Παρ’ όλα αυτά, όταν ανακοινώθηκε το όνομά του υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΠαΣοΚ, επειδή ο κ. Χαρδούβελης δεν ήταν ΠαΣοΚ. Εκείνος όμως είχε προνοήσει να ενημερώσει τον κ. Σημίτη ότι προερχόταν από νεοδημοκρατική οικογένεια της Αρκαδίας. «Αυτό δεν με ενδιαφέρει καθόλου» τον διαβεβαίωσε ο Πρωθυπουργός. Στη διάρκεια της θητείας του προετοίμαζε τις οικονομικές ομιλίες του κ. Σημίτη, τον συνόδευε σε Συνόδους Κορυφής. Επιπλέον, εξαιτίας του ήπιου χαρακτήρα του και της λεπτής αίσθησης του χιούμορ –όσοι τον γνωρίζουν παρατηρούν ότι έχει αναπτύξει μια γκαντικής εμπνεύσεως φιλοσοφία για την αποφυγή της βίας στην πολιτική και στην οικονομία –είχε αναλάβει να διευθετεί τους υπουργικούς καβγάδες με κορυφαία τη σύγκρουση του Ν. Χριστοδουλάκη και του Χρ. Βερελή για την ένταξη του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου στο Χρηματιστήριο.
Οκτώ χρόνια μετά επέστρεψε στο Μέγαρο Μαξίμου ως διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου, από τον Νοέμβριο του 2011 ως τον Μάιο του 2012. Ο κ. Παπαδήμος κλήθηκε στη ζοφερή μετά Καννών εποχή να διαπραγματευτεί το δεύτερο πακέτο στήριξης με την τρόικα καθώς και την περικοπή του χρέους, το περίφημο PSI. Η στενή σχέση Παπαδήμου – Χαρδούβελη ήταν φανερή από την πρώτη ώρα, μάλιστα του ανατέθηκε το πιο βαρύ καθήκον: ήταν ο σύνδεσμος του Πρωθυπουργού με τον υπουργό Οικονομικών Ευ. Βενιζέλο, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλο και την υπουργό Ανάπτυξης Αννα Διαμαντοπούλου.

Παρακολουθούσε το PSI, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και το πρόγραμμα επενδύσεων. Οσοι τον γνώρισαν εκείνη την περίοδο λένε ότι έχει μια μοναδική ικανότητα να παρουσιάζει με απλά λόγια σύνθετα οικονομικά ζητήματα και να δομεί ακλόνητα επιχειρήματα. Ηταν εκείνος που ετοίμασε τους φακέλους που πήρε μαζί του ο Παπαδήμος στη Σύνοδο Κορυφής, στις Βρυξέλλες, όταν έγινε η τελική διαπραγμάτευση για το χρέος, με στοιχεία που έδειχναν πως η Ελλάδα μειώνοντας το εργατικό κόστος είχε αποκαταστήσει τους ρυθμούς ανταγωνιστικότητας. Θρυλικά όμως έχουν μείνει τα επτά σημειωματάρια, στα οποία κατέγραφε λεπτομερώς όλα τα στάδια των διαπραγματεύσεων με την τρόικα και μάλιστα με καθαρά καλλιγραφικά γράμματα!


Τα εύσημα των Γερμανών
«Η υποτίμηση ήταν ένα αριστούργημα»!

Οι σχέσεις των προσώπων σφυρηλατήθηκαν πραγματικά στην υποτίμηση της δραχμής το 1998. Το θέμα αυτό ήταν πυρηνική βόμβα για την κυβέρνηση και για να κρατηθεί απόρρητο στήθηκε μια επιχείρηση στρατιωτικού τύπου. Το παραμικρό λάθος μπορούσε να φέρει την καταστροφή και γι’ αυτό την υπόθεση χειρίστηκε μια κλειστή ομάδα εμπιστοσύνης: Κ. Σημίτης, Γ. Παπαντωνίου, Λ. Παπαδήμος, Τ. Γιαννίτσης (οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού), Ι. Στουρνάρας (πρόεδρος του ΣΟΕ), Ν. Γκαργκάνας και Π. Θωμόπουλος (υποδιοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος).

Προς το τέλος του 1997 η κυβέρνηση παρατήρησε ότι αυξανόταν η πίεση στη δραχμή. Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρούνται τα επιτόκια υψηλά και το κόστος του χρήματος να υπερβαίνει τα επιθυμητά όρια. Η υποτίμηση της δραχμής στις 13 Μαρτίου 1998 ήταν αναγκαία προκειμένου να αποκατασταθούν οι σωρευμένες απώλειες ανταγωνιστικότητας της προηγούμενης πενταετίας, αλλά και για να ενταχθεί η χώρα στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι έμπαινε στην τελική ευθεία για την ένταξη στην ΟΝΕ.
Ο Παπαντωνίου κάλεσε σε κατ’ ιδίαν συνάντηση τον Παπαδήμο και συμφώνησαν ότι η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει στην υποτίμηση της δραχμής. Στη συνέχεια ενημέρωσαν τον κ. Σημίτη και από εκείνη τη στιγμή εκτυλίχθηκε μια υπόθεση με σασπένς κατασκοπευτικού θρίλερ. Επί δύο μήνες ο Παπαδήμος και ο Στουρνάρας, πότε με τη συνοδεία του Γκαργκάνα και πότε του Θωμόπουλου, επισκέπτονταν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προκειμένου να πείσουν τις κυβερνήσεις για την αναγκαιότητα της υποτίμησης. Η αποστολή αυτή ήταν ένας άθλος από μόνη της: έπρεπε να πειστούν 15 υπουργοί Οικονομικών και άλλοι τόσοι διοικητές Κεντρικών Τραπεζών.
Η μυστικότητα ήταν τόσο απόλυτη, ώστε όταν πλέον χρειάστηκε να συνομιλήσει ο Παπαντωνίου με τον αρμόδιο Επίτροπο Ντε Σιλγκί, του έκλεισε ραντεβού στις Βρυξέλλες, αλλά όχι στο γραφείο του ούτε σε κάποιο από τα γνωστά εστιατόρια ούτε καν σε ένα απομακρυσμένο από το κέντρο μπιστρό. Η πρόσκληση αφορούσε δείπνο σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό έξω από τις Βρυξέλλες!
Ο Ντε Σιλγκί δεν εξέφρασε άποψη επί του θέματος, είπε μόνο ότι έπρεπε να ενημερωθούν οι Γερμανοί. Πράγματι, το θέμα συζητήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Τέο Βάιγκελ και τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Χανς Τιτμάγερ. Και οι δύο ήταν επιφυλακτικοί. «Πρέπει να το εξετάσουμε» είπαν.
Στην Αθήνα, το επιτελείο έχτιζε επιχειρηματολογία για να ρίξει στάχτη στα μάτια του Τύπου, καθώς είχαν αρχίσει να εμφανίζονται νύξεις σε διάφορα δημοσιεύματα για το πόσο ατελέσφορη και ανόητη θα ήταν η υποτίμηση της δραχμής εκείνη την περίοδο. Πράγματι, η επιχειρηματολογία αποδείχτηκε τόσο αποτελεσματική, ώστε δεν υπήρξε η παραμικρή ρωγμή στο απόρρητο.
Σημίτης, αντιλαμβανόμενος ότι οι διαπραγματεύσεις σχοινοβατούν με ευθύνη των εταίρων, αποστέλλει εμπιστευτική επιστολή στον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ. Η απάντηση που λαμβάνει είναι αμφίσημη, οπότε αναλαμβάνει να διαπραγματευτεί ξανά ο Παπαντωνίου με τον Βάιγκελ. Για να αποκλειστεί και η παραμικρή πιθανότητα διαρροής, το τηλεφώνημα γίνεται από το Κοινοβούλιο κατά τη συζήτηση νομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, από το τηλέφωνο ενός υπαλλήλου της Βουλής. Αυτή τη φορά φάνηκε να υπάρχει φως για συμφωνία.
Την Πέμπτη 12 Μαρτίου λαμβάνεται η απόφαση για την υποτίμηση και δίδεται εντολή στον Στουρνάρα να ζητήσει την άμεση σύγκληση της Νομισματικής Επιτροπής από τον πρόεδρό της Νάιτζελ Γουίκς και στη συνέχεια να ενημερωθεί το Eco/Fin. Στις Βρυξέλλες όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ευνοϊκά. Η διαπραγμάτευση ήταν κτηνώδης, διήρκεσε περίπου 24 ώρες και ο Στουρνάρας δέχτηκε ομοβροντία πυρών από τις βόρειες χώρες. Η κατάσταση έφτασε σε αδιέξοδο όταν ο υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Γιούργκεν Σταρκ επέμενε ανυποχώρητα: «Να λύσετε και το Aσφαλιστικό τώρα!».
Ο Στουρνάρας αργά το βράδυ τηλεφωνεί στον Σημίτη και στον Παπαντωνίου που περίμεναν με αγωνία τα νέα και τους εξηγεί πώς έχουν τα πράγματα. Η εντολή που παίρνει είναι: «Αν περάσει αυτό, να μη γυρίσεις πίσω!». Ο πρόεδρος του ΣΟΕ μπαίνει ξανά στη συνεδρίαση και μεταφέρει την εντολή που έλαβε από τον Πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Η διαπραγμάτευση, που ξεκίνησε με την Bundesbank να ζητεί υποτίμηση 20% και την ελληνική κυβέρνηση να επιμένει στο 10%, έκλεισε τελικώς ανέλπιστα καλά στο 12,1%, που μεταφραζόταν σε ισοτιμία 375 δραχμές ανά ECU. Η συμφωνία αυτή άλλαξε το κλίμα για τη χώρα μας στην Ευρώπη, ευνοώντας την είσοδο στην ΟΝΕ, επιπλέον οι αγορές ανατίμησαν τη δραχμή, η υποτίμηση έπεσε στο 10% και έτσι έγινε κατορθωτή η είσοδος στο ευρώ με ισοτιμία 340,75 δραχμές ανά ευρώ. Μάλιστα, ο Βάιγκελ σε επόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ αναφώνησε: «Η υποτίμηση που έκανε η Ελλάδα ήταν ένα αριστούργημα!».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ