Μάχη με τον χρόνο καλείται να δώσει ο νέος ένοικος της Κουμουνδούρου Πάνος Σκουρλέτης προκειμένου να ανατάξει το κυβερνών κόμμα, το οποίο βρίσκεται, λίγους μήνες πριν από τις πολλαπλές εκλογικές μάχες (ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές και εθνικές), σε δεινή θέση. Για κάποιους το πόστο του γραμματέα, στο οποίο αναδείχθηκε καθ’ υπόδειξη του Πρωθυπουργού ο μέχρι προ ημερών πρώτος τη τάξει υπουργός Εσωτερικών, ισοδυναμεί με «ηλεκτρική καρέκλα».
Αν και σύμφωνα με εκτιμήσεις κομματικών παραγόντων ο κ. Σκουρλέτης δεν θα επιθυμούσε, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, να αποχωρήσει στην παρούσα συγκυρία από την κυβέρνηση, ωστόσο η επιμονή του Πρωθυπουργού και οι διεργασίες που ακολούθησαν συνέτειναν στο να διαμορφωθεί το απαραίτητο συλλογικό πλαίσιο το οποίο θεωρήθηκε από τον ίδιο αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να αναλάβει τα ηνία του αποδυναμωμένου κόμματος.

Η επανεκκίνηση

Βεβαίως, δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι ο κ. Σκουρλέτης, ο οποίος δεν ανήκει στο «προεδρικό» περιβάλλον, θα είναι «τιμονιέρης» σε ένα κόμμα όπου σε επίπεδο μηχανισμών κυριαρχούν οι «προεδρικοί»! Ωστόσο, η ευρύτατη αποδοχή του από τα μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ (από τα 144 παρόντα μέλη τον ψήφισαν τα 126) καταδεικνύει ότι αυτό στο οποίο έχουν συγκλίνει όλες οι πλευρές είναι ότι προέχει η πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά η επανεκκίνησή του, καθώς έχει περιέλθει σε αδράνεια.
Μένει να φανεί αν ο κ. Σκουρλέτης θα κατορθώσει να εμπνεύσει στελέχη και μέλη ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να βγει από το οργανωτικό και πολιτικό τέλμα στο οποίο βρίσκεται για να επανακτήσει τη χαμένη επαφή του με την κοινωνία.
«Εκλογές χωρίς κόμμα δεν γίνονται» λένε, άλλωστε, όσοι γνωρίζουν καλά την κατάσταση αποδιοργάνωσης και συρρίκνωσης στην οποία έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό, πληρώνοντας το κόστος της στελεχιακής «αφαίμαξής» του από την κυβέρνηση, της διάσπασης του 2015, της απομάκρυνσής του από την κοινωνία λόγω της μνημονιακής μετάλλαξής του, της ταύτισης και αφομοίωσής του από την κυβέρνηση, καθώς και της υποβάθμισης των συλλογικών λειτουργιών του.

Aπογοήτευση

Είναι ενδεικτικό ότι τον Αύγουστο του 2015, με την αποχώρηση των «Λαφαζανικών» λόγω του τρίτου Μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε το 48% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, το 35% των μελών των νομαρχιακών, το 14% των μελών των οργανώσεων και ένα 3% των οπαδών του. Το 2013 ο ΣΥΡΙΖΑ αριθμούσε περί τα 30.000 μέλη. Παρά τις απώλειες λόγω της διάσπασης, κατόρθωσε σταδιακά να πλησιάσει ξανά τον αριθμό αυτόν, ο οποίος σήμερα είναι μόνο στα χαρτιά, καθώς εκτιμάται ότι από τα 30.000 περίπου μέλη μόνο το 30% (1 προς 4) περίπου είναι κομματικά ενεργά, δηλαδή παίρνουν μέρος στις εσωκομματικές λειτουργίες.
Ετσι η συμμετοχή των μελών στις οργανώσεις έχει ατονίσει ανησυχητικά, η απουσία οργανωτικών στελεχών είναι εμφανής και η παρέμβαση του κόμματος στις τοπικές κοινωνίες είναι υποτυπώδης έως οικτρή, με τα στοιχεία της παραίτησης και της απογοήτευσης να επικρατούν μεταξύ των μελών του. Και όλα αυτά σε μια καθοριστική για τον ΣΥΡΙΖΑ συγκυρία, κατά την οποία το κυβερνών κόμμα προσβλέπει σε ευρείες κοινωνικές συμμαχίες στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας πλατιάς πολιτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας που θα οδηγήσει τη χώρα στη μεταμνημονιακή εποχή.

«Το κόμμα για μας είναι αναπόσπαστο κομμάτι στην προσπάθεια αυτή» διακήρυξε ο Αλέξης Τσίπρας, διαπιστώνοντας πλέον και ο ίδιος ότι «κανένα αξίωμα κυβερνητικό ή όποιο άλλο δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τα αξιώματα που προσδιορίζονται από τη συλλογική μας βούληση και τη συλλογική κομματική μας λειτουργία». Μόνο που αυτή έχει εκλείψει, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις πολλών στελεχών που έχουν εκδηλώσει την ανησυχία τους. Μεταξύ αυτών και οι «53+», οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει εγκαίρως ότι «το κόμμα δεν πρέπει να έχει στραμμένο το βλέμμα στην κυβέρνηση, αλλά προς την κοινωνία και τις ανάγκες της, με στρατηγική συγκρότησης κοινωνικών μετώπων», αξιώνοντας ένα κόμμα «μαζικό, με συλλογικές δημοκρατικές λειτουργίες και διακριτό ρόλο έναντι της κυβέρνησης».
Αλλά και η παρέμβαση του πρώην υπουργού Νίκου Φίλη στην πρόσφατη ΚΕ κατέδειξε το μέγεθος του προβλήματος: «Δεν πάσχουμε κυρίως από έλλειμμα οργανωτισμού, αλλά από πολιτικές και ιδεολογικές παθογένειες, που περιθωριοποιούν το κόμμα» είπε, υπογραμμίζοντας ότι «ο κυβερνητισμός απονευρώνει ιδεολογικοπολιτικά το κόμμα» και «οδηγεί να διαμορφώνονται στο κόμμα δίκτυα εξυπηρέτησης και όχι θεσμοί πολιτικής συμμετοχής και αγώνων».

Ανοίγματα


«Χρειάζονται ανοίγματα και συμμαχίες και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο. Δεν θα πρέπει να τις φοβηθούμε, αντίθετα πρέπει να τις επιδιώξουμε, αλλά προφανώς σε μια στέρεη προγραμματική βάση, με τον αντίστοιχο πολιτικό προσανατολισμό» έχει δηλώσει ο κ. Σκουρλέτης. Στο πεδίο αυτό άλλωστε θα αναμετρηθούν και οι διαφορετικές στρατηγικές και στοχεύσεις που εκδηλώνονται στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος ως προς τις συμμαχίες και τον χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι χαρακτηριστική η προτροπή – αιχμή του κ. Φίλη στην ΚΕ ότι «συγκροτούμε τις συμμαχίες μας από το έδαφος της Αριστεράς, χωρίς να επιδιώκουμε εμείς να γίνουμε κάτι άλλο για να είμαστε αποδεκτοί από άλλες δυνάμεις». Οπως και το «όχι» που είπε στη «μανιχαϊστική αντίληψη για την πολιτική, σύμφωνα με την οποία εμείς εκπροσωπούμε το απόλυτο καλό και συγκρουόμαστε με όλους τους άλλους».

Το στοίχημα για την επόμενη μέρα και οι εκλογές

Η Κουμουνδούρου βρίσκεται ενώπιον μιας μεγάλης πρόκλησης: της οργανωτικής και πολιτικής ανασύνταξης του ΣΥΡΙΖΑ. Οπως διαπιστώνει στέλεχος με νευραλγικό ρόλο – τον συντονισμό μεταξύ κυβέρνησης, κόμματος και Κοινοβουλευτικής Ομάδας –, «η πολιτική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιστοιχείται με την κοινωνική δικτύωσή του». Πρόκειται για το μέλος της Πολιτικής Γραμματείας Νίκο Σκορίνη, ο οποίος θεωρεί ότι το στοίχημα θα κριθεί από τον βαθμό που το κόμμα θα κατορθώσει να εμβαθύνει πολιτικά και προγραμματικά ως προς το κεντρικό σχέδιο που αναλαμβάνει την επόμενη μέρα των μνημονίων και «θα βγει ανοιχτά και θαρρετά στην κοινωνία», διαμορφώνοντας τις κοινωνικές εκείνες συμμαχίες που θα πιέζουν στην κατεύθυνση ενός προοδευτικού τόξου. «Το δίλημμα είναι πρόοδος ή συντήρηση και ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να πρωταγωνιστήσει στη μόχλευση του κοινωνικού σώματος ώστε να έχει ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση ενός προοδευτικού προγράμματος, το οποίο θα απαντά στις ανάγκες των πολλών» αναφέρει ο κ. Σκορίνης, υπογραμμίζοντας ότι αυτό που χρειάζεται είναι ένα «πολιτικό σχέδιο μεστό, καθαρό, αποτελεσματικό, πειστικό για την κοινωνία». Χωρίς αυτό θα είναι δύσκολο να γίνει ανάταξη στο κόμμα και να ενεργοποιηθεί το κομματικό προσωπικό το οποίο καλείται να απευθυνθεί στην κοινωνία.

Οι διεργασίες εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών θα αποτελέσουν έναν κρίσιμο κρίκο στην προσπάθεια ανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ στις τοπικές κοινωνίες, όπου οι συνδυασμοί του έχουν ελάχιστη παρουσία, όπως άλλωστε και στα συνδικάτα. Σύμφωνα με τον κ. Σκορίνη, αυτό που επιβάλλεται είναι ένας ανοικτός δίαυλος συζήτησης με το κόμμα κατά νομό και ουσιαστικές συμμαχίες στα αυτοδιοικητικά σχήματα. Αυτός ήταν άλλωστε και ο απώτερος στόχος της υιοθέτησης της απλής αναλογικής στις αυτοδιοικητικές εκλογές, που φέρει την υπογραφή του κ. Σκουρλέτη ως υπουργού Εσωτερικών.
Είναι ένας επιπλέον λόγος που ο κ. Τσίπρας τον ήθελε για τη θέση του γραμματέα, καθώς γνωρίζει το αυτοδιοικητικό τοπίο και μπορεί να παίξει ρόλο στην ώθηση των προσδοκώμενων τοπικών συμμαχιών και συνεργασιών, παρά την απροθυμία που γενικώς διαπνέει τις κατά τόπους κομματικές δυνάμεις. Οπως και να έχει, η μεταμνημονιακή φάση αποτελεί για τους επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ το νέο πεδίο επί του οποίου θα διαμορφωθούν οι πολιτικοί όροι για τις νέες συμμαχίες και τους νέους συσχετισμούς, στους οποίους προσβλέπει και πέραν των αυτοδιοικητικών εκλογών για να αντιστρέψει το κλίμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ