Διανοούμενοι. Ενας όρος διαφιλονικούμενος και ρευστός, ενίοτε ολισθηρός. Ενας όρος εντός ή εκτός εισαγωγικών. Ας σταθούμε στους εγχώριους. Με ποιους τρόπους συμμετέχουν στην πολιτική αντιπαράθεση τα τελευταία χρόνια; Ποιες είναι οι διακυμάνσεις στη συμπεριφορά τους σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, από την αντιπολιτευτική του περίοδο ως την κατάκτηση της εξουσίας; Πώς αναδιατάσσονται από το λεγόμενο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο»; Και τι σχέση έχουν οι ίδιοι με τις αυταπάτες, την ιδιοτέλεια και, πρωτίστως, τη σιωπή; «Μπορούμε, σχηματικά πάντοτε, να διακρίνουμε τρεις τύπους διανοουμένων. Πρώτον, τους αριστερούς που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί, ιδιαίτερα κατά την πρώτη φάση της χρεοκοπίας, είτε μέσα από την τηλεοπτική τους παρουσία είτε μέσα από τα γραπτά τους, ήταν έντονα θορυβώδεις. Ορισμένοι μάλιστα έκαναν και πολιτική καριέρα. Σήμερα αυτό που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη αριστερή διανόηση είναι η σιωπή, η οποία είναι εντυπωσιακή, εκθαμβωτική. Πάντως είναι σαφές ότι μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 βρέθηκε σε ένα κενό στρατηγικής που προσέλαβε χαρακτηριστικά υπαρξιακής αμηχανίας –δηλαδή, προς τα πού πάμε τώρα;» είπε στο «Βήμα» ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Υπάρχει και η προοδευτική διανόηση ή αλλιώς η μη-ΣΥΡΙΖΑ διανόηση (κινείται μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού) η οποία φαίνεται να είναι χωρισμένη στα δύο, όπως υποστηρίζει ο ίδιος. «Στους μη-ΣΥΡΙΖΑ διανοουμένους διακρίνουμε δύο επιμέρους κατηγορίες: από τη μια μεριά, τους αντι-ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν και στο ανάλογο μέτωπο και, από την άλλη, αυτούς που ναι μεν δεν είναι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ αλλά διαφοροποιούνται από την αντι-ΣΥΡΙΖΑ λογική. Αυτό που προσδιορίζει τους αντι-ΣΥΡΙΖΑ είναι η θέση «να φύγει αυτή η κυβέρνηση με κάθε τρόπο και όσο το δυνατόν πιο γρήγορα επειδή ό,τι κι αν έρθει θα είναι σίγουρα καλύτερο». Αυτό ενέχει κατ’ εμέ έναν κίνδυνο τύφλωσης: να καθίστανται τα πάντα δευτερεύοντα εν ονόματι της εκδίωξης των κυβερνώντων. Διότι αυτό πρωτεύει. Τα υπόλοιπα, λένε, θα τα βρούμε αργότερα. Θυμίζουν καμιά φορά τους κομμουνιστές που τα αφήνουν όλα στην έλευση του σοσιαλισμού… Ακόμη και τώρα, παρά τη δεδομένη στροφή του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ εκλαμβάνεται με επιφυλακτικότητα και καχυποψία από αυτό το κομμάτι της διανόησης, αν όχι με εχθρότητα. Δείτε λ.χ. την υπόθεση του Μακεδονικού. Ακόμα κι αν θεωρούν ότι η συμβιβαστική ονομασία και η συμφωνία με τη γειτονική χώρα ήταν η καλύτερη και η πιο ρεαλιστική λύση, όχι μόνο την υποβαθμίζουν στην προσπάθειά τους να μην κερδίσει κανέναν πόντο η κυβέρνηση, αλλά την επικρίνουν κιόλας. Υπάρχει όμως και ένα άλλο τμήμα της μη-ΣΥΡΙΖΑ διανόησης που θεωρεί ότι, όσο αναπαράγεται αυτού του είδους η πολιτική αντιπαράθεση, δεν συντελείται καμία πρόοδος σε κανένα επίπεδο, κάτι που πιστεύω κι εγώ. Υπάρχει ανάγκη, κοντολογίς, να βρεθούν μηχανισμοί συναινέσεων στα μεγάλα προβλήματα της χώρας η οποία είναι ενταγμένη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γιατί; Σήμερα οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα έχουν πολύ περισσότερα κοινά από όσα παριστάνουν ότι έχουν και αν υπάρχει ένα μεγάλο παραμύθι είναι αυτό το άσπρο – μαύρο που παίζουν και οι δύο πλευρές. Η ταλάντωση του εκκρεμούς, για να το πω αλλιώς, είναι πλέον πολύ χαλαρή».

Η πολωτική στρατηγική

Οι συναινέσεις, βέβαια, θέλουν δύο (τουλάχιστον) και (ασφαλώς) ένα κλίμα καταλλαγής. Δεν είναι άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ ο βασικός παράγοντας πόλωσης στην πολιτική ζωή εσχάτως; «Δεν συμφωνώ με αυτή την οπτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2010-2015 πολιτεύτηκε ως ένα επιθετικό ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα με διακυμάνσεις στη ρητορική του. Πράγματι, μέχρι το 2015, η πολωτική του στρατηγική ήταν καινοφανής επειδή έδειχνε –τουλάχιστον στα λόγια –να φέρνει μια κρίσιμη ανατροπή στον προσανατολισμό της χώρας. Το 2015 όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε και γι’ αυτό αναγκάστηκε να αλλάξει απότομα. Δεν είχε άλλον δρόμο. Και από το 2016, όλο και πιο καθαρά, η στάση του διαφοροποιήθηκε. Η σημερινή πόλωση, στην οποία σωστά αναφέρεστε, μοιάζει πολύ περισσότερο με όσα η Ελλάδα έχει ζήσει στην πρόσφατη μεταπολιτευτική ιστορία της, δεν είναι κάτι εξόχως διαφορετικό. Θυμίζω λ.χ. την περίοδο 1989-1990. Σήμερα η πολωτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εγώ τουλάχιστον τη διαβάζω, είναι περισσότερο επικοινωνιακού χαρακτήρα εν όψει εκλογών παρά ουσιώδες χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας του» κατέληξε ο Νίκος Μαραντζίδης.
«Δηλαδή τι μας λένε αυτοί που επικρίνουν την αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάση; Να λέει και να κάνει ό,τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, να διχάζει, να σπέρνει το μίσος, να υβρίζει, να προπηλακίζει αλλά δεν πειράζει, εμείς πρέπει να είμαστε υπεράνω, να μη δίνουμε σημασία και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ισχυρός (προς το παρόν), να συνομιλούμε μαζί του, να τον προσεταιριστούμε και να φτιάξουμε την προοδευτική παράταξη. Δεν πρέπει, μας λένε, να περιμένουμε να ζητήσει συγγνώμη διότι δεν πρόκειται να το κάνει. Ας συμβιβαστούμε με αυτό που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ας το αποδεχθούμε για να πάμε παρακάτω. Πού παρακάτω; Πιο κυνική και απεχθή αντίληψη της πολιτικής δεν μπορώ να σκεφτώ» σημείωσε η Βάσω Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Τι πρόβλημα υπάρχει στο να είσαι αντι-Χ; Η ταυτότητα του καθενός, είτε αυτό είναι πρόσωπο είτε κόμμα, χτίζεται στη σχέση του με τους άλλους, στην αντιπαράθεση και στη διαφοροποίηση. Και μπορεί να μην είναι σωστό να συγκροτεί κανείς την ταυτότητά του μονοθεματικά και μονοδιάστατα, αλλά στην πολιτική πάντα υπάρχει αυτό που έχει προτεραιότητα. Οπότε είναι απολύτως θεμιτό να είναι κανείς αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή τη στιγμή έχει μεγάλη προτεραιότητα να απαλλαγεί η χώρα από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι το μείζον» επιμένει. «Διότι πνίγει τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Συμπεριφέρεται σαν να ενδιαφέρεται μόνο για ένα μέρος του πληθυσμού κάνοντας αδικαιολόγητες διακρίσεις εις βάρος των άλλων. Αλλά παραπλανά και το δικό του κοινό ως προς το ποιο είναι το συμφέρον του. Παρουσιάζει το συμφέρον του ΣΥΡΙΖΑ (ή ενός μέρους του ΣΥΡΙΖΑ) ως συμφέρον της χώρας».
Ως προς τους διανοουμένους, η ίδια υπογράμμισε ότι «με την κρίση, μεγάλη σημασία έπαιξε η αντίθεση αρκετών από αυτούς στη μεταρρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης επί Διαμαντοπούλου διότι αυτή η μεταρρύθμιση θεωρήθηκε νεοφιλελεύθερη, οπότε στρατεύθηκαν με τους εχθρούς της, τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο νόμος στην ουσία προσπαθούσε να σπάσει διάφορες παγιωμένες καταστάσεις στα ελληνικά ΑΕΙ και να τα εκσυγχρονίσει». Κυρίως όμως, συνέχισε η Βάσω Κιντή, «η προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ διανόηση (δεν λέω η διανόηση της Αριστεράς εν γένει διότι υπήρξαν και υπάρχουν διανοούμενοι που μιλούν από αριστερή σκοπιά και δεν συντάχθηκαν ποτέ με τον ΣΥΡΙΖΑ) υιοθέτησε άκριτα τις αντιλήψεις περί μετα-αποικιοκρατίας που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό και τις οποίες μετέφερε χωρίς καμία επιφύλαξη και στην Ελλάδα, χωρίς να ενδιαφερθεί να ελέγξει τι πραγματικά ισχύει εδώ. Γι’ αυτό μιλούν για κρυπτο-αποικία και χρεοδουλοπαροικία. Αυτή η αντίληψη βρήκε εύφορο έδαφος και συνδέθηκε με την παλαιότερη που απέδιδε όλα τα δεινά στους ξένους οι οποίοι αδικούν και επιβουλεύονται τη χώρα. Το πρώτιστο για αυτούς τους διανοουμένους ήταν η υπεράσπιση μιας παράταξης και η προσφορά σε αυτή ενός λόγου, ενός αφηγήματος».



ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ
Η ιδεολογία και η ιδεοληψία της απελπισίας

Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι σήμερα ο πιο γνωστός έλληνας συγγραφέας στην Ευρώπη και στη διάρκεια των ταξιδιών του άκουσε πολλά. «Αυτοί που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, προβαίνοντας έτσι σε ένα μεγάλο λάθος, δεν ήταν μονάχα Ελληνες. Συνάντησα λ.χ. πολλούς ιταλούς ή ισπανούς διανοουμένους που μου έλεγαν, ορίστε, επιτέλους έρχεται η Αριστερά! Και όταν εγώ προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι, παιδιά κοιτάξτε, αυτό είναι ένα κόμμα λαϊκιστικό με έναν δήθεν αριστερό λόγο, εκείνοι μου αντέτειναν ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Θέλω να πω, δεν ήταν μόνο οι εγχώριοι διανοούμενοι, ήταν γενικό το φαινόμενο στην Ευρώπη, υπήρξε μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων που νόμισαν ότι είδαν το φως το αληθινό. Από κει και πέρα, βέβαια, για να μιλήσω αποκλειστικά για την Ελλάδα: η στήριξη που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη διανόηση διευκολύνθηκε από τα πεπραγμένα των προηγούμενων κυβερνήσεων. Διότι, ας μη γελιόμαστε, την κρίση στη χώρα δεν την έφερε ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ο Τσίπρας. Η ιδέα, λοιπόν, ότι έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ σαν άλλος σωτήρας να μας σώσει ήταν σε έξαρση ως αποτέλεσμα δύο κυρίων παραγόντων, της ιδεολογίας (ή της ιδεοληψίας) και της απελπισίας. Και αν αυτή τη στιγμή οι διανοούμενοι που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σιωπούν, που εγώ δέχομαι ότι σιωπούν, είναι επειδή η προσωπική υπέρβαση δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Είναι δύσκολο τώρα, τη στιγμή της μεγάλης αποτυχίας, να βγεις και να κατηγορήσεις αυτό που στήριξες. Εχουμε να κάνουμε, δυστυχώς, με ένα συγκεκριμένο είδος σιωπής, τη σιωπή του αυτοπαγιδευμένου».

Και πρόσθεσε ο Πέτρος Μάρκαρης: «Εχουν απόλυτο δίκιο να ασκούν σφοδρή κριτική σε μια κυβέρνηση που θριαμβολογεί τη στιγμή που ο ελληνικός λαός πληρώνει τα χοντρά λάθη που έχει κάνει. Εχουν απόλυτο δίκιο να ουρλιάζουν και να απαιτούν το λιγότερο σεμνότητα από τους κυβερνώντες και όχι διαγγέλματα εξ Ιθάκης, γιατί το δράμα των Ελλήνων συνεχίζεται. Από την άλλη μεριά, αν υπάρχει ένα άδικο είναι αυτό της ωραιοποίησης του παρελθόντος, γιατί το παρελθόν δεν ήταν καθόλου ωραίο. Να είμαστε ειλικρινείς».

ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΤΙΝΙΔΗΣ
Κατάπιαν τελείως αμάσητο τον Καμμένο

Με τον Πέτρο Μαρτινίδη, ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συγγραφέα, η συζήτηση άγγιξε κάποια στιγμή και τους «μαζεμένους» διανοουμένους, όπως ο ίδιος τους ονόμασε, λ.χ. τον Ραϊμόν Αρόν την εποχή που ο Σαρτρ αλώνιζε στη Γαλλία. Στα καθ’ ημάς, για να το προσαρμόσουμε αναλόγως, υπήρξαν τέτοιοι «μαζεμένοι» διανοούμενοι; «Μάλλον όχι. Τουλάχιστον οι πιο σημαντικοί, αυτοί που έχουν μια κάποια επιρροή. Αλλοι που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στρατεύτηκαν έντονα, εξακολουθούν να το κάνουν και, αφού παραμένουν στο παιχνίδι, χρησιμοποιούν την ευγλωττία τους για να ωφελήσουν τους εαυτούς τους. Αλλοι πάλι τηρούν πλέον μια στάση πιο σιωπηλή. Οι πιο ανοιχτόμυαλοι από αυτούς δεν τολμούν να εκτεθούν τόσο πολύ. Κρατούν πιο αφανή τη δική τους υποστήριξη, για να μη γίνουν τελείως ρεζίλι».

Τη συστηματική συνεργασία με τους ΑΝΕΛ – αναρωτιούνται πολλοί – την κατάπιαν αμάσητη οι διανοούμενοι της Αριστεράς; «Κοιτάξτε, οι πιο ευαίσθητοι, ας πούμε, δεν τον κατάπιαν τελείως αμάσητο τον Καμμένο, αλλά το γεγονός ότι το μουρμούριζαν στους στενούς φίλους ή τις ερωμένες τους, χωρίς ωστόσο να βγουν δημοσίως και να πουν τι αηδία είναι αυτή, οπωσδήποτε τους χαρακτηρίζει, είναι ένα είδος εξαγοράς, όπως και να το κάνουμε… Δεν γίνεται να έχουν υποστηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ και να μη βγαίνουν να μας πουν τουλάχιστον τη γνώμη τους για τη σύμπραξή του με ό,τι δεξιότερο υπάρχει πριν από τη Χρυσή Αυγή» είπε ο Πέτρος Μαρτινίδης.
«Στον αναβρασμό εκείνων των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων έσπευσα δύο φορές να ψηφίσω κόμματα που φαίνονταν να υπερσκελίζουν τη Χρυσή Αυγή. Απέτυχα και τις δύο φορές αλλά δεν εξουθενώθηκα. Ελπίζω να μη με πάρει από κάτω, ελπίζω να μη με αναγκάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την προσπάθειά του να πείσει ότι όλη η αντιπολίτευση είναι ακροδεξιά και τίποτε άλλο, να ψηφίσω για πρώτη φορά τη Νέα Δημοκρατία τώρα στα γεράματα» συμπλήρωσε ο ίδιος ειρωνικά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ
Διπλά μέτρα και σταθμά, εθελοτυφλία και φανατισμός

Ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης, από την πλευρά του, είναι ακόμη πιο καυστικός: «Τώρα με τα social media γίναμε όλοι διανοούμενοι – γιατί όχι όταν γίνονται υπουργοί ακόμα και εντελώς τυχάρπαστοι; Ολοι οι Αιθίοπες εκγυμνάζονται, που έλεγε ο Σεφέρης. Μικροί-μεγάλοι στο καφενείο. Η ιστορία είναι παλιά. Ξεκινάει από τον Πλάτωνα για τα περί νομιμότητας του συμβούλου του λαού Αλκιβιάδη και το διττό του ψέμα: όχι μόνο δεν ξέρει ο Αλκιβιάδης, αλλά δεν ξέρει ότι δεν ξέρει. Η μυθοποίηση των διανοουμένων αρχίζει στο Παρίσι τον Μεσοπόλεμο με τον Ζιντ και μετά κυρίως με τον Σαρτρ – έκτοτε όλοι σχεδόν οι ιντελεκτιέλ ήθελαν να ανήκουν σε κάποια αριστερή ταξιανθία. Συχνά όχι από επαναστατικότητα, αλλά συνήθως από συντηρητισμό και συμφέρον: γύρευαν εύκολη αποδοχή, εύνοια από το αριστερό πνευματικό κατεστημένο. Την πατήσαμε κι εμείς για μεγάλο διάστημα – ίσως λόγω κλίματος και ιδιοτέλειας. Αλλά, τελικά, βασικό προσόν είναι η διαρκής αυτοκριτική και το “σκέπτεσθαι εξ ιδίων”. Να σκέφτεσαι με το δικό σου το μυαλό – καταρχήν είναι αποκρουστική, ολοκληρωτική, ή ίδια η έννοια “καθοδηγητής”. (Κάτι σαν Παΐσιος, πνευματικός της ιδεολογίας). Και αν σήμερα κριτικάρουμε την Αριστερά, αύριο θα κριτικάρουμε με την ίδια σφοδρότητα τη Δεξιά, ή όποιον άλλον».

«Χρειάζονται αποστάσεις» προσθέτει. «Καθαρό, ανελέητο βλέμμα. Το χειρότερο είναι τα διπλά μέτρα και σταθμά, η εθελοτυφλία, ο πακτωμένος φανατισμός, ο μυστικισμός. Η σιωπή του χιλιάρικου. Η εργαλειακή χρήση των διανοουμένων – κατά Γκράμσι. Η ιδεοληψία και η μετοχή στην εξουσία που βουλώνει στόματα. Τα είδαμε αυτά να εκδηλώνονται σε σημαντικό βαθμό τα τελευταία χρόνια. Υποκριτική σιωπή, οδυνηρή, αβάσταχτη για άλλους που βίωσαν τη διάψευση. ’Η, επιλεκτική ευαισθησία. Και ο Χατζιδάκις πήρε το Τρίτο Πρόγραμμα, αλλά δεν έκανε έτσι. Ισα-ίσα: έγινε πιο βιτριολικός προς την εξουσία από όσο ήταν πριν. Ο διανοούμενος, άσχετα πόσο μετέχει, ή αμείβεται, οφείλει να έχει την έπαρση της ταπεινότητας, το χάρισμα της απόλυτης μοναξιάς. Της άγρυπνης, παρεμβατικής, προορατικής εγρήγορσης – πέραν της ιδεολογίας. Η διαρκής, παρά τα λάθη, ασυμβίβαστη αναζήτηση του Παναγιώτη Κονδύλη δείχνει έναν δρόμο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ