Εχει πραγματικά ενδιαφέρον το πόση ειρωνεία κρύβει ορισμένες φορές η πολιτική. Το 2002, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σάρωσε στις βουλευτικές εκλογές ξεκινώντας την κυριαρχία του στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Η επικράτηση Ερντογάν ακολούθησε τη σοβαρότερη, ίσως, οικονομική κρίση στη σύγχρονη τουρκική ιστορία που είχε οδηγήσει τη χώρα στις «δαγκάνες» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το έτερο στοιχείο όμως που σημάδεψε την εποχή εκείνη ήταν η εξαφάνιση όλων σχεδόν των πολιτικών παικτών που κυριαρχούσαν στην Τουρκία. Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, ο Μεσούτ Γιλμάζ, η Τανσού Τσιλέρ «έσβησαν» από τον χάρτη.
Η οικονομική κρίση και η πολιτική διαφθορά της δεκαετίας του 1990 έφεραν στην εξουσία τον κ. Ερντογάν. Σήμερα, μια άλλη οικονομική κρίση απειλεί να εκπαραθυρώσει τον ίδιο από την εξουσία, ενώ οι αντίπαλοί του, εντός και εκτός Τουρκίας, ωρύονται για τη διαφθορά που ο ίδιος ο τούρκος πρόεδρος, ο οποίος άλλαξε συθέμελα τους πυλώνες της σύγχρονης ιστορίας της χώρας του, έχει επιτρέψει να αναπτυχθεί. Η σύγκρουσή του με τις Ηνωμένες Πολιτείες με αφορμή την αποφυλάκιση του πάστορα Αντριου Μπράνσον (πίσω από την υπόθεση του οποίου κρύβονται φυσικά πολύ σημαντικότερα θέματα) έχει φέρει τον κ. Ερντογάν αντιμέτωπο με μια δύσκολη διπλή επιλογή. Πρέπει να αποφασίσει να υιοθετήσει σκληρή οικονομική πολιτική ώστε να αποφύγει τα χειρότερα (π.χ. μια νέα προσφυγή για δάνειο στο ΔΝΤ) και να κρίνει αν εξακολουθεί να τον συμφέρει η συμπόρευση, έστω στα μεγάλα ζητήματα, με τη Δύση ή θα αναζητήσει, όπως ο ίδιος έχει πει, «νέες συμμαχίες». Ουδείς μπορεί να προβεί σε ασφαλείς εκτιμήσεις για το τι θα επιλέξει ο γενικότερα απρόβλεπτος τούρκος πρόεδρος. Είναι όμως δεδομένο ότι αντιλαμβάνεται πως σε αυτή την ιστορική καμπή διακυβεύεται η υστεροφημία του. Μια κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας θα συμπαρασύρει τις καθημερινές ζωές απλών ανθρώπων τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και –κυρίως –στη βαθύτερη Ανατολία. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αποτελέσει τη σταθερή εκλογική πελατεία του κ. Ερντογάν. Παράλληλα, οι εχθροί του τούρκου ηγέτη στη Δύση έχουν αυξηθεί. Στο αμερικανικό Κογκρέσο αυτό είναι πολύ εμφανές, καθώς πολλά στελέχη του ομιλούν πλέον καθαρά για το καθεστώς στην Τουρκία ως δικτατορία. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχουν βρεθεί στο χειρότερο σημείο τους από την επιβολή του εμπάργκο όπλων μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να μοιάζει αρκετά με τον κ. Ερντογάν στον πολιτικό χαρακτήρα του (συγκρουσιακός και απρόβλεπτος), αλλά αυτή τη στιγμή έχει περισσότερα χαρτιά στα χέρια του. Ο τούρκος πρόεδρος έχει βέβαια στο παρελθόν επιδείξει αξιοθαύμαστο ρεαλισμό όταν έχει βρεθεί υπό πίεση. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που πρέπει να ιδωθούν τα προσεκτικά ανοίγματά του προς την Ευρώπη, στα οποία εντάσσεται και η αποφυλάκιση των δύο ελλήνων στρατιωτικών την περασμένη Τρίτη.

Το παιχνίδι του Ερντογάν

Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζον Μπόλτον φέρεται να ξεκαθάρισε, όπως προκύπτει από τις διαρροές ανώνυμων αμερικανών αξιωματούχων, στον τούρκο πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον Σερντάρ Κιλίτς ότι αν δεν υπάρξει αρχικά αποφυλάκιση του πάστορα Μπράνσον δεν θα πρέπει να αναμένεται αποκλιμάκωση των αμερικανικών πιέσεων. Κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές και είναι εμφανές ότι μέσω της παράτασης των σχετικών δικαστικών διαδικασιών η Αγκυρα επιδιώκει να κερδίσει χρόνο ώστε να εξετάσει τις διαθέσιμες επιλογές της. Οπως παρατηρεί μιλώντας στο «Βήμα» η Αμάντα Σλόουτ, πρώην στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με αρμοδιότητα την Ευρώπη και σήμερα αναλύτρια στο Brookings Institution, «ο Τραμπ δεν πρόκειται να υποχωρήσει μέχρι ο Μπράνσον να βρεθεί σε αμερικανικό έδαφος και, αν αυτό δεν συμβεί σύντομα, η αμερικανική κυβέρνηση θα επιβάλει πρόσθετες κυρώσεις στην Τουρκία». Ηδη μετά την υπογραφή του νομοσχεδίου για τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου «πάγωσε» η παράδοση των αεροσκαφών F-35, ενώ, όπως προσθέτει η κυρία Σλόουτ, «υπάρχει εκκρεμές νομοσχέδιο, που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, για περιορισμούς στη δανειοδότηση της Τουρκίας από διεθνείς οικονομικούς θεσμούς όσο η χώρα δεν απελευθερώνει αμερικανούς πολίτες».
Παρά τους κινδύνους για την τουρκική οικονομία, ο κ. Ερντογάν ακολουθεί μια «βήμα προς βήμα» στρατηγική. Σύμφωνα με τον Ατίλα Γεσιλάντα, αναλυτή της εταιρείας συμβούλων GlobalSource Partners, δεν αποκλείεται ο τούρκος πρόεδρος να εστιάζει τις κινήσεις του γύρω από τη θέση ότι ο λόγος για τον οποίο επιμένει τόσο πολύ ο Ντόναλντ Τραμπ στο ζήτημα του πάστορα Μπράνσον και των υπόλοιπων κρατουμένων δεν είναι άλλος από το ότι θέλει να ικανοποιήσει το ακροατήριο των βαθιά θρησκευόμενων ψηφοφόρων εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο τον προσεχή Νοέμβριο. «Οταν αυτές ολοκληρωθούν, πιστεύει ότι η Τουρκία θα είναι ικανή να διαπραγματευθεί υπό καλύτερους όρους» έγραψε.
Από τη μία πλευρά λοιπόν ο κ. Ερντογάν επιχειρεί να δείξει ότι δεν υποχωρεί στις αμερικανικές πιέσεις. Αυτός είναι ο λόγος που ανακοινώθηκε η αύξηση σε ποσοστό 100% των δασμών σε αμερικανικά προϊόντα, όπως αυτοκίνητα, ρύζι, ορισμένα αλκοολούχα προϊόντα, προϊόντα καπνού κ.ά. Από την άλλη πλευρά, προσπαθεί με μικρά βήματα να ελέγξει την πτώση της λίρας και να προσεγγίσει τρίτους παίκτες ζητώντας βοήθεια και κερδίζοντας χρόνο. Στο πλαίσιο αυτό, επιβλήθηκε αρχικά όριο στις συναλλαγές που επιτρέπονται με πιστωτικές κάρτες και ακολούθως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Τουρκίας προχώρησε σε μείωση του ημερησίου ορίου των συναλλαγματικών διαθεσίμων που μπορούν να διαπραγματεύονται οι τράπεζες (από το 50% στο 25%). Πρόκειται για κινήσεις που συνιστούν ουσιαστικά τα προεόρτια επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) και προφανώς είναι προτιμητέες από μια προσφυγή στο ΔΝΤ. Με δεδομένο ότι η Αργεντινή έλαβε πρόσφατα δάνειο ύψους περίπου 50 δισ. δολαρίων από το Ταμείο, αλλά η οικονομία της είναι τα 3/4 της τουρκικής, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το σενάριο αυτό και η αυστηρή λιτότητα που θα συνοδεύει ένα δάνειο δεν θα είναι ένα χάπι το οποίο θα μπορεί εύκολα να καταπιεί ο κ. Ερντογάν.
Τα τουρκικά οικονομικά μεγέθη είναι πολύ μεγάλα για να επουλωθούν οι πληγές με τα προαναφερθέντα ημίμετρα, καθώς ο συνδυασμός των διπλών ελλειμμάτων σε ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και σε δημοσιονομικό έλλειμμα δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμος. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος ύψους 180 δισ. δολαρίων που πρέπει να αναχρηματοδοτήσει ο τουρκικός ιδιωτικός τομέας μέσα στον επόμενο χρόνο και μέσα σε περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων διεθνώς. Επιπλέον, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα κρίνονται ως μάλλον χαμηλά (περίπου 74 δισ. δολάρια ή ποσοστό 8,7% του ΑΕΠ), ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με τεράστιες εισαγωγές ενεργειακών πόρων που με την πτώση της λίρας καθίστανται πολύ ακριβές.

Το Κατάρ και η Ρωσία

Τόσο ο ίδιος ο κ. Ερντογάν όσο και ο εξ απορρήτων σύμβουλος και εκπρόσωπός του Ιμπραήμ Καλίν αναφέρθηκαν στις «νέες συμμαχίες» που θα επιδιώξει η Τουρκία εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες επιλέξουν να διαλύσουν τις σχέσεις τους με έναν στρατηγικό τους εταίρο. Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο εμίρης του Κατάρ, ο σεΐχης Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θάνι, επισκέφθηκε τον κ. Ερντογάν. Αμέσως μετά τη συνάντησή τους ανακοινώθηκε ότι το Κατάρ θα συμβάλει με 15 δισ. δολάρια στην τόνωση της τουρκικής οικονομίας, τόσο με πιστώσεις όσο και με επενδύσεις. Η στενή σχέση της Αγκυρας με την Ντόχα όμως σημαίνει ότι δύσκολα θα υπάρξει βοήθεια από άλλα κράτη του Κόλπου, καθώς η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (που διατηρούν στενές σχέσεις πλέον με την κυβέρνηση Τραμπ) έχουν επιβάλει ασφυκτικό εμπάργκο στο Κατάρ.
Από εκεί και πέρα, ο κ. Ερντογάν σκέπτεται προφανώς να στραφεί προς τη Ρωσία αλλά και προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, ίσως δε και προς την Κίνα (ορισμένες πληροφορίες αναφέρουν ότι σκέπτεται να προτείνει σε κινεζικές εταιρείες την κατασκευή νέου πυρηνικού σταθμού). Φέρεται μάλιστα διατεθειμένος να αξιοποιήσει το Συριακό ώστε να διοργανώσει στην Τουρκία (πιθανόν στις 7 Σεπτεμβρίου) συνάντηση κορυφής με τη συμμετοχή Ρωσίας, Γερμανίας και Γαλλίας. Σε σχέση με τη Ρωσία πάντως, το ενδεχόμενο οικονομικής βοήθειας μοιάζει απίθανο. Οι προαναγγελθείσες νέες αμερικανικές κυρώσεις εναντίον της Μόσχας έχουν ήδη χτυπήσει το ρούβλι και η ρωσική κυβέρνηση ενδιαφέρεται πρωτίστως να περιορίσει τις συνέπειες της ύφεσης της οικονομίας. Αντίθετα, θα είναι μάλλον σε γεωστρατηγικό επίπεδο που ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα επιδιώξει να εκμεταλλευθεί μια οριστική ρήξη ΗΠΑ – Τουρκίας. Για τον λόγο αυτόν «κάθε αμερικανική απάντηση στην τρέχουσα κρίση θα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα τη μακροπρόθεσμη δυναμική» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, εκτιμά η κυρία Σλόουτ.

Η επαναπροσέγγιση με την Ευρώπη

Αυτό που οπωσδήποτε ενδιαφέρει περισσότερο από όλα και την Αθήνα είναι η διαφαινόμενη διάθεση επαναπροσέγγισης της Αγκυρας με την ΕΕ. Ο κ. Ερντογάν έχει ήδη κλείσει το μέτωπο με την Ολλανδία, ενώ η έμφαση δίνεται πλέον στις σχέσεις με τη Γερμανία. Η Ανγκελα Μέρκελ συνομίλησε πριν από λίγες ημέρες με τον κ. Ερντογάν ώστε να κανονιστεί συνάντηση των υπουργών Οικονομικών των δύο χωρών, Ολαφ Σολτς και Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ενώ ο τούρκος πρόεδρος αναμένεται να επισκεφθεί το Βερολίνο στις 28-29 Σεπτεμβρίου. «Ουδείς έχει συμφέρον από την οικονομική αποσταθεροποίηση της Τουρκίας» σημείωσε πρόσφατα η κυρία Μέρκελ, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της και τη Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό. Τηλεφωνική συνομιλία είχε ο κ. Ερντογάν και με τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν.

Οι εκτιμήσεις διίστανται για το κατά πόσο η ευρωπαϊκή οικονομία είναι εκτεθειμένη σε μια αποσταθεροποίηση της αντίστοιχης τουρκικής. Σε απόλυτους όρους φαίνεται να υπάρχει σημαντική έκθεση ευρωπαϊκών τραπεζών (π.χ. ισπανικών, ιταλικών και γαλλικών) στο τουρκικό εξωτερικό χρέος, αλλά σε μακρο-επίπεδο τα ποσοστά των ανοιγμάτων κρίνονται ως μάλλον μικρά. Σύμφωνα με την JP Morgan, ο τουρκικός κίνδυνος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες είναι «σημαντικός αλλά διαχειρίσιμος». Ενα ερώτημα που ορισμένοι θέτουν είναι αν η ΕΕ θα μπορούσε να συνδράμει οικονομικά την Τουρκία εφόσον η κρίση ξεφύγει από τα περιθώρια ελέγχου. Η ΕΕ διαθέτει χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως το εργαλείο «Μακροοικονομικής Βοήθειας», μέσω των οποίων θα μπορούσε να υποστηρίξει «υποψήφιες» ή «δυνητικά υποψήφιες» χώρες όπως η Τουρκία. Σύμφωνα όμως με την επισήμανση σχετικού σημειώματος του Eurasia Group, «αυτή η βοήθεια σε επίπεδο ισοζυγίου πληρωμών θα πρέπει να συνδέεται με ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ και δεν θα χορηγούνταν ανεξάρτητα από αυτό».
Η αμερικανοτουρκική κρίση όμως προσφέρει και μια γεωπολιτική ευκαιρία για την ΕΕ. Αν θεωρηθεί δεδομένη η επιθυμία του κ. Ερντογάν να αναζητήσει συμμάχους, τότε με μια τακτική «μαστιγίου και καρότου» οι Ευρωπαίοι ίσως μπορούν να αποκομίσουν οφέλη. Από ορισμένες πλευρές ακούγεται μάλιστα η άποψη ότι μέσα σε αυτή τη συγκυρία η ΕΕ και η Τουρκία ίσως έχουν κοινά συμφέροντα απέναντι στην πολιτική που ακολουθεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Κατ’ αρχάς, η πολιτική κυρώσεων έναντι όλων που ακολουθεί ο αμερικανός πρόεδρος μπορεί να φέρει κοντά τις δύο πλευρές σε μια σειρά θεμάτων, όπως π.χ. η διατήρηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Επίσης, οι δύο πλευρές έχουν κοινό συμφέρον από τη διατήρηση της Δήλωσης για το Προσφυγικό – η μεν ΕΕ για να αποφύγει νέο προσφυγικό κύμα, η δε Τουρκία διότι έχει ανάγκη τα συνδεόμενα με τη Δήλωση κοινοτικά κονδύλια.

Τι συμβαίνει με τα αεροσκάφη F-35

Στρατηγικής σημασίας θα είναι οι εξελίξεις στην υπόθεση της παράδοσης των αεροσκαφών F-35 και της πιθανής προμήθειας από τη Ρωσία του αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Η έκβαση των δύο ζητημάτων αφορά και τη χώρα μας, διότι αν η Τουρκία πάρει τα δύο συστήματα τότε η ελληνοτουρκική ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο ανατρέπεται πλήρως. Την εβδομάδα που πέρασε, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε το νομοσχέδιο για τον αμυντικό προϋπολογισμό του 2019. Σε αυτόν περιλαμβάνεται ρήτρα που «παγώνει» την παράδοση των αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35 ώσπου να ολοκληρωθεί μελέτη του Πενταγώνου επί της βιομηχανικής συμμετοχής της Τουρκίας στην κοινοπραξία και επί πιθανών τρόπων αντικατάστασης των εξαρτημάτων που κατασκευάζουν τουρκικές εταιρείες. Η αμερικανική τιμωρία οφείλεται στο γεγονός ότι οι S-400 θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πλατφόρμα συλλογής πληροφοριών από τα F-35 σε περίπτωση συνύπαρξής τους στο τουρκικό οπλοστάσιο.

Το πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία κατέβαλε αρχικά κεφάλαιο 125 εκατ. δολαρίων για να μπει στην κοινοπραξία του προγράμματος των F-35 και από τότε αύξησε την επένδυσή της σε περίπου 1 δισ. δολάρια. Η επικεφαλής της κοινοπραξίας Lockheed Martin παρουσίασε το πρώτο τουρκικό F-35 τον περασμένο Ιούνιο, αλλά η παράδοση της πρώτης φουρνιάς δεν προβλέπεται πριν από το 2020. Από τον Δεκέμβριο του 2017 η Ουάσιγκτον και η Αγκυρα αναζητούν λύση, αλλά το «αγκάθι» των S-400 παραμένει. Η τουρκική πλευρά πρότεινε έναν συμβιβασμό: να λειτουργήσουν οι S-400 ανεξάρτητα από το υπόλοιπο σύστημα αεράμυνας. Οι δε Αμερικανοί έκαναν βελτιωμένη πρόταση προμήθειας του συστήματος Patriot ή έστω προμήθειας από την Τουρκία του ευρωπαϊκού συστήματος SAMP/T που είναι συμβατό με το ΝΑΤΟ. Παρά τις προτάσεις αυτές όμως, αλλά και τις ανησυχίες του υπουργού Αμυνας Τζέιμς Μάτις ότι αν βγει η Τουρκία από το πρόγραμμα μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η γραμμή παραγωγής του αεροσκάφους, δεν φαίνεται λύση στον ορίζοντα. Δεν αποκλείεται δε η Αγκυρα να προσφύγει ακόμα και δικαστικά εναντίον της Ουάσιγκτον ζητώντας αποζημίωση για τα χρήματα με τα οποία συμμετέχει στην κοινοπραξία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ