Μία δοκιμή κριτικής

«Ζήτησα μια θέση / στην πίσω πίσω σειρά / Ποιος ζητάει αυτή τη σειρά /Στην άκρη μάλιστα / Για να’ χω ελευθερία» . Πήρα να διαβάζω την καινούργια ποιητική συλλογή της Αγγελικής Ελευθερίου . Η περιδιάβαση στις σελίδες της συλλογής μου έδωσε τη θαυμάσια ευκαιρία ν’ ανακαλύψω μια εκλεκτή παρουσία στα ελληνικά γράμματα και να λάβω , ως εκκολαπτόμενος ποιητής , ένα μάθημα αληθινής ευαισθησίας και δυνατής ποιητικής γραφής . Εδώ , το συναίσθημα μεταγγίζεται σε όλα τα ποιήματα , χωρίς ωστόσο να θολώνει την ποιητική ουσία , χωρίς να αναγκάζει τα μηνύματα να ασφυκτιούν και να καταποντίζονται μέσα σε μία απέραντη φλυαρία ασύνδετων εικόνων .

Ο λόγος είναι την ίδια στιγμή αισθαντικός και ρεαλιστικά τραγικός . Πίσω από πολλούς στίχους κρύβεται η επίγνωση του αναμενόμενου τέλους , απαλλαγμένη όμως από μελοδραματισμούς και υπερβολές . Στο ποίημα «Κάποτε θα παρακαλέσω» ένα παιχνίδι ικεσίας για την ανάληψη ενός ρόλου σ’ έναν πλανόδιο θίασο μετατρέπεται σε μία μεταφυσική παράκληση για έναν αξιοπρεπή θάνατο .Ο καβαφικός «αόρατος θίασος» αποκτά εδώ άλλες προεκτάσεις , γίνεται σύμβολο μιας ήσυχης , σχεδόν αθέατης , παρουσίας πάνω στη σκηνή της ζωής , μιας παρουσίας που δεν έχει να επιδείξει διαπιστευτήρια και άλλα τέτοια ευτελή [Θα μου ζητήσει άδεια / Και προϋπηρεσία / Και συστάσεις / Δεν έχω τίποτα / Ο αόρατος θίασος /Που αφιέρωσα τη ζωή μου / Δεν είχε τέτοια πράγματα] .

Άλλοτε πάλι ο θάνατος αναδύεται ως μία μικρή καθημερινή συνήθεια , όπως το τέλος στις σελίδες ενός ημερολογίου [Το μικρό διαφημιστικό ημερολόγιο / Τελειώνει /Λίγες οι μέρες που του μένουν] ή όπως ο ήχος του ασθενοφόρου «με τα περιστρεφόμενα τρομακτικά του φώτα» ή όπως το φόρεμα νεκρής γυναίκας που αποκτά για λίγο ζωή στο σώμα μιας άλλης και γίνεται αφορμή για μια αντίστροφη μέτρηση προς την ίδια κατάληξη [ΑΥΤΟ το φόρεμα / Ήταν / Νεκρής από χρόνια / Αγαπημένης γυναίκας / Ένας αέρας / Τώρα το φοράω εγώ / Κάθε χειμώνα / Περιμένω τον Αύγουστο / Κάθε Αύγουστο / Μετρώ τα καλοκαίρια της / Και τα δικά μου ]. Ωστόσο [ κι αυτό έρχεται ως ανατροπή ] ,η ποιήτρια αισθάνεται όμορφα με την ηλικία της , την περιμένει ως μία λυτρωτική συνάντηση με τον αληθινό της εαυτό , ως μία ευκαιρία να ερμηνεύσει το σώμα της [Τώρα το βλέπω / Αυτήν την ηλικία γύρευα /Για να μπορώ να τριγυρνώ / Σε μέρη θλιβερά που αγαπάω]

Ποίηση δε σημαίνει το να κυνηγάς απλώς λέξεις και να τις παραθέτεις σε περίεργους συνδυασμούς που ικανοποιούν πρόσκαιρα την επιφάνεια της ψυχής , αλλά αφήνουν κενό το βάθος της . Αυτό φαίνεται να το κατανοεί απόλυτα η Αγγελική Ελευθερίου και να το αποφεύγει . Ποίηση σημαίνει το να αναγκάζεις τις λέξεις να συνυπάρξουν με το βάρος τους ή και με την ελαφρότητά τους μέσα σ’ εμπειρίες που πείθουν για την ειλικρίνειά τους και ταυτόχρονα ανεβάζουν πάνω στα χείλη ένα μικρό «αχ!!» . Ποίηση είναι η απλούστερη φράση που κατορθώνει να μετατρέψει το προσωπικό βίωμα σε καθολική στιγμή ,ικανή να προσπεράσει τα σύνορα του δωματίου και του μυαλού του ποιητή , και να διεισδύσει στο τώρα και στο μετά . Τα ποιήματα της συλλογής προδίδουν μια τέτοια ακριβώς στάση . Μια στάση ευθύνης απέναντι στο έργο του αληθινού ποιητή , ο οποίος δεν αγωνίζεται να εντυπωσιάσει , προκειμένου να ικανοποιήσει την εγωπάθειά του , αλλά αφήνει τα ποιήματα να δράσουν καταλυτικά από μόνα τους .

Το λέω και το εννοώ : η γνήσια τέχνη βρίσκει πάντα τον τρόπο της να βγει στην επιφάνεια και να λάμψει . Ακόμη κι αν πρόσκαιρα δεν της δίνεται το δικαίωμα να προβληθεί . Επιστρέφοντας στα ποιήματα της συλλογής , αξίζει να παρατηρήσει κανείς την απουσία τίτλων , πράγμα που εγώ το ερμηνεύω ως επιλογή της ποιήτριας να αφήσει τους στίχους να απλωθούν με το δικό τους τρόπο στη συνείδηση του αναγνώστη , χωρίς να του δίνουν την εύκολη λύση να οριοθετήσει τα γραφόμενα και να κατευθύνει τη σκέψη του προς ένα συγκεκριμένο σημείο . Κατά κάποιο τρόπο , η ποιήτρια καλεί τον αναγνώστη να γίνει συμμέτοχος , να βάλει το δικό του τίτλο και να συμπληρώσει την εμπειρία της ανάγνωσης .

Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό είναι η συχνή παρουσία ενός «Εσύ» , μιας ανάγκης για επικοινωνία ή μιας κουβέντας με τον εαυτό της , που πάντοτε χαρακτηρίζεται από μία δραματική ένταση κι από ένα είδος ματαίωσης . Αυτή η αίσθηση της ματαίωσης στοιχειώνει πολλά από τα ποιήματα . Στο « Και να ΄ ναι …; …;» η ζωή παρουσιάζεται ακινητοποιημένη σε δύο φωτογραφίες , μία που τραβήχτηκε κι άλλη μία που ματαιώθηκε . Η συναισθηματική φόρτιση κορυφώνεται στη δεύτερη , στην ανεκπλήρωτη αποκρυστάλλωση μιας καίριας στιγμής .

Στο «Τη χίμαιρά μου …;» , η χίμαιρα που βρίσκεται μέσα στο χώμα , σε ένα απομεινάρι του παρελθόντος , χάνεται εύκολα μπροστά στη φλυαρία της καθημερινής συναναστροφής με τους πολλούς . Μένει ωστόσο ως εσωτερική δόνηση που ταρακουνάει χωρίς οίκτο την ύπαρξη της ποιήτριας [ Μέσα στα χρόνια – Τελευταία όλο και πιο συχνά / αισθάνομαι έναν απόηχο βαθύ / Παντού / Μέσα στο σώμα μου /Στο πρόσωπο / Που με χτυπάει /Αλύπητα]. Στο «Πάει καιρός …;..» η επιθυμία να δώσει κανείς κάτι από τον κόσμο του ματαιώνεται και με τον καιρό εκπίπτει σχεδόν σε ικεσία να λάβει αυτό που ήταν έτοιμος να δώσει . Στο ίδιο ποίημα , που μοιάζει με παιδικό παραμύθι για μεγάλους , ο λόγος αποκτά μια μοναδική τρυφερότητα και πραγματικά συγκινεί με την απλότητα της αλήθειας του .

Συχνά πάλι η ποιήτρια γνωρίζει πως το ταξίδι είναι μάταιο , γνωρίζει εκ των προτέρων πως θα επιστρέψει στην ίδια θέση . Επιμένει όμως να βλέπει το σκηνικό που ξετυλίγεται μπροστά της με καινούργια μάτια , με καινούργια δίψα , όπως μπροστά σε μια καινούργια πόλη . Και είναι ακριβώς αυτή η θέληση για αποδόμηση του οριστικού , του καθιερωμένου , του συνηθισμένου και η παλινόρθωση του πρωτόγνωρου που δίνουν το στίγμα της φιλοσοφίας της . [ Το ΄ ξερες / Μήπως δεν το ΄ ξερες / Κι ας είχες ξεκινήσει /Κι ας προχώρησες / Γύρισες πίσω / Με μια χάρη / Με μιαν ευλυγισία ναρκωμένη / Και κάθισες στην ίδια θέση / Σαν και πριν / Κάθισες έτσι / Όπως μπροστά σε μια καινούργια πόλη / Που φτάνεις με καράβι / Ξημέρωμα Γενάρη] . Και την ίδια στιγμή πολλά αλλάζουν και τραβούν τις αισθήσεις σε αβέβαιους δρόμους αλλά το πιο βαθύ μέρος της ψυχής αντιστέκεται κι επιμένει να κρατάει σφιχτά τους εφιάλτες του [Η κλίση σου /Τράβηξε άλλους δρόμους / Μα κάτι ελάχιστο / Και σκοτεινό / Στους ίσκιους των ματιών σου/ Που μόνο εσύ εγνώριζες / Κάτι σαν βαθύ νερό / Κάτι που έμοιαζε / Σαν να πεθαίνει κάποιος / Και να μην έχει / Συγχωρέσει ].

Διαβάζοντας τα ποιήματα προσεκτικά , διαπιστώνει κανείς ακόμη ότι πολλά από αυτά στέκονται θαυμάσια ως μικρά μονόπρακτα για ένα ρόλο . Υπάρχει διάχυτη μια εντύπωση θεατρικότητας και οι στίχοι θα μπορούσαν θαυμάσια να σταθούν ως επεισόδια ενός υπαρξιακού δράματος με ειρωνικές κάποτε προεκτάσεις . Δεν ξέρω αν η ποιήτρια έχει ασχοληθεί με το θέατρο , αλλά συχνά μέσα από τα ποιήματά της βλέπει τον εαυτό της ως ηθοποιό που άλλοτε εκλιπαρεί για ένα ρόλο [Κάποτε / Θα παρακαλέσω – όπως δεν παρακάλεσα ποτέ – Θα πέσω στα γόνατα κάποιου θεατρώνη/ Με βαμμένα μαλλιά / Να με πάρει κι εμένα / Στον πλανόδιο θίασό του] , άλλοτε στέκεται τρέμοντας πίσω από μιαν αυλαία [ Πίσω από μιαν αυλαία / Σκοτεινή στάθηκα / Τρέμοντας ] , άλλοτε χάνει το βλέμμα της στη σκηνή [Το βλέμμα μου περιπλανιέται στο βάθος / Στην αχανή σκηνή / Με μια κουρτίνα μισοτραβηγμένη / Και πίσω σκιές ] , άλλοτε θυμάται τα λόγια «μιας ηρωίδας πλανόδιου θιάσου» .

Αρκετές φορές πάλι δημιουργεί ένα ατμοσφαιρικό ,σχεδόν κινηματογραφικό, υπόβαθρο , μέσα στο οποίο περιπλανιούνται δεμένα μαζί το τραγικό και το ανθρώπινο . [Ονειρεύτηκα / Την πόλη των παιδικών μου χρόνων/ Ήτανε άδεια / Όλα τα σκέπαζε η σιωπή – Μ’ αγριεύουν οι ήσυχες μέρες / Ούτε ένας άνθρωπος στους δρόμους / Που μοιάζανε πουλιά σταματημένα στον αέρα/ Τα σπίτια ανοιχτά και μόνα] – [Από κάπου / Ερχόταν μια μουσική / Κάποιος έπαιζε πιάνο / Μια μηχανή / Κρυμμένη στα ερείπια /Φωτογράφισε δύο μικρά παιδιά /Καθισμένα κατάχαμα / Που άκουγαν σαστισμένα]. Θα ήταν δε παράλειψη από μέρους μου να μην αναφερθώ και σε ένα μεγαλειώδες ποίημα ,ίσως το αριστούργημα αυτής της συλλογής , κατά την άποψη του γράφοντα .

Το «Μέχρι εδώ …;..» είναι ένα αποκαλυπτικό σχόλιο για τα όρια που τίθενται στη ζωή μας , για το πως τα ερμηνεύουμε με λανθασμένο τρόπο , αδυνατώντας να συλλάβουμε την ουσία της ύπαρξής τους ή και αγνοώντας τα εσκεμμένα . Αυτά όμως είναι πάντα εκεί κι όταν συνειδητοποιούμε την ύπαρξή τους τα περνάμε για τείχη κι οδηγούμαστε εύκολα σε αποκλεισμούς και αφορισμούς , ενώ είναι απλώς πόρτες που μας καλούν να μεταβούμε σε ένα επόμενο στάδιο [Παραθέτω το ποίημα αυτούσιο πιο κάτω] Συνοψίζοντας , η ποίηση της Αγγελικής Ελευθερίου είναι βαθιά ανθρώπινη . Έχει την καθαρότητα και την ευαισθησία της φωνής του Νικηφόρου Βρεττάκου και πινελιές από τον υπαρξιακό στοχασμό της Σιμπόρσκα . Έχει πάνω απ’ όλα έναν λόγο καθαρό και ισορροπημένο ανάμεσα στο λυγμό και στη γαλήνη . Και βλέπει την ποίηση με τον τρόπο που γράφει ο Νερούντα στους ακόλουθους στίχους «Διάβασα …;. τόσους στίχους προς τιμήν της Πρωτομαγιάς / που δεν γράφω από τότε παρά για τις δυό του Μαγιού»

Η συλλογή «Μια άδεια θέση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης

Μέχρι εδώ Μέχρι εκεί Όχι πιο πέρα Υπάρχει μια γραμμή Δε φαίνεται Την είχες δει απ’ την αρχή Την ξέχασες Αυτή πάντα εκεί Είναι όριο Δεν είναι ορίζοντας Να πηγαίνεις να πηγαίνεις Περίμενα πολύ Σας περίμενα Καλοί μου φίλοι Άγνωστοι άνθρωποι Κοιτάζω πίσω ξανά και ξανά Κανένα νεύμα Είχα απλώσει τα χέρια Ν ‘αγκαλιάσω Πήρα μαζί μου και νερό Το είχε πει ο ποιητής Περάσατε το όριο για τείχος Μα πόρτες ήταν Που ανοιγόκλειναν