Η μετάφραση, το θέατρο και η φιλοσοφία βρίσκονται στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντός του. Αφορμή για να επισκεφθεί την Αθήνα ήταν η διάλεξη που έδωσε την περασμένη Τετάρτη στο Γαλλικό Ινστιτούτο με θέμα «Ιστορία και μετάφραση». Ο καθηγητής Φιλίπ Λακού – Λαμπάρτ συνδέει απόλυτα αυτές τις δύο λέξεις εκφράζοντας την άποψη ότι «η μετάφραση είναι πράξη ιστορικής σημασίας». Ο ίδιος ο γάλλος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μετάφραση του αρχαίου δράματος, αλλά με ένα διαφορετικό τρόπο.


«Εχω μεταφράσει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και πρόσφατα ολοκλήρωσα τη μετάφραση του «Οιδίποδα τυράννου» μέσω γερμανικών. Και τα δύο έργα τα έχει μεταφράσει ο γερμανός ποιητής Χέλντερλιν στις αρχές του 1800. Η δική μου δουλειά ήταν να μεταφέρω αυτές τις μεταφράσεις στα γαλλικά από τα γερμανικά, ανατρέχοντας όμως και στο αρχαίο ελληνικό κείμενο. Αρα η έννοια της μετάφρασης αποκτά για εμένα μια ιδιαίτερη σημασία με ιστορική βάση. Ο Χέλντερλιν έκανε τις μεταφράσεις για το θέατρο, παίχθηκαν όμως λίγο».


Ο καθηγητής Λακού – Λαμπάρτ μετέφρασε την «Αντιγόνη» πριν από είκοσι χρόνια. Οι διαφορές ανάμεσα στις ήδη υπάρχουσες γαλλικές μεταφράσεις είναι σημαντικές γιατί, όπως λέει ο Χέλντερλιν, διαφοροποίησε ορισμένα σημεία του κειμένου ενώ άλλα διαφοροποιούνται λόγω της μετάφρασης. Το ίδιο έκανε και πρόσφατα με τον «Οιδίποδα». Το έργο πρόκειται να παρουσιάσει σε δική του σκηνοθεσία στο προσεχές Φεστιβάλ της Αβινιόν (καλοκαίρι 1998) ενώ στο Εθνικό Θέατρο του Στρασβούργου θα ανεβεί στις αρχές του 1999.


* Ιστορικές επιπτώσεις


«Οταν ο Χέλντερλιν έκανε τις μεταφράσεις του, παράλληλα ανέπτυξε και μια ολόκληρη φιλοσοφία τοποθετώντας τις δύο τραγωδίες σε διαφορετική βάση. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η μετάφραση αποτελεί πράξη που μπορεί να επηρεάσει την ιστορία και ότι έχει σημασία για την ιστορική συνέχεια». Ως καλύτερο παράδειγμα αυτής της σκέψης του αναφέρει τα αρχαία κείμενα. «Η μετάφραση των αρχαίων κειμένων στα λατινικά αποτελεί γεγονός ύψιστης πολιτιστικής σημασίας». Πιστεύει ότι και σήμερα, υπό ορισμένες όμως συνθήκες, η μετάφραση σύγχρονων κειμένων παραμένει πράξη απόλυτα συνδεδεμένη με την Ιστορία. «Για σκεφθείτε», λέει, «ότι σήμερα όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες μεταφράζονται στην αγγλική. Σίγουρα αυτό σημαίνει κάτι. Οχι ότι θα εξαφανισθούν οι εθνικές γλώσσες αλλά ότι η μετάφραση στην αγγλική και στην αμερικανο-αγγλική σαφώς και θα έχει ιστορικές επιπτώσεις, τις οποίες προς το παρόν δεν γνωρίζουμε».


Ο λόγος για τον οποίον ο Χέλντερλιν μετέφρασε μόνον αυτές τις δύο τραγωδίες ήταν, σύμφωνα με τον Φιλίπ Λακού – Λαμπάρτ, η σχέση που έχουν μεταξύ τους. «Για τον Χέλντερλιν η «Αντιγόνη» αποτελεί το πρότυπο ελληνικής τραγωδίας ενώ ο «Οιδίποδας» πρότυπο σύγχρονης τραγωδίας. Συμφωνώ μαζί του». Και εξηγεί ότι η σοφόκλεια ηρωίδα είναι ένα τραγικό πρόσωπο που αναμετρείται με τους νόμους διαπράττοντας «ύβριν» και ως εκ τούτου πρέπει να πεθάνει. Από την άλλη, ο ήρωας του Σοφοκλή δεν πεθαίνει· είναι καταδικασμένος να ζει και να βασανίζεται. «Το σύγχρονο στοιχείο του «Οιδίποδα» είναι ότι δεν πεθαίνει βίαια. Κατά τον Χέλντερλιν, και τα δύο τραγικά αυτά πρόσωπα ακολουθεί η τρέλα». Η σχέση που ο Χέλντερλιν ανέπτυξε με το αρχαίο ελληνικό δράμα ήταν αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον του Φιλίπ Λακού – Λαμπάρτ. «Οι εκτιμήσεις των συγχρόνων του ήταν τελείως διαφορετικές».


* Το θεατρικό κείμενο


Σκηνοθέτης των έργων που μεταφράζει, ο γάλλος καθηγητής δεν πιστεύει ότι η μετάφραση για το θέατρο πρέπει να διαφέρει από εκείνη που δεν προορίζεται για το σανίδι. «Αντίθετα, πιστεύω ότι, αν μια μετάφραση για το θέατρο γίνει με το σκεπτικό ότι θα παιχθεί, τότε βρίσκεται σε λάθος δρόμο. Από τη θεατρική εμπειρία μου θα έλεγα ότι όσο πιο δύσκολο είναι ένα κείμενο τόσο περισσότερο υποχρεώνει τους ηθοποιούς να το μετατρέψουν σε θεατρικό κείμενο».


Μαζί με τη γυναίκα του, η οποία είναι ελληνίστρια και διδάσκει αρχαία ελληνικά στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, έχουν μεταφράσει τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη. «Κι όμως το κοινό προσέχει και συγκεντρώνεται περισσότερο για να παρακολουθήσει και να καταλάβει. Αρα και το κοινό ανταποκρίνεται στο δύσκολο κείμενο. Πιστεύω πολύ στη δυσκολία, κυρίως στο θέατρο».


Τη σημασία της δυσκολίας στο θέατρο την έχει πολύ συχνά ο ίδιος κατανοήσει δουλεύοντας στις πρόβες με τους ηθοποιούς. «Στην αρχή με το ίδιο το κείμενο στην ανάγνωση και στη συνέχεια επί σκηνής». Εκτός από το Εθνικό Θέατρο του Στρασβούργου, με το οποίο έχει συνεργασθεί στο παρελθόν και πρόκειται να συνεργασθεί και στο μέλλον, έχει δουλέψει μαζί με τον σκηνοθέτη Μισέλ Ντόιτς καθώς και με το Κέντρο Δράματος των Αλπεων και το Εθνικό Θέατρο της Κολίν.


Πιστεύει ότι η μετάφραση υπαγορεύει, ως ένα βαθμό, τη σκηνοθεσία, τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί το θεατρικό παιχνίδι. Ωστόσο καθοριστικό ρόλο στις παραστάσεις της δικής του «Αντιγόνης», σε μουσική του έλληνα συνθέτη που ζει στο Παρίσι Γιώργου Απέργη, έπαιξε και ο χώρος: «Αρχικά η σκηνοθεσία κινήθηκε σε κάθετο άξονα καθώς η παράσταση δόθηκε στην Πανεπιστημιούπολη του Στρασβούργου, σε ένα παλιό στρατιωτικό οίκημα. Στη συνέχεια η παράσταση προσαρμόστηκε για να παρουσιασθεί στην όχθη ενός ποταμού, οπότε ακολουθήθηκε μια οριζόντια σκηνοθετική άποψη». Η παράσταση του «Οιδίποδα» θα πρέπει πάλι να ανεβεί για τον ανοιχτό χώρο της Αβινιόν και στη συνέχεια να προσασμοσθεί στην αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου του Στρασβούργου. «Στην παράστασή μου ο Χορός θα αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από ένα άτομο. Είναι κάτι που έχουν κάνει και άλλοι πριν από εμένα. Αυτό που θέλω να έχει η δική μου σκηνοθεσία είναι κώδικες».


* Το λάθος του Λάνγκχοφ


Ο 57χρονος καθηγητής γεννήθηκε στη γαλλική πόλη Τουρ. Εδώ και πολλά χρόνια είναι εγκατεστημένος στο Στρασβούργο, όπου και διδάσκει Φιλοσοφία και Αισθητική, ενώ τη δεκαετία 1983-1993 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. Από τα πράγματα που αγαπά να κάνει είναι να ταξιδεύει για να βλέπει θέατρο. «Πιστεύω ότι σήμερα η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία κυριαρχούν στον θεατρικό χώρο ενώ πρωτοποριακά στοιχεία έχω δει και σε παραστάσεις Αγγλων. Οσο για την Αμερική, ό,τι ενδιαφέρον διαθέτει το φέρνει και το παρουσιάζει στην Ευρώπη», λέει και αναφέρεται στο χαρακτηριστικό παράδειγμα του Μπομπ Γουίλσον.


Αναφέρεται επίσης στον Αντουάν Βιτέζ και στην προσφορά του στο θέατρο. «Εμαθα πολλά από το θέατρό του», λέει. «Τώρα πιστεύω ότι η Γερμανία και οι άνθρωποι της τέχνης από την πρώην Ανατολική Ευρώπη προσφέρουν πολλά στο σύγχρονο ευρωπαϊκό θέατρο. Γενικότερα θα έλεγα ότι ζούμε σε μια εποχή όπου κάτι κινείται στο θέατρο».


Μιλάει για την περίπτωση του Λάνγκχοφ, του σκηνοθέτη ο οποίος με τις «Βάκχες» του τάραξε τα ύδατα το περασμένο καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη και στην Επίδαυρο. «Πιστεύω ότι η προσέγγιση στο θέμα δεν ήταν η σωστή. Γνωρίζω τον Λάνγκχοφ εδώ και χρόνια και έχω παρακολουθήσει τις δουλειές του. Εχει ανεβάσει Σαίξπηρ, Γκαίτε… Σε εσάς εδώ λειτούργησε λίγο εθνικά, εθνικιστικά. Ακόμη και στους διανοουμένους σας επέδρασε έτσι. Και αυτό ήταν λάθος. Ο Λάνγκχοφ προκάλεσε. Δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί πάντα η τέχνη».


* Σόκαλ και Ντεριντά


Πρόκληση διαβλέπει και στην υπόθεση Σόκαλ που έχει τους τελευταίους μήνες μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των διανοουμένων (Γάλλων και Αμερικανών) λαμβάνοντας ευρύτερες διαστάσεις. Ο ίδιος έχει άμεση σχέση με τη σύγχρονη προσέγγιση των φιλοσοφικών θεμάτων ενώ έχει επιμεληθεί εκδόσεις φιλοσοφίας που αφορούν και τον Ζακ Ντεριντά, έναν από τους φιλοσόφους που βρέθηκαν στο στόχαστρο των Σόκαλ – Μπρικμόν.


«Κατ’ αρχήν, και αντιμετωπίζοντας το θέμα από κάποια απόσταση, θα έλεγα ότι πρόκειται για μια υπόθεση αμερικανο-αμερικανική. Οσο για τον Σόκαλ, θα έλεγα ότι χρησιμοποίησε μάλλον σχολικές μεθόδους. Μην ξεχνάμε ότι οι Αμερικανοί είναι εκείνοι που έχουν την τάση να τα βάζουν όλα σε κατηγορίες, να τοποθετούν ταμπέλες και να δίνουν τίτλους. Πολλούς από τους όρους που χρησιμοποίησε ο Σόκαλ εμείς στη Γαλλία δεν τους καταλαβαίνουμε. Κάπως παιδαριώδη μου φάνηκαν όλα αυτά».


Από την άλλη, όμως, δεν αρνείται ότι η χρήση επιστημονικών όρων σε φιλοσοφικά δοκίμια έχει φθάσει στα όρια της κατάχρησης από ορισμένους Γάλλους. «Ομολογώ ότι το βρίσκω υπερβολικό και χωρίς νόημα. Μερικούς ούτε που τους καταλαβαίνω». Θεωρεί όμως ότι με αυτή την υπόθεση οι Αμερικανοί έβαλλαν κυρίως εναντίον του Ζακ Ντεριντά, χωρίς να το παραδέχονται, αφού η αναφορά στο όνομά του είναι και η πιο περιορισμένη. «Οι απόψεις του Ντεριντά έχουν επηρεάσει πολύ τους Αμερικανούς και με τον τρόπο αυτόν κάποιοι εξέφρασαν την αντίθεσή τους».


Ο Φιλίπ Λακού – Λαμπάρτ πιστεύει ότι η σύγχρονη φιλοσοφία δέχεται τα μηνύματα των καιρών, επηρεάζεται από την επιστήμη και από κάθε άλλη μορφή τέχνης και πολιτισμού, προετοιμάζοντας το μέλλον της. Αλλωστε, «η φιλοσοφία έρχεται πάντα μετά», καταλήγει.