Αποκαλόκαιρο επανήλθε στη δημόσια συζήτηση το θέμα της μνήμης της ευρωπαϊκής Ιστορίας. Αφορμή αυτή τη φορά στάθηκε η διοργάνωση συνεδρίου της Εσθονικής Προεδρίας της ΕΕ με θέμα τη μνήμη των θυμάτων των ολοκληρωτικών καθεστώτων και η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να συμμετάσχει επισήμως σε αυτό. Το θέμα απασχόλησε τα ελληνικά κυρίως μέσα ενημέρωσης, το συνέδριο πραγματοποιήθηκε και κατέληξε σε ένα σύντομο κείμενο συμπερασμάτων, το οποίο όμως υιοθετήθηκε από έναν πολύ μικρό αριθμό χωρών που εκπροσωπήθηκαν στο συνέδριο. Το συμβάν θα ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας αν δεν έφερνε για μία ακόμη φορά στο προσκήνιο τόσο την αμηχανία όσο και τη μερικότητα με την οποία στην Ευρώπη αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της πολλαπλότητας της ευρωπαϊκής ιστορικής μνήμης και των σύγχρονων επιτελέσεών της.
Ας σταθούμε ενδεικτικά στο κείμενο των συμπερασμάτων του συνεδρίου που δημοσιεύθηκε στο Τάλιν την 23η Αυγούστου και το οποίο υπογράφεται από τους εκπροσώπους των υπουργείων Δικαιοσύνης της Κροατίας, της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Ουγγαρίας, της Λάτβια, της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας. Το κείμενο επικαλείται μια σειρά δράσεων και αποφάσεων, κυρίως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που αφορούν τη μνήμη για τα θύματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας. Στη βάση αυτών των αποφάσεων το κείμενο υποστηρίζει ότι, ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξαν θεσμικές διαδικασίες της διεθνούς κοινότητας με σκοπό τη δίωξη των ναζιστικών εγκλημάτων και των εγκληματιών, κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατό για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα του κομμουνισμού στις χώρες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Το κείμενο ξεκινά με μια αναφορά στους «εκατοντάδες χιλιάδες αθώους ανθρώπους που εκτελέστηκαν, σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξαναγκάστηκαν σε δουλεία, εξορίστηκαν» και επισημαίνει ότι παρ’ όλο που έχουν περάσει 25 χρόνια μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, δεν έχει ξεκινήσει ανάλογη διαδικασία διώξεων.
Το κείμενο καταλήγει αποκαλύπτοντας και την αρχική στόχευση της εκδήλωσης, δηλαδή την προώθηση της ιδέας της θεσμικής δίωξης των εγκλημάτων και των εγκληματιών που έδρασαν στο πλαίσιο των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης.
Το τελικό αυτό κείμενο δικαιώνει βέβαια την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να συμμετάσχει σε αυτές τις διαδικασίες που σαφώς, σε πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο προώθησης της ξεπερασμένης πια θεωρίας των «δύο άκρων» και της κοινότυπης «καταδίκης της βίας από όπου και αν προέρχεται». Αν και ξεπερασμένη ως ιδέα, το αφήγημα στο οποίο εντάσσεται είναι βέβαια πολύ επίκαιρο, καθώς συνεχίζει να στηρίζει την απολιτικοποίηση της δημόσιας ζωής σε όλη την Ευρώπη παρέχοντας νομιμοποιητικά επιχειρήματα σε κάθε είδους λαϊκισμό που απορρίπτοντας δήθεν τα μεγάλα πολιτικά αφηγήματα του 20ού αιώνα προτείνει την αναζήτηση «τελικών» λύσεων εκτός πολιτικού φάσματος: στη θρησκεία, στην ανδρεία, στην αγορά, στους εξωγήινους κ.τ.λ.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η θεωρία των δύο άκρων (όποια και αν είναι αυτά κάθε φορά) έχει απολέσει σταδιακά την πειστικότητά της. Ο βασικός λόγος είναι ότι η διπολιτικότητα αποτελεί μια ξεχασμένη σχεδόν πολιτική αίσθηση για μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών πληθυσμών και ιδιαίτερα για τους νεότερους ανθρώπους με κοινωνικά βιώματα που αφορούν κόσμους πολυκεντρικούς με πληθώρα άκρων αλλά και κέντρων συχνά δυσδιάκριτων και επικαλυπτόμενων.
Το κεντρικό όμως ζήτημα που αναδεικνύεται με αφορμή το κείμενο συμπερασμάτων του συνεδρίου στο Τάλιν δεν είναι αυτό. Το κείμενο αυτό επαναφέρει την ιδέα ότι η Ιστορία πρέπει να είναι τιμωρός, ή μάλλον ότι το παρόν οφείλει να τιμωρεί με ιστορικό γνώμονα και να οραματίζεται το μέλλον στη βάση αυτής της τιμωρίας. Αν όμως ισχύει αυτό, τότε σκεφτείτε σε τι είδους διαδικασίες εξιχνίασης εγκλημάτων χρειάζεται να εμπλακεί το σύνολο της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή Ιστορία –και όχι μόνο –είναι μια μακρά αλυσίδα πράξεων με εγκληματικές συνέπειες κατά ανθρώπων αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος. Η ευρωπαϊκή αποικιακή Ιστορία περιλαμβάνει επίσης πληθώρα εγκληματικών πράξεων που συνέβησαν συστηματικά και στη διάρκεια αιώνων σε πλανητικό επίπεδο στο όνομα του έθνους-κράτους, του χριστιανισμού, του πολιτισμού, της επιστήμης, του διαφωτισμού, της λευκής υπεροχής, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη κ.τ.λ.
Η Susan Buck-Morss στο βιβλίο της «Dreamworld and Catastrophe. The Passing of Mass Utopia» (ΜΙΤ Press, 2000) έχει δείξει με εξαιρετικό τρόπο πως όλες οι μεγάλες ουτοπίες της νεότερης και σύγχρονης περιόδου εξελίχθηκαν σε μαζικές καταστροφές ανθρώπων και φυσικών πόρων σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν λοιπόν στη σημερινή συγκυρία ακολουθήσουμε ένα κάλεσμα εξιχνίασης και τιμωρίας μαζικών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο όνομα ιδεών, τότε πού αρχίζει και πού τελειώνει η αναζήτηση και ο ορισμός των πράξεων που πρέπει να απασχολήσουν την Ιστορία-τιμωρό;
Το ερώτημα είναι σαφώς ρητορικό. Ο οραματισμός, και κυρίως η οικοδόμηση μιας δικαιότερης, δημοκρατικότερης και πιο βιώσιμης Ευρώπης δεν μπορεί στην πραγματικότητα να στηριχθεί στη λειτουργία της Ιστορίας-τιμωρού. Στην καλύτερη περίπτωση, η ευρωπαϊκή Ιστορία μπορεί ίσως να συμβάλει –κυρίως ως μέθοδος στον εργαστηριακό πειραματισμό ενός διαφορετικού κόσμου –μέσω αυτού που έχει προτείνει η Isabelle Stengers στο άρθρο της «The Cosmopolitical Proposal» (2004), δηλαδή μέσω της αποτύπωσης και της δημιουργίας μιας ενεργούς μνήμης όλων εκείνων των «λύσεων που δεν πέτυχαν». Κατά τη Stengers σκοπός αυτής της ενεργούς μνήμης θα ήταν η επιβράδυνση του ιστορικού χρόνου των μελλοντικών εξελίξεων και η αποφυγή των «εύκολων» και «αυτονόητων» δήθεν απαντήσεων στα μεγάλα προβλήματα του παρόντος. Δηλαδή, θα πρόσθετα, η αποφυγή της επιστροφής σε ολοκληρωτισμούς οι οποίοι συνήθως βασίζονται στην ιδέα ότι μπορούν να βρεθούν εύκολες, συχνά μονολεκτικές, απαντήσεις στη βιαιότητα των κρίσεων του παρόντος. Τα υπόλοιπα είναι πάντα εκ του πονηρού.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας – αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ