Οι οικονομικές συναλλαγές, δηλαδή οι «αγορές», στηρίζονται στην ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτές. Το στοιχείο αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές όταν πρόκειται για συναλλαγές που «δεσμεύουν» τους εμπλεκόμενους για κάποιο χρονικό διάστημα.

Για παράδειγμα, πολλά αγαθά και υπηρεσίες παρέχονται με την υπόσχεση αποπληρωμής τους σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο.

Οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις γίνονται με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση ή οι τράπεζες δεν θα «κατάσχουν» αργότερα με διάφορους τρόπους τους καρπούς τους.

Πολλές φορές, το αποτέλεσμα μιας συμφωνίας που γίνεται σήμερα εξαρτάται από την προσπάθεια που θα κάνουν οι συμβαλλόμενοι αργότερα, κ.ο.κ.

Συνεπώς, η ύπαρξη εμπιστοσύνης (που μπορεί να μετρηθεί με διάφορους δείκτες και που ανήκει σε αυτό που γενικά αποκαλούμε κοινωνικό κεφάλαιο) επηρεάζει θετικά μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων, όπως την ανάπτυξη.

Μόνο αν υπάρχει εμπιστοσύνη, οι οικονομικοί φορείς θα προχωρήσουν σε επενδύσεις σε φυσικό κεφάλαιο, σε ανθρώπινο κεφάλαιο και σε καινοτομία, που με τη σειρά τους δημιουργούν ανάπτυξη. Ολες οι προηγμένες μεταπολεμικές οικονομίες χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης.

Ομως μετά τη διεθνή κρίση του 2008 πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Η κρίση αναπόφευκτα οδήγησε σε μια αμφισβήτηση του οικονομικού, αλλά και κοινωνικού συστήματος.

Με άλλα λόγια, υπήρξε ραγδαία απώλεια κοινωνικής εμπιστοσύνης. Επιπρόσθετα, η αμφισβήτηση αυτή «γέννησε» νέους ηγέτες και νέα πολιτικά κόμματα, πολλά εκ των οποίων εκμεταλλεύθηκαν, αλλά και τροφοδότησαν τα ίδια, την προαναφερθείσα απώλεια εμπιστοσύνης.

Δύο νέα χαρακτηριστικά σήμερα είναι η οικονομική του λαϊκισμού (που σημαίνει αδυναμία σύλληψης της σύνθετης οικονομικής πραγματικότητας είτε από άγνοια είτε από συνειδητή επιλογή) και η τεχνητή πόλωση (που σημαίνει τη δημιουργία ενός κλίματος αντιπαλότητας μεταξύ δύο ασαφώς ορισμένων ομάδων, των «προνομιούχων» και του «λαού»). Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα ανά τον κόσμο, σίγουρα και στη χώρα μας.

Η απώλεια εμπιστοσύνης όμως καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την επιστροφή στην ανάπτυξη. Οπως είπαμε, η ανάπτυξη προϋποθέτει εμπιστοσύνη μεταξύ των οικονομικών και κοινωνικών φορέων. Το ίδιο ισχύει και για τις «αγορές» (που, ξαφνικά, φαίνεται όλοι να αποδέχονται τον ρόλο τους).

Αλλά η εμπιστοσύνη δεν αποκτάται με αποσπασματικές δηλώσεις και αντικρουόμενα μέτρα. Ούτε αποκτάται με σιωπηρές εγγυήσεις από τους δανειστές που θέλουν και αυτοί, με τη σειρά τους, να αποδείξουν ότι η πολιτική τους πέτυχε. Αντίθετα, αποκτάται με κόπο και χρόνο. Και δυστυχώς, όταν την έχεις χάσει, απαιτείται πολύς χρόνος και προσπάθεια.

Ενα κλασικό παράδειγμα είναι η Αργεντινή των δεκαετιών του 1980 και του 1990, όπου ο φόβος για νέα άρνηση πληρωμών και νέων κατασχέσεων παρέμεινε για πολλά χρόνια, υπονομεύοντας τις προοπτικές της οικονομίας για ουσιαστική ανάπτυξη, ακόμη κι όταν η χώρα θέλησε να επιστρέψει στην ομαλότητα.

Οι κ.κ. Γιώργος Οικονομίδης και Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι, αντίστοιχα, αναπληρωτής καθηγητής και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ